Φτιάχνουμε αγάλματα για να προσκυνάνε οι δικοί τους απόγονοι.
Μ.
Καλλιαντά – Γάλλιου, Οι χορωδίες των στοιχειωμένων
Οι
παρεούλες στα σπλάχνα της κυβέρνησης δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο
συνδετικό κρίκο πλην της τυχαίας συνεύρεσης ανθρώπων-φορέων μικρής ή
μεγάλης εξουσίας. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, παρεούλες αριστερών ή
τροτσκιστών, αναρχοσοσιαλιστών ή κεντρώων. Ούτε παρεούλες δικηγόρων και
τεχνικών, μεγαλοαστών και αγροτών. Ούτε κομματικών βουλευτών, παραγόντων
και τεχνοκρατών. Ούτε ιδεολόγων και ρεαλιστών, μαρξιστών και
χριστιανοδημοκρατών. Οι παρεούλες εξουσίας δεν έχουν «χρώμα».
Η
απουσία ιδεολογικής ομοιογένειας εκδηλώνεται και με το ότι οι παρεούλες
αλλάζουν συχνά-πυκνά σύνθεση. Οι «μετεγγραφές»
γίνονται άλλοτε κατά περιόδους (κάτι σαν τις ποδοσφαιρικές σεζόν)
–ανάλογα με τις αναδομήσεις και τις ανασυγκροτήσεις- κι άλλοτε
ενδιαμέσως – ανάλογα με ψηφίσεις νόμων, αποκαλύψεις σκανδάλων κλπ.
Οι
παρεούλες φέρουν συνήθως το όνομα του ηγέτη τους ή του
συνδέσμου με το φορέα της εξουσίας – είναι δηλαδή ονομαστικές.
Συνοδεύονται, επίσης, και από το όνομα του αντιπάλου Γ
είναι υπό τον έλεγχο του Γ, αλλά και ταυτόχρονα έχει
στους στόχους της την αποδυνάμωση, συκοφάντηση, εξολόθρευση του Β,
είναι συνεπώς «Γ και –Β». Βέβαια, η ταυτότητα
«Γ και Β» είναι ρευστή και συχνά ο Γ
συνεργάζεται με τον Β κατά του Δ και έχουμε (Γ+Β)-Δ ή ο
Δ και ο Β κυνηγάνε τον Γ και
έχουμε (Β+Δ)-Γ κ.ο.κ.
στρέφονται δηλαδή και κατά κάποιου. Έτσι η παρεούλα του
Σκοπός της κάθε παρεούλας
είναι να προωθήσει σε καίρια πόστα τα «παιδιά της παρεούλας» ανεξαρτήτως
προσόντων, τίτλων, ευφυίας, ήθους κλπ. Αυτή η «πολιτική
μασονία» αυτοδικαιώνεται. Στο όνομα του συσχετισμού
δυνάμεων (ποιων δυνάμεων; εναντίον ποιου; γιατί;) χάνονται οι
(ενδεχόμενες) αρχικές βλέψεις -ικανότητα δημοσίων ανδρών, έντιμη
διαχείριση, δημοκρατική λειτουργία- και καθώς επικρατεί σύγχυση και ως
προς το πρόσωπο του εχθρού, ο καιρός περνάει «κονταροκτυπτώντας
ανεμόμυλους».
Η ένταξη, πάντως, στην
παρεούλα συνιστά τον απαραίτητο όρο για τη είσοδο κάποιου στον μαγευτικό
κόσμο της κυβερνητικής εξουσίας. Το αν ανήκεις στην παρεούλα του Α
ή του Β μετράει πιο πολύ από το αν είσαι μέλος
κόμματος, αν κατέχεις απολυτήριο δημοτικού, αν μιλάς ελληνικά κ.ο.κ. Η
ισχύς της παρεούλας και η κάλυψη που της παρέχει ο
εκάστοτε ηγέτης της (του οποίου συνήθως μόνο το μικρό όνομα
χρησιμοποιούμε ως αναγνωριστικό) φτάνει μέχρι του σημείου να μην
εκδιώκονται τα μέλη της όταν παρατυπούν, παρανομούν κ.λπ. (απλώς «μετατίθενται»,
λες και η παρανομία συνδέεται με ειδικό χώρο δράσης). Έτσι εξηγείται
ότι τα ίδια πρόσωπα –και το χειρότερο: Με τα ίδια
προσωπεία- εναλλάσσονται με αποτυχημένους ρόλους. Κι
αναρωτιέται κανείς, πώς ο αποτυχών στο ρόλο του «μουγκού»
καλείται να παίξει τον Άμλετ. Το (μικρό) όνομα του σκηνοθέτη, συχνά
είναι η μόνη απάντηση.
Εκτός, όμως, από τις παρεούλες αυτές των «επιτυχημένων»
κυβερνητικών έχουν εσχάτως συγκροτηθεί και «αντιπαρεούλες»
συμπολιτευομένων. Σ’ αυτές ανήκουν όσοι γεύτηκαν την εξουσία ατομικώς
αλλά μόλις απομακρύνθηκαν, άρχισαν να κινούν διαδικασίες συλλογικής
διαμαρτυρίας.
Στόχος αυτών των μορφωμάτων δεν είναι, βέβαια, να
πάψουν να υπάρχουν παρεούλες (ή να καταστεί διαφανής ο τρόπος δράσης
τους), αλλά να (ξανά) μπουν και αυτοί μέσα στο «παιχνίδι». Το
όνειρο, όμως, του OUT να γίνει IN
δεν έχει πάντα ρομαντικό χαρακτήρα ούτε ιδεολογικό στόχο.
Μη
με ρωτήσετε σε ποια σχέση βρίσκονται τα παραπάνω με τα συμβαίνοντα στην
Ελλάδα και αυτή την περίοδο.
- Όποιος θέλει
καταλάβει, καταλαβαίνει.
- Όποιος θέλει να σιωπά, σιωπά.
-
Όποιος θέλει να εθελοτυφλεί, εθελοτυφλεί.
Σήμερα, όμως, οι αθώοι
έχουν πλέον οριστικά εκλείψει…
*Ο
Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου
Αθηνών.