`

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΣΠΕΡΜΑΤΙΚΗΣ ΣΤΑΓΟΝΑΣ...

Ηταν στο στομα της ο πατερας μου και τον ακουγα που βογκουσε.
Μπορουσα να νοιωσω την απελπισμενη του διαθεση καθως ολο και ανεβαινε στον ουρανο.
Εκεινη ειχε ανοιξει ολα τα πεπλα του στοματος της και ποτε τον ρουφαγε και ποτε τον χαιδευε απαλα.

Εγω στριμωγμενος με τα αδελφια μου παλευαμε να βγουμε στο φως.
Αλλα ο πατερας μου δεν μας αφηνε ακομη...
Ηθελε μαζι της να ξορκισει ολη την ασχημια γυρω του.
Κι αυτη με επιμονη διαθεση να τον τρελανει. Τον εξυψωσε ωσπου ηρθε η ωρα η αγια και μπηκε μεσα της.
Εγω κουνιομουνα παραλληλα μαζι τους νοιωθοντας μια τεραστια λαβα να μου καιει τα σωθικα.
Εκαιγα και πεταγα ακριβως κοντα στο μικρο στομα του πατερα μου.
Βουτουσα στα βαθια τους και βρεθηκα να μαι χαμενος μεσα σε μια οδυνη οταν πια ο πατερας μου με αφησε για να παει να την βρει...
Οι φωνες τους πια μεταγγιζαν το συμπαν. Σπαρταρουσαν και ρεμβαζαν. Εγω στριμωγμενος ακομη απο τα χιλιαδες αδελφια μου πεταχτηκα γρηγορα απο το μικρο σαρκινο στομα και βρεθηκα σε μια μαλακια λιμνη. Καπου εκει υπηρχε μια βαρκα. Κι ενα απανεμο λιμανι. Ηξερα πως επρεπε γρηγορα να ενωθω με κεινο το σφαιρικο φως αλλα ξαφνικα αποφασισα να αλλαξω τον προορισμο μου.
Γιατι να μην βουλιαξω καπου χωρις προορισμο; Εκανα μεγαλο κοπο να διαπερασω τα μαλακα τειχη του κολπου και της μητρας...
Εβαλα τα δυνατα μου χρησιμοποιωντας τους αμετρητους στρατιωτες μου. Και τελος τα καταφερα.
Κι ηξερα φυσικα πως τωρα κολυμπουσα στο ομορφο σωμα μιας γυναικας.
Φυσσαλιδες αιματος χορευαν γυρω μου χαρουμενα. Σπηλες παγκρεατος και καρδιας χτυπαγαν αρμονικα τα χερια τους βραζοντας απο αιμα και ζωη.
Ολα κεινα τα οργανα ηταν ερωτευμενα με αυτο το σωμα. Ηταν ενα αναποσπαστο κομματι ερωτα και αγαπης...
Οροσειρες απο αρτηριες και νερο στεκονταν κομψα σε κοκκινο καστρο.
Κολυμπαγα κι εγω χαρουμενος αναμεσα τους ακουγοντας που και που την φωνη της...
Τραβηξα προς τα κει...μια αρχεγονη αναγκη με εσπρωχνε στο μερος της φωνης της...
Και τωρα το βλεπα...αφου προσπερασα την αναγκη μου να την κανω μητερα ηθελα να την ζησω σαν γυναικα.
Να την κανω να σπαρταρησει οπως εκανε ο πατερας μου.
Βρεθηκα στον λαιμο της εκει καπου στον θυμο αδενα. Κουλουριαστηκα και χαθηκα ακουγοντας καποιους παχεις ηχους...
Πλατς μπλλαααμμμ, διαφοροι ηχοι λες κι ερχονταν απο ενα μακρυ τουνελ φτιαγμενο απο χονδρες κορδελες ζελεδενιας ουσιας...
Κολυμπουσα σε ροζ και κοκκινο.Καθησα εκει ακουγοντας εκτος της φωνης της και τον ρυθμικο ηχο της καρδιας...
Ταακκκ, ταακκκ, με κοιμισαν οι ηχοι αυτοι. Δεν καταλαβα ποσες ωρες περασαν, παντως θα ταν νυχτα γιατι η αγαπημενη μου πρεπει να κοιμοταν γιατι δεν κουνιοταν....
Μονο ολα της τα οργανα δουλευαν σε πυρετωδεις διαδικασιες το μεγαλο της εργοστασιο...
Αρχισα λοιπον με χερια και ποδια να κολυμπω προς τα εξω. Περασα τον λαρυγγα και βρεθηκα μπρος απ την καμπανα της αμυγδαλης...χρειαζομουν ακομη πολυ κοπο και να...βρεθηκα στην γλωσσα.
Βελουδινη και αγρια ροζκοκκινη και ατιθαση.
Την διεσχισα κανοντας την καπως αγρια της επιφανεια να ανατριχιασει...βρεθηκα και απο κατω της.
Και καπου εκει μυρισα λιγο τον πατερα μου. Και λιγο φοβηθηκα σαν σκεφτηκα ολο μου το μακρινο ταξιδι...
Αφου χωρις προορισμο ειπα να χαθω μπορει και να χανομουν για παντα σε περιβαλλον αφιλοξενο και εχθρικο...
Ας ειναι ομως...με κερδισε ο ερωτας...και να, μια μικρη ανατριχιασμενη γραμμη της γλωσσας με εκανε παλι δυνατο και παθιασμενο.
Εσπρωξα με ολη μου την δυναμη...κι αλλο...κι αλλο...και βρεθηκα να τσουλαω εξω πια στον ομορφο λαιμο της...
Βελουδινος καυτος και μυρωμενος...
Ναι το νιωθα τωρα πως αξιζε για κεινην να χαθω...
Την χαιδεψα σε ολη την επιαφανεια. Καθε πορος αρχισε να γυαλιζει απο το υγρο μου πυρ.
Τεντωνοταν διαφανος και υγρος κι ολοτελα αναγλυφος κατω απ τα χερια και τα ποδια μου...
Ολοι οι ποροι μετα αρχισαν να τσουλανε ο ενας μες τον αλλο.
Πανδαισια αισθησεων και χρωματων...Τα κυτταρα στροβιλιζονταν σε ενα παραξενο βαλς...
Και κυλησα γλυκα στα στηθια της.
Εκανα γυρους σαν τρελος. Αρχισα να γλυφω με ολο μου το σωμα τις μεγαλες βελουδινες καφεροζ ρογες.
Μικρα σπυρακια τεντωναν τα μελη τους σε μενα. Και σιγα σιγα ολη κεινη η βελουδινη επιφανεια εγινε ενα βελος στραμμενη στον ουρανο.
Επιθετικη οσο τιποτε αλλο απο οσα μεχρι τωρα αντιμετωπισει.
Μα καθως ριγουσα στην μαλακη βελουδινη σαρκινη κοιλαδα ειδα ψηλα το προσωπο της αγαπημενης μου.
Με ματια κλειστα παραδομενη στα πεπλα του υπνου που και που βογγαγε.
Μεγαλες βλεφαριδες πυκνωναν τις σκιες κατω απο τα ματια.
Και καποια ανεπαισθητη της κινηση με εριξε σε εναν βαθυ αφαλο.
Εκει ο πατερας μου πολλες φορες ειχε αφησει καποια απο τα αδελφια μου.
Βρεθηκα ξανα προς τα πανω.
Ξαφνικα ο ερωτας με ειχε κανει να υπερβαινω των δυναμεων μου. Ενοιωθα σαν ενα τερας που δεν ξεδιψαγε ποτε...
Τσουλησα στα αυτια της.
Πλιτς. πλατς, εκανα με το σωμα μου. Την εκανα να ακουει την θαλασσα. Εγινα ενα κομματι απο θαλασσα.
Τωρα βογγαγε πιο δυνατα, οπως τοτε που ειχε στο στομα της τον πατερα μου....
Κι αφου εγινα νερο μετα εγινα αερας...
Φςςς, φςςς, εκανα μικρους ηχους με τα χερια μου.
Και οδηγημενος απο τον ερωτα μου για κεινην βρεθηκα εκει που βγηκα για πρωτη φορα.
Βρεθηκα στα μικρα χειλη ενος λοφισκου που ανασαινε ολος αλμυρα και σκοταδι.
Και καπου εκει ενα μικρο βουνο απο αμμο.
Αρχισα να τον ταρακουναω παρασυρμενος ολοτελα απο τα βογκητα που εκανε μες στον υπνο της ο κοιμισμενος μου ερωτας.
Ποτε γινομουν δυνατος και ποτε ιδρωμενος παλευα με το μικρο αυτο αναχωμα.
Δεν ειχα διαθεση καμμια για ανακωχη...
Ομως αυτη με μια αποτομη της κινηση με τραβηξε παλι μεσα.
Μεσα σε κεινο το μαλακο παραξενο σπιτι.
Και να η σπηλια με τους σταλαγμιτες...να ηχουν παραξενα τα υγρα του νερου...
Γλυστραγα καθως την ακουγα να φωναζει οπως κεινη την στιγμη που πρωτοεζησα.
Κι επιασα να φωναζω κι εγω...
Καθως ενοιωθα παντου τον σπαραγμο να με κυκλωνει και καθως διετρεχαν τα ποδια και τα χερια μου μεγαλοι σπασμοι βρεθηκα κοντα στον θανατο.
Υπηρχε διασπαρτη η οδυνη μου καθως την ενωνα με την δικη της.
Και πιο μεγαλη εγινε η οδυνη μου καθως μου ελειπε ο πατερας μου...
Εβλεπα πως διχως αυτον δεν μπορουσα να ενωθω απολυτα μαζι της.
Ομως αμεσως το προσπερασα οπως πριν προσπερασα ολα κεινα τα εμποδια...
Συντονιστηκα μαζι της και εσπασα.
Εσπασα σε χιλιαδες κομματακια που ενωθηκαν για λιγο με τα δικα της...
Ελαμψε η σπηλια απο χρωματα και φως...
Και προλαβα να με δω να διαλυομαι για παντα...Συνθεση, ανασυνθεση και πυρ...και εκρηξεις...
Απο κει και περα σταματησα να υπαρχω...



Γράφει η Πόπη Συνοδινού
http://press-gr.blogspot.com/2011/11/blog-post_7760.html
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...