`

Οι κωφάλαλοι & μονόφθαλμοι της γενιάς μου κυριαρχούν


Η γενιά του ’80
Μερικές λέξεις ουσίας, ένα στέρεο επιχείρημα και μια προσωπικότητα βγαλμένη από τα νερά της Στύγας -και ως εκ τούτου απρόσβλητη από την ευτέλεια των καθημερινών διαξιφισμών του πολιτικού μας προσωπικού και τις αιχμές διαπλοκής του δημοσιογραφικού κόσμου- αποτελούν την αναγκαία και ικανή συνθήκη για να αποδώσεις σε κάποιον την ιδιότητα της σωτήριας λέμβου!
Εν μέσω τρικυμίας αχαλίνωτης ανοησίας και ανήκεστης ανευθυνότητας, μονάχα αυτή μπορεί να μας βγάλει στη γαλήνια στεριά.
Κάπως έτσι αποτυπώθηκε στο μυαλό μου η παρέμβαση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος σε άρθρο του στην «Καθημερινή», κάλεσε το πολιτικό σύστημα της χώρας να σταματήσει τους μελοδραματισμούς και τα κλαψουρίσματα για την τάχα μου αντιδημοκρατική αναβολή των εκλογών και να επιτρέψει στον σημερινό Πρωθυπουργό να εξαντλήσει την τετραετία και να κυβερνήσει απερίσπαστος από μικροκομματικά παιχνίδια φτηνού επικοινωνισμού. Ο Τζαβάρας δήλωσε κατάπληκτος, στελέχη των κομμάτων μουρμούρισαν κάτι ακατάληπτα στις κατ’  ιδίαν συζητήσεις τους και ο παλαιοκομματισμός αφού κοιμήθηκε βαρύθυμος την Κυριακή, ξύπνησε με δευτεριάτικη διάθεση την επόμενη ημέρα συνεχίζοντας ακάθεκτος τους μεταπολιτευτικούς του εθισμούς.
Και, εδώ, που τα λέμε καλά κάνει. Όταν το αντίπαλο δέος του παλαιοκομματισμού σήμερα είναι ένας τουρλού αχταρμάς από τσαμπουκάδες των άκρων, κατσαπλιάδες και ντεμέκ επιχειρηματίες, δημοσιογράφους της συμφοράς, νοικοκυραίους του κεντρώου χώρου με μεταπτυχιακά και διδακτορικά στη φοροδιαφυγή,  Φωτόπουλους, Λυμπερόπουλους  και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, δεν υπάρχει σοβαρός άνθρωπος που να πιστεύει πως το τέλος εποχής του συστήματος αυτού πλησιάζει έστω και με αργούς ρυθμούς. Όπως δεν υπάρχει σοβαρός άνθρωπος ο οποίος να πιστεύει πως ο παλαιοκομματισμός της Μεταπολιτευτικής μας ιστορίας θα γκρεμιστεί εν μια νυκτί, και θα παραδοθεί αμαχητί στη μειοψηφία εκείνη της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αρθρογραφεί μαχητικά στο διαδίκτυο και στις εφημερίδες, σχολιάζει νυχθημερόν την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στα blogs και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, και ονειρεύεται άμεσες δημοκρατίες και επαναστάσεις στις πλατείες και τα καντούνια του Δήμου, εν μέσω θερινής νυκτός.
Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, η οποία βρίσκεται έξω από αυτό το πανηγυράκι του μη μου άπτου ελιτισμού και του ρηχού διανοουμενισμού, στις επόμενες εκλογές αφενός  θα ψηφίσει για μια ακόμα φορά ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και αφετέρου θα επιλέξει τον δρόμο της αποχής για να εκφράσει «και καλά» την αγανάκτησή της. Πρόκειται για την πλειοψηφία εκείνη, η οποία όταν ακούει το όνομα Σαμαράς στρογγυλοκάθεται στην πολυθρόνα της για να απολαύσει τις τσιρίδες και τα νάζια της αγαπημένης της τηλεπερσόνας.Είναι η πλειοψηφία εκείνη η οποία όταν διασταυρωθεί στο δρόμο με κάποιον μεγαλόσχημο πολιτικό υποκλίνεται με δέος μπροστά του  και σπεύδει να διηγηθεί στους συγγενείς και φίλους τις λεπτομέρειες από το αντάμωμα με την Αυτού Μεγαλειοτάτη. Είναι η πλειοψηφία εκείνη, η οποία ονομάζει την αγλωσσία λακωνικότητα και τα δείλαια ψελλίσματα πολιτική σεμνότητα και σπεύδει να χώσει τον αποβλακωτικό χαβαλέ και το ρηχό του επιχειρήματος κάτω από το χαλί του καλού, όμορφου και καταδεκτικού παιδιού, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκλογική της επιλογή.  Είναι η πλειοψηφία εκείνη η οποία  Κυριακή πρωί διαβάζει γεμάτη οργή το πρωτοσέλιδο του «Βήματος» για το colpo grosso της κατσαπλιάδικης επιχειρηματικής τάξης της χώρας και το μεσημέρι της ίδιας μέρας συμμετέχει σε συλλαλητήρια της αγαπημένης της ομάδας ζητώντας από την Πολιτεία να πάψει να ενοχλεί τον αρχικατσαπλιά που της υποσχέθηκε λαμπερές μεταγραφές.
Δεν την κατακρίνω, ούτε την απορρίπτω την πλειοψηφία αυτή. Μέρος της, ενδεχομένως, να είμαι και εγώ καθώς και αρκετοί από αυτούς εκεί έξω που σαν τη Μαντάμ Σουσού σουφρώνουν τα χείλη και ξινίζουν τις φτιασιδωμένες φάτσες τους κάθε φορά που στέκεται απέναντί τους ο χυδαίος λαουτζίκος. Με λίγα λόγια,  δεν ασχολείσαι με το «γιατί» η πλειοψηφία αυτή είναι έτσι καμωμένη και με το τι πρέπει να κάνεις για να την αλλάξεις. Αυτό που σε ενδιαφέρει, στην παρούσα φάση, είναι το πώς θα αλώσεις τον παλαιοκομματισμό και τις νοοτροπίες του σε επίπεδο ηγεσίας και το πώς θα επιτύχεις -μέσα από την ώσμωση του παλιού και του νέου- τη διαμόρφωση ενός γενναίου μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Όταν η ανεπίδεκτη παιδείας και μαθήσεως πλειοψηφία  δει ένα τέτοιο πρόγραμμα θα ακολουθήσει. Μπορεί να μην έχει τη θεωρητική κατάρτιση για να κατανοήσει τα συμφραζόμενα της πολιτικής διαδικασίας, έχει όμως το αίσθημα της αυτοσυντήρησης ακέραιο και ξέρει να ακολουθεί αυτόν που, ενδεχομένως, να τη σώσει. Το 1981 το αίσθημα αυτό έδωσε την πλειοψηφία στον πατέρα. Το ίδιο αίσθημα θα αφανίσει τον γιό και θα οδηγήσει την Πολιτεία σε άλλα μονοπάτια.
Προσπερνώ τον εφιάλτη της άλωσης του κράτους και των παλαιοκομματικών προπυργίων του από την επαναστατική «ψυχανωμαλία», όπως την ονομάζει ο Γιανναράς, της Εαμογενούς Αριστεράς και καταφεύγω στους συνήθεις ύποπτους. Τους συνομηλίκους της γενιάς του ‘80.
Να βγουν, λοιπόν, οι νέοι μπροστά και να στελεχώσουν τα υπάρχοντα κόμματα. Προς θεού. Δεν αναφέρομαι στους αφισοκολλητές των παρατάξεων και στα τσιράκια των εν ενεργεία βουλευτών στις κομματικές νεολαίες.
Αναφέρομαι σε νέους με αδιαμφισβήτητη  ικανότητα σκέψης και λόγου, με πιστοποιημένη αγχίνοια και υψηλό ήθος και, το κυριότερο, σε νέους με τυπικά προσόντα και δεξιότητες απαραίτητες για το πολιτικό εγχείρημα. Σε νέους που στέκονται σήμερα παροπλισμένοι, επειδή το υπάρχον σύστημα έχει μοιράσει τις θέσεις και τα οφίτσια του στους βραδύγλωσσους γόνους της κομματικής επετηρίδας. Σε νέους που δεν τολμούν να κάνουν το μεγάλο βήμα, επειδή φοβούνται  την ανώνυμη χυδαιότητα του διαδικτύου και τις λυσσαλέες επιθέσεις της κομματικής αργομισθίας.
Η είσοδος των νέων αυτής της ποιότητας στην πολιτική θα αποτελέσει και τη βασική προϋπόθεση για την έναρξη ενός γόνιμου και επί ίσοις όρων διαλόγου με όσους πολιτικούς της μεγαλύτερης γενιάς επιθυμούν να συμπράξουν στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Οι καλτσοδέτες, οι μπούληδες και τα μαμόθρεφτα του Λονδίνου δεν μπορούν να σταθούν απέναντι στο επιτακτικό των καιρών και να απαιτήσουν την όποια επαναδιαπραγμάτευση μαζί του. Η εμμονή των κομμάτων εξουσίας να προκρίνουν, στις τοπικές κοινωνίες, τους κωφάλαλους και τους μονόφθαλμους της γενιάς μου δικαιολογείται από το αίσθημα αυτοσυντήρησής τους. Θέλουν νέους χαμηλής πολιτικής στάθμης για να μπορούν να τους αναθέτουν τα θελήματα και να εκτονώνει ο κοσμάκης πάνω τους την αγανάκτησή του και αυτοί οι ακριβοθώρητοι με τα φιμέ παράθυρα και τους σεκιουριτάδες να καταλαμβάνουν τους υπουργικούς θώκους και να διοικούνε. Για να μπορούν σαν την ματρόνα του ρωμαίου Ιουβενάλη να ζητάνε τη σταύρωση του σκλάβου και να αποκρίνονται στον υπομονετικό σύζυγο που ξεστομίζει δειλά ένα «Μα γιατί; Τι έγκλημα έκανε ο άνθρωπος;»                                                                                                               
«Τι λες βρε μπούφο; Λες άνθρωπο έναν σκλάβο; Δεν με νοιάζει τι έκανε και τι δεν έκανε. Εγώ έτσι θέλω, αυτό διατάζω, η θέλησή μου είναι ο μοναδικός λόγος».
Και αυτή την ενός ανδρός αρχή, με τους λίγους εκλεκτούς και τα ακόμα περισσότερα πρόβατα επί σφαγήν και εκδοράν, κάποιοι την ονομάζουν Ελληνικό Κοινοβούλιο και Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Επιτέλους! Βρωμίζετε τις λέξεις!
Θέλουν κομπάρσους και σπιθαμιαίους της γενιάς μας για να μπορούν να ανανεώνουν την πολύτιμη, για την επιβίωσή, τους νομιμοποίησή και να εξακολουθούν να ηγεμονεύουν στα διεφθαρμένα πελατειακά τους δίκτυα. Και όσο εμείς στέλνουμε εκεί κάτω τους γενναίους του Μπρανκαλεόνε, τόσο αυτή η χώρα θα εξακολουθήσει να διοικείται από Αννούλες του χιονιά, Ομορφόπαιδα, Πετσάλνικους, Ροντούληδες και Τσίπρες. Όσο εμείς θα ανεχόμαστε τις κομματικές αρχαιρεσίες στις περιοχές μας και την ανάδειξη της κατά συρροήν βλακείας σε πολιτική πρόταση τόσο οι Κοριολάνοι του συστήματος θα νέμονται την εξουσία και ο απλός λαός θα ψελλίζει:
«Ποτέ δε νοιάστηκαν για μας. Μας αφήνουν να λιμοκτονούμε και οι αποθήκες τους (τράπεζες λέγονται σήμερα, αγαπητέ μου Σαίξπηρ) ξεχειλίζουν από στάρι. Σκαρώνουν νόμους για την τοκογλυφία που προστατεύουν του τοκογλύφους. Κάθε μέρα καταργούν και έναν δίκαιο θεσμό που θίγει τα συμφέροντα των πλουσίων και θεσπίζουν όλο και πιο αδίστακτα μέτρα που αλυσοδένουν και γονατίζουν τους φτωχούς. Αν δεν μας φάνε οι πόλεμοι, μας τρώνε εκείνοι». Ως πότε μωρέ Κοριολάνε θα σε ανεχόμαστε; Ως πότε;;;;;
*Ο Τάσος Φούντογλου είναι ειδικευόμενος νεφρολόγος στο Γενικό Νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...