«Το ρήμα μπαίνει πάντα στη δεύτερη θέση στην κύρια πρόταση.Μην
το ξεχάσετε ποτέ αυτό.Παράδειγμα:Ich bin Dimitra.Αν συνεχίσετε με
αυτόν το ρυθμό,τότε σε 2 χρόνια θα είστε έτοιμες για το εξωτερικό».
..για το εξωτερικό..και τι είναι 2 χρόνια..αν είναι να καταφέρουμε να έχουμε μια καλή ζωή μετά, τότε χαλάλι και τα 2 χρόνια…
Μήπως,
όμως, έτσι χαραμίζεις και όσα χρόνια έζησες εδώ; Όσα χρόνια
αγωνιζόσουν, διάβαζες, μοχθούσες για να αποκτήσεις προϋπηρεσία και
ένσημα πάνω στο αντικείμενό σου, και το κυριότερο: για να αποδείξεις ότι
και εσύ αξίζεις κάτι και ότι οι γονείς σου δεν στερήθηκαν τσάμπα για να
σε σπουδάσουν;…
…δεν ξέρω…
Ακόμα και η ίδια μου η μάνα έχει αρχίσει τα τελευταία 2 χρόνια να εξωτερικεύει – με διάφορες παραλλαγές – σκέψεις του τύπου: «γιατί
να ξεκινήσεις διδακτορικό εδώ; Στο Λονδίνο να πας.» ή «Στην Αμερική
παίρνουν τα καλύτερα μυαλά.» ή «Στο εξωτερικό δεν σε αφήνουν να φύγεις
από το Πανεπιστήμιο όταν δουν ότι είσαι καλός. Σε κρατάνε με παχυλό
μισθό…» ή…ή….
Το κεφάλι μου έχει γεμίσει από «υποχρεώσεις» –
ηθικές, περισσότερο – σε σχέση με το τι «όφειλα» να κάνω βάσει των
προσόντων και των επιδιώξεων μου, αλλά και των απαιτήσεων των τρίτων από
εμένα. Όμως, τα πάντα πλέον ρυθμίζονται με βάση την οικονομική
ορολογία. Την ορολογία της «Προσφοράς και Ζήτησης».
Και η ευτυχία;
Η Ευτυχία…δεν ανήκει στο λεξιλόγιο των Οικονομικών Επιστημών. « Η Κρίση ισοδυναμεί με την Ευκαιρία», επισημαίνουν οι αναλυτές (όχι με την Ευτυχία, θα προσέθετα…).
Κανένα ρόλο δεν παίζει πια η ψυχική ισορροπία του κάθε ανθρώπου; Αυτή που θα αποτελέσει τη θεμέλια λίθο της ευτυχίας…;
«Στην Αυστραλία δεν είναι πια τόσο εύκολο να πας. Η Πρεσβεία της ζητά συγκεκριμένο αριθμό ατόμων συγκεκριμένων ειδικοτήτων»… Αυτά τα «συγκεκριμένα», πραγματικά, δεν τα κατάλαβα ποτέ. Πώς ένα πτυχίο αποτελεί έναν «προσδιορισμό»
ταυτόσημο της ύπαρξής σου για όσο αυτή διαρκέσει (;!). Πώς ένα πτυχίο
μπορεί να αντικατοπτρίζει την αξία και την προσωπικότητα ενός
ανθρώπου(;!). Κάποτε θεωρούσαν ότι ο κάθε άνθρωπος έχει ευθύνη και
οφείλει να προσπαθεί να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα (όχι να
υπερεξειδικεύεται). Και αυτή η ευθύνη θα τον προσδιόριζε.
«Συνώνυμο
του Ολοκληρωμένος: Πολυπρισματικός, Πολυδιάστατος, Σφαιρικός», γράφει
το λεξικό. Ίσως να έπρεπε να έχει και μερικές φράσεις από την ασκητική
του Καζαντζάκη: «Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Άμα δε σωθεί εγώ θα φταίω».
Και όσοι αγαπούν την ευθύνη; Μπορούν να κουβαλήσουν στην πλάτη τους το φταίξιμο που έρχεται;
Μα
τι είναι αυτός ο «συγκεκριμένος» προσδιορισμός; Αυτό το
«κατηγορούμενο»; Γιατρός, δικηγόρος, εργάτης; Ένα όνομα είναι. Μπορεί
αυτό το όνομα να αντιπροσωπεύει την υπόστασή σου; Να είναι η ταυτότητα
που έχει σφραγιστεί επάνω σου;
Ο Σαίξπηρ – δια στόματος Ιουλιέτας –
κρατάει την απάντηση για περισσότερα από 400 χρόνια: «Και τι είναι ένα
όνομα; δεν είναι ούτε χέρι, ούτε πόδι, ούτε πρόσωπο, ούτε κανένα άλλο
μέρος που να ανήκει σε άνθρωπο.»
Δυστυχώς, όμως, θα πρέπει να
βασιστείς και να χτίσεις τη ζωή σου σε αυτό το όνομα. Ειδικά τώρα, που
αλλάζουν οι καιροί και μαζί αλλάζουν και οι ορολογίες. Τώρα που ανάμεσα
στους όρους: εργαζόμενος, άνεργος και άεργος έχει ξεπηδήσει και η νέα
έννοια του: «Working poor»…και ο νοών νοείτω.
Διαφέρει, ωστόσο,
ανάλογα με την ήπειρο και η ερμηνεία του όρου. Στην Αμερική, η κατηγορία
αυτή περιλαμβάνει τα άτομα που ξοδεύουν τουλάχιστον 27 εβδομάδες το
χρόνο ανήκοντας στο εργατικό δυναμικό (η έννοια «εργατικό δυναμικό»
περιλαμβάνει τόσο τους εργαζόμενους όσο και αυτούς που αναζητούν
εργασία!), αλλά των οποίων το εισόδημα βρίσκεται κάτω από το επίσημο
όριο φτώχειας. Στην Ευρώπη ένα άτομο εντάσσεται στην κατηγορία αυτή
ανάλογα με τα έσοδά του σε σχέση με το σχετικό όριο φτώχειας. Η
Αυστραλία δεν γνωρίζω ποια ερμηνεία υιοθετεί…
Δεν αποκλείω το να φύγω για λίγο. Αλλά για λίγο. Δεν
θέλω να πιστέψω ότι η Ιθάκη που αποζητούσα μέσω των επιλογών και των
κόπων μου θα είναι έξω από την Ελλάδα. Μπορώ να δεχτώ όμως ότι το «έξω»
αποτελεί τμήμα του «δρόμου», του ταξιδιού για την εύρεση της Ιθάκης…
Άλλωστε,
δεν το κρύβω ότι φοβάμαι τις ετικέτες. Και νιώθω, πως αν ακολουθήσω τη
μεγάλη φυγή, τότε κι εγώ η ίδια θα αρχίσω να μεταμορφώνομαι…το κεφάλι
μου θα μικρύνει πολύ, η μύτη μου θα μετατραπεί σε μυτερό ράμφος, το σώμα
μου θα αποκτήσει φτερά και πούπουλα με γκριζογάλαζες αποχρώσεις, μαύρες
κηλίδες και καφεκίτρινες ταινίες στα πλευρά, ενώ από την πλάτη μου θα
φυτρώσουν δύο κοντές και στρογγυλές φτερούγες – ήδη από τη γένεσή τους
«έντεχνα ψαλιδισμένες». Φοβάμαι να μη μετατραπώ στην «Πέρδικα της Σκύρος»,
της Έλλης Αλεξίου, που τόσο με έθλιβε όταν διάβαζα, ειδικά όταν έφτανα
στις φράσεις: «όλοι λέμε να’ χαμε φτερά να πετάμε, να μη μένουμε
καρφωμένοι σε τούτο τον ανήλιαγο τάφο, και τα βγάζουμε απ’ αυτούς που
τα’ χουν» ή να μην αποκτήσω την ετικέτα της «Γριάς»,
της χήρας του Κυριάκου, του διηγήματος. Μα μήπως έχω μεταμορφωθεί ήδη;
Εξαρτάται με ποιον τόπο συνδέει κανείς την έννοια του «ανήλιαγου τάφου»…
Κι
όμως…Δεν μπορεί να συμβαίνει από τώρα…Όχι ακόμα… ακόμα δεν νιώθω να
πνίγομαι και να εγκλωβίζομαι σε έναν αδιέξοδο «φωταγωγό». Ακόμα μπορώ
και χρησιμοποιώ τις «φτερούγες» μου. Ακόμα συνεχίζουν να μου δίνουν
δύναμη οι στίχοι του Εμπειρίκου. Ακόμα «είναι τα βλέφαρά μου διάφανες
αυλαίες. Όταν τ’ ανοίγω βλέπω μπροστά μου ό,τι κι αν τύχει. Όταν τα
κλείνω βλέπω μπροστά μου ό,τι ποθώ…»…ακόμα κάνω όνειρα…
Εδώ θέλω να μείνω. Και μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Και στα Όνειρά μου και στη Χώρα μου. Ή σε συνδυασμό: στη Χώρα των δικών
μου Ονείρων. Και γι αυτό ψάχνω δικαιολογίες. Για όλους και για όλα.
Ωραιοποιώ και στέλνω στα Τάρταρα ανάλογα με την περίσταση. Τι κι αν
αποτελώ και εγώ έναν εν δυνάμει Working Poor; Μήπως η ελληνική
κοινωνική τοιχογραφία της δεκαετίας ’55 – ’65 που αδρά σκιαγραφούσε η
Διδώ Σωτηρίου στο «Κατεδαφιζόμεθα» δεν ήταν παρόμοια με τη σημερινή; Κι,
όμως, τα κατάφεραν και άντεξαν…Είμαι σίγουρη πως ακόμη και εκείνη,
ξεπηδώντας μέσα από τις ταραγμένες σκέψεις μου, έτοιμη μετά από δική μου
παράκληση να με βοηθήσει νουθετώντας με, με την πείρα και τη σοφία που
τη διέκριναν, θα στεκόταν γεμάτη γλύκα δίπλα μου, έχοντας φορεμένο το
μπερεδάκι της με μια – όπως συνήθιζε πάντα – ελαφριά κλίση προς τα
δεξιά και με απόλυτη κατανόηση θα συνιστούσε: «…ψυχραιμία…Οὐκ ἐν τῷ
πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ».
και μέσα από αυτά τα λόγια θα ξεκαθάριζε το τοπίο και η απάντηση θα κυλούσε μονομιάς από το στόμα μου:
‘ ‘Ευτυχώς!
Ποτέ δεν έμαθα να ζητάω πολλά…!
Το μόνο «πολύ» που έμαθα στη ζωή μου, ήταν αυτό που συνόδευε πάντα το ρήμα «ΑΓΑΠΩ» και συντρόφευε, αγωνιζόταν και συμπορευόταν με τα πρόσωπα και τα όνειρα των δικών μου ανθρώπων.
Αυτό το «πολύ» θέλω για δικό μου «κατηγορούμενο» και αυτό το «ΑΓΑΠΩ» για δικό μου «προσδιορισμό». Αυτές οι δυο λέξεις σε συνδυασμό, θέλω να συνεχίσουν να με «συγκεκριμενοποιούν». Ακόμα και σε περίοδο «κρίσης»!’’
*Η
Δήμητρα Μαντζούκα είναι Υποψήφια Διδάκτωρ του τμήματος Γεωλογίας και
Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ με ειδίκευση στην Παλαιοντολογία –
Παλαιοβοτανική.
http://www.aixmi.gr/index.php/working-poor-prosdiorismoi-krishs/