Η νύχτα κολυμπούσε στην βροχή
οι μανδύες μας χάρτινοι έσταζαν μέλι και απόηχο μιας Κυριακής.
Τα μεταξωτά τακούνια στην άσφαλτο, έσερναν έναν ευγενικό κρότο,
τα παράθυρα στο σπίτι πάντοτε ανοιχτά,
να λούζει τους τοίχους του το νερό και να αλυχτούν φυσώντας φυσαλίδες τα σαλιγκάρια.
(Ας γίνουμε όμορφοι σου είπα),
έφτιαξα λίγο χρώμα στα μάγουλα και άπλωσα λίγη γύρη στα μαλλιά μας.
Ο Ορφέας συνάντησε την Ευρυδίκη έξω από εμάς
(τι είμαστε εμείς εκτός από μικρές στιγμές συνάντησης στην θάλασσα), είπες.
Γέλασες όπως γελούν μικρά πουλιά
κι ήταν αυτό που μέσα σου με έκανε να μπω χορεύοντας.
Λεπτοί κυματισμοί υγροί και λιγο θαμπό το φως στην παλάμη σου,
το σερνες σαν άγγιγμα πάνω μου
το στρίμωχνες αδιόρατα με αλήθειες που καραδοκούσαν σαν ακροβάτες σε τυφλό σχοινί.
(Ας γίνουμε κι άνθρωποι), είπες και πρόλαβα να πιω έναν μικρό σου λυγμό
ο λυγμός διατάραξε την φαινομενική μου ηρεμία,
έφερε αστάθεια σε όλο το σώμα,
έφερε άμμο από την έρημο, κινούμενη και με άδειαζε,
ολοένα με άδειαζε,
άρχισες να τακτοποιείς τα φιλιά μου σε κρύπτες,
τα άκρα μου σε σπηλιές ερημικές, εκεί που λούφαζαν ζώα μικρά, αγρίμια δίχως μάτια.
Τρώγαμε ο ένας τον άλλο αχόρταγα κι έξω από την ασφάλεια ενός επιτακτικού εγώ,
έπειτα σαν ερημίτης έβλεπα το εγώ μας να εξαφανίζεται,
να παίρνουν την θέση του μαχητές με σπαθιά,
λαβωμένοι στρατιώτες δίχως όπλα,
ξωτικά και μάγισσες από παραμύθια δίχως όνομα και σκελετό.
Η μάχη κράτησε μέρες και νύχτες πολλές
δεν υπήρχαν νικητές και ηττημένοι,
μονάχα μια νύχτα που έγινε πάλι βροχερή,
σαν την πρώτη της συνάντησης,
τότε σφίξαμε τα χέρια μας δυνατά και με μια λύπη κάπως παιδική,
έτσι φύγαμε, μόλις τα φύλα μας ξαναβρέθηκαν στα εγώ μας τα συρμάτινα.
(Καλύτερα να φεύγουμε, όταν ξαναγινόμαστε σίδερο), σου είπα κι έφυγα.
Τώρα τα παπούτσια μου μάτωναν έξω στην βροχή σαν στόματα που είχαν τρυπηθεί από δόντια λυσσασμένα...
Γράφει η Πόπη Συνοδινού
http://press-gr.blogspot.com/2011/11/blog-post_7434.html
οι μανδύες μας χάρτινοι έσταζαν μέλι και απόηχο μιας Κυριακής.
Τα μεταξωτά τακούνια στην άσφαλτο, έσερναν έναν ευγενικό κρότο,
τα παράθυρα στο σπίτι πάντοτε ανοιχτά,
να λούζει τους τοίχους του το νερό και να αλυχτούν φυσώντας φυσαλίδες τα σαλιγκάρια.
(Ας γίνουμε όμορφοι σου είπα),
έφτιαξα λίγο χρώμα στα μάγουλα και άπλωσα λίγη γύρη στα μαλλιά μας.
Ο Ορφέας συνάντησε την Ευρυδίκη έξω από εμάς
(τι είμαστε εμείς εκτός από μικρές στιγμές συνάντησης στην θάλασσα), είπες.
Γέλασες όπως γελούν μικρά πουλιά
κι ήταν αυτό που μέσα σου με έκανε να μπω χορεύοντας.
Λεπτοί κυματισμοί υγροί και λιγο θαμπό το φως στην παλάμη σου,
το σερνες σαν άγγιγμα πάνω μου
το στρίμωχνες αδιόρατα με αλήθειες που καραδοκούσαν σαν ακροβάτες σε τυφλό σχοινί.
(Ας γίνουμε κι άνθρωποι), είπες και πρόλαβα να πιω έναν μικρό σου λυγμό
ο λυγμός διατάραξε την φαινομενική μου ηρεμία,
έφερε αστάθεια σε όλο το σώμα,
έφερε άμμο από την έρημο, κινούμενη και με άδειαζε,
ολοένα με άδειαζε,
άρχισες να τακτοποιείς τα φιλιά μου σε κρύπτες,
τα άκρα μου σε σπηλιές ερημικές, εκεί που λούφαζαν ζώα μικρά, αγρίμια δίχως μάτια.
Τρώγαμε ο ένας τον άλλο αχόρταγα κι έξω από την ασφάλεια ενός επιτακτικού εγώ,
έπειτα σαν ερημίτης έβλεπα το εγώ μας να εξαφανίζεται,
να παίρνουν την θέση του μαχητές με σπαθιά,
λαβωμένοι στρατιώτες δίχως όπλα,
ξωτικά και μάγισσες από παραμύθια δίχως όνομα και σκελετό.
Η μάχη κράτησε μέρες και νύχτες πολλές
δεν υπήρχαν νικητές και ηττημένοι,
μονάχα μια νύχτα που έγινε πάλι βροχερή,
σαν την πρώτη της συνάντησης,
τότε σφίξαμε τα χέρια μας δυνατά και με μια λύπη κάπως παιδική,
έτσι φύγαμε, μόλις τα φύλα μας ξαναβρέθηκαν στα εγώ μας τα συρμάτινα.
(Καλύτερα να φεύγουμε, όταν ξαναγινόμαστε σίδερο), σου είπα κι έφυγα.
Τώρα τα παπούτσια μου μάτωναν έξω στην βροχή σαν στόματα που είχαν τρυπηθεί από δόντια λυσσασμένα...
Γράφει η Πόπη Συνοδινού
http://press-gr.blogspot.com/2011/11/blog-post_7434.html