Ποδηλατώ ελαφριά, είναι ξημέρωμα, ετοιμάζεται να αλλάξει το χρώμα της πόλης. Έχει ψύχρα, τόση που με κάνει να αναζητώ μια τρυφερή αγκαλιά, έναν ώμο να χωθώ, να κλείσω τα μάτια και να ονειρευτώ. Μα τέτοια ιστορία δεν παίζει, έτσι κρατώ το τιμόνι σφιχτά, γεμίζω από τις πρώτες χρωματιστές εικόνες της μέρας που δεν συγκρατώ και τραβώ βαθιές ανάσες από μια πόλη που ακόμη κοιμάται.
Κοιμάται; Για στάσου, ένας χαρταετός με ακολουθεί. Αγγίζει το εσωτερικό των ματιών μου. Χαμογελά στο ακούραστο ποδήλατό μου και περιμένει παιχνιδιάρικα το πρώτο φως. Θέλει να φτάσει τον ήλιο, να αγγίξει το χρυσό και γιατί όχι να μεταμορφωθεί σ’ ένα μικρό γλάρο.
Όλα γύρω μας ενώνονται, διαλέγουν ταίρι ή αποδέχονται τη συνύπαρξη. Στοιχεία που ποτέ δεν τους δώσαμε σημασία, όμως εκείνα υπομονετικά αποδέχονται κάθε παραξενιά, κάθε ιδιοτροπία, κάθε πιθανή ακαμψία αντικειμένων ή προσώπων. Λες ήλιος, αέρας, δέντρο, μα ακόμη και δικά μας δημιουργήματα, σιδερικά και τσιμέντα, που μπλέκουν σαν ιστός, γίνονται αίμα της πόλης.
Αποφάσισα, θα σταθώ στην σημερινή διαδρομή μου σ’ εκείνα που βλέπω με μισό μάτι. Σε όλα εκείνα που αμφιβάλλω, κρίνω, κουνώντας το δάχτυλο και μοιραία δεν θα τα αφήσω να βγουν στο φως.
Πρώτη στάση για το βλέμμα ο Γιάννης, 49άρης ποδηλάτης, χοντρός βουλιμικός, άνεργος. Ένα «καλημέρα» κι έχει απλώσει ήδη το χέρι. Ματωμένος, τσακισμένος δεν είναι τα 130 κιλά, ούτε η απραξία που μοιραία σε πετά στο περιθώριο. Είναι που τον απορρίπτουν, πριν ακόμη ανοίξει το στόμα του. Είναι που δεν του δίνουν λίγο χρόνο, όταν βρεθεί κοινός χώρος. Εκείνος, πάλι, αδειάζει το ψυγείο και γεμίζει τα κενά του. Φυσιογνωμιστές που γινήκαμε όλοι, αναγνωρίζουμε στο λίπος του γείτονα τη διαδρομή της ζωής του!… Κρίνουμε σκληρά, ζυγίζοντας το κάθε τι με τα παραπανίσια κιλά του.
Προσπερνώ, τι ειρωνεία… Ενώ τα λέω όλ’ αυτά, αποφασίζω να μη δαγκώσω την ενεργειακή μπάρα μου, για να μην γίνω σαν και τον χοντρό συμποδηλάτη μου, που προσπέρασα βιαστικά. Τα στερεότυπα καλά κρατούν. Η πόλη πίνει τον πρωινό καφέ της. Αναζητά και πάλι στηρίγματα για τα σκληρά κατάγματά της. Η νυχτερινή κατάθλιψη δίνει τη σκυτάλη στην πολύχρωμη πρωινή γκρίνια.
Ανεβαίνω, περνάω από Καστέλα. Πόσο αγαπώ αυτή τη διαδρομή. Από τη μια η θάλασσα που στην αντίπερα όχθη στέκει το νησί μου, από την άλλη η πόλη που λίγο ψηλομύτικα, και μέσα στο τσιμέντο, χαμογελά.
Στο κολυμβητήριο απέξω κοντοστέκομαι, είναι η ώρα που ένας άλλος φίλος, 30άρης, κάνει τις γερές βουτιές του. Έχει ήδη κάνει προθέρμανση, και παλεύει στο νερό. Δεν είμαστε ψαράκια. Είναι δύσκολο να μην είσαι στο περιβάλλον σου. Γίνεται ακόμη πιο δύσκολο, όταν λείπει η ενέργεια που δίνουν τα πόδια. Όταν δεν είσαι αρτιμελής. Ο Δημήτρης αποκαθιστά την επαφή του με τη γη με ρόδες από ένα αναπηρικό καροτσάκι. Δεν είναι ο τύπος του ανάπηρου που θέλει η ελληνική κοινωνία. Δεν ζει με τις γρίλιες κατεβασμένες. Ούτε και φοβάται τα δύστροπα βλέμματά μας στο δρόμο. Παλεύει, με το σώμα που του λείπει, αναζητά εκείνες τις αρμονικές που θα του δώσουν φτερά σε ένα αδυσώπητα σκληρό και αδιάφορο κόσμο.
Ό,τι μας σοκάρει, μάς κλείνει ταυτόχρονα και τα μάτια. Μα, τι να γράψω για τα ποσοστά συμμετοχής των συνανθρώπων μου σαν τον Δημήτρη στην κοινωνία . Σχεδόν ανύπαρκτα. Ούτε επίσημα καταμετρημένα αριθμός τον ΑμεΑ στην χώρα δεν υπάρχει. Υπολογίζονται στο 1.000.000 με το 35% στην Αθήνα. Ντρέπομαι. Η σιωπή πόσο ρατσιστές μπορεί να μας κάνει…
Σταματώ να αισθάνομαι, αυτόματα καίγομαι, δεν δίνω χώρο από ένα τόπο που ούτε εμένα χωρά, έτσι λες κι εσύ μέσα σου. Μα ακόμη και έτσι, αν αυτός, ο πρωταθλητής της ζωής, δεν αξίζει ένα μπράβο και μια ισότιμη αντιμετώπιση, τότε τι θ’ αφήσουμε να μπει μπροστά και να μας πάει παρακάτω; Φοβάσαι, θα πεις. Αν, ήμουν εγώ κάπως έτσι; Μεταβίβαση. Έτσι το βάφτισε η Άννα Φρόιντ το σχήμα. Σκέφτεσαι τον εαυτό σου και πάλι.
Μα θα σε πάω παρακάτω, είναι το πετάλι που δεν σταματά, περιδιαβαίνει μια πόλη που είναι φτιαγμένη για όλους, αρκεί να την καμαρώνουμε από την TV και να χαζεύουμε παρελθοντικούς χρόνους και καιρούς.
Από μακριά η γλυκιά «καλημέρα» της με κάνει και αναθαρρώ. Το Πατακιό, η 76χρονη κυρα-Δέσποινα. Ηλικιωμένη, μόνη κι έρημη. Σκοτεινό ξερακιανό φαντασματάκι. Αγνώστου καταγωγής, τής αρέσει να με λέει… γιο της. Χαίρομαι γι’ αυτήν τη φίλη, έρχεται τακτικά στο μυαλό μου, όταν κάθεται στο πεζοδρόμιο ζητιανεύοντας ένα κοίταγμα, μια ζεστή κουβέντα, επικοινωνία μωρέ, που φωνάζει κι εκείνη.
Προσπερνάμε την τρίτη ηλικία, τρέχουμε να προλάβουμε την σκιά του χρόνου, που μοιραία όλο και απομακρύνεται, έτσι μας κάνει να φαινόμαστε λίγο πιο αδύναμοι. Μας τρομάζει αυτό που έρχεται, φτιάξαμε θεούς για να το ξορκίσουμε, ελπίζουμε πως εμείς δεν θα γίνουμε σαν τη κυρα-Δέσποινα. Αφήνουμε το βλέμμα μας να περιπλανηθεί μακριά της, δεν θέλουμε να φαίνεται αυτό το 18% του πληθυσμού. Τι κι αν μελέτες το ανεβάζουν στο 25%, δηλαδή 1 στους 4, θα είναι, θα είμαστε, στην τρίτη ηλικία το 2030. Προκαταλήψεις στο φουλ για το Πατακιό, που δεν είναι ζητιάνα, έχει περηφάνια και ακόμη καταφέρνει να διασκεδάζει την μοναξιά της.
Μα μήπως εγώ, εσύ, είμαι πιο μόνος από αυτήν; Απλά δεν έχω μάθει ν’ απλώνω το χέρι, να κρατήσω και να κρατηθώ. Βιάζομαι να κρίνω το διαφορετικό, να σχολιάσω την κοκκινομάλλα της γωνίας. Να πω το πικρόχολο σχόλιό μου για το σκουλαρίκι της μύτης, ή το ταττουάζ στο χέρι, ακόμη και το κουρασμένο ύφος της, στο μυαλό μου γίνεται θεριό με φιδίσια γλώσσα έτοιμο να την αρπάξει. Κρίνουμε και στιγμιαία απορρίπτουμε κάθε τι που είναι πέρα και έξω από την μικρή μας φυλακή. Άσχετο και αδιάφορο αν είναι καλύτερο, πιο πρωτοποριακό και με μεγαλύτερες δυνατότητες από τις δικές μας.
Νιώθω πως όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που φαινομενικά είναι στις παρυφές του κοινωνικού μας μοντέλου, οι απορριπτέοι, είναι αυτοί που θα μας οδηγήσουν, δίχως να είναι αναγκαία η όραση, μπροστά. Είναι εκείνοι που θα μετασχηματίσουν θετικά την κοινωνία μας σε μια πιο άξια οικογένεια και θα μας βγάλουν από ένα τέλμα που ξεκινά από τη δική μας άρνηση. Ίσως στο μέσο της μεγάλης οικονομικής κρίσης μας, το πρώτο βήμα για την αλλαγή είναι να εντάξουμε στο οπτικό πεδίο μας και να αποδεχτούμε όλες τις κοινωνικές ομάδες, που μέχρι τώρα μας ήταν ενοχλητικοί παρίες μέσα στο κοινό μας σπίτι.