Τέλειωνε η
Γεροκωστοπούλου
και έπεφτες πάνω
στο χάλκινο
τρούλο της
Παντάνασσας.
Με το τελευταίο σκαλί , που σου παιρνε την αναπνοή, ερχότανε αυτή η ομορφιά να σου κλέψει και τα μάτια. Σαν κοίταγες αυτό τον τρούλο να χάνεται μέσα στον ουρανό, να μπλέκεται στα σύννεφα, αγάλιαζες. Λες και ήτανε η σκέπη σου, και εσύ μια ψηφίδα στη φλούδα του, και ξεκινάγατε μαζί ταξίδι αναπάντεχο στο πέρα.
Τρία για τέσσερα στενά μετά , ήταν το μαγειριό που τρώγαμε. Της Κυρά Γιωργίας , της χήρας. Eπί της Αγίου Δημητρίου , στο νούμερο 23 . Για το νούμερο μπορεί και να σφάλω. Αυγά τηγανιτά και χόρτα η σπεσιαλιτέ, είχε όμως η χήρα και τα έκτακτα , είχε και τα επιπλέοντα. Υπόγειο το μαγειριό, μωσαϊκό στο πάτωμα, λίγα τραπεζάκια , καρέκλες, η κουζίνα και η χήρα. Μας μαγείρευε , ζούσαμε εμείς και ζούσε και αυτή. Καλή της ώρα, όπου και να είναι. Ήταν μεγάλη η αγκαλιά της.
Στο μαγειριό αυτό , σαν μπαίναμε είμαστε πουλιά. Πουλιά μπαίναμε και πουλιά βγαίναμε. Ο Βασιλάκης ο Κατραλής, ο Νιόνιος ο μαθηματικός, η Βάσω , η Χαρά, ο Ζωγραφόπουλος, ο Νίκος, ο Μήτσος, ο Χρήστος ο Μωάμεθ, ο Παναγιώτης, η Χρυσούλα, φίλοι πολλοί και καλοί. Καμιά φορά ερχότανε και πιάναμε και καμιά κιθάρα. Η ζωή τότε είχε χρώμα, άρωμα και γεύση. Μεθυσμένοι από τη γλύκα της ζωής, στιγμή δεν χάναμε. Τα σκαλάκια της Κυρά Γιωργίας, χορτάτοι τα κατεβαίναμε. Μιά ζωή λεβέντισα με εικόνες και βιώματα . Ενωμένες και οι αναπνοές και οι ιδρώτες μας. Τη ζούσαμε τη μέρα, τη γλεντούσαμε, ρουφούσαμε από το μεδούλι της και γλείφαμε και τα δάκτυλα μας, σαν το βραστό της χήρας , εκεί στο υπόγειο. Γράφαμε ό,τι θέλαμε, λέγαμε ό,τι θέλαμε και το τραγουδούσαμε. Εμείς εκεί φόβο, πάντως, δεν είχαμε. Μέρα και όνειρο, στιγμή και τραγούδι. Ο καημός μας ήταν που η μέρα θα τελείωνε και το βράδυ θα μας χώριζε, από μας, αλλά και απο την προσδοκία. Για λίγες ώρες, θα μου πεις. Σωστά. Μα και αυτό τον μικρό τον χωρισμό δεν τον θέλαμε. Και αφήναμε σημειώματα , στις κολώνες , στα κολλημένα άδεια πακέτα των τσιγάρων , στις μυστικές κρυψώνες, για την επαύριο και την αγάπη της.
Μετά πήραμε μια βαθειά αναπνοή και κάναμε ένα μεγάλο μακροβούτι. Ο καθένας μοναχός του . Που και που και δυό δυό βουτήξανε. Με τα δυνατά μας πόδια , τις πλάτες και τα χέρια κολυμπήσαμε. Μεγάλες απλωτές στην αρχή, με πίστη πως το ίσως , ίσως και να γίνει. Χαθήκαμε στη διαδρομή. Άπειρες οι ενδεχόμενες διαδρομές. Πόσες λίγες πιθανότητες είχε στα αλήθεια , η φλόγα να κρατηθεί; Ήρθαν μαντάτα, ήρθαν αρρώστιες, ήρθαν οι μοναξιές. Ήρθε και σβήστηκαν πολλά. Δεν έφυγε το όνειρο, η διαχείριση μας πείραξε.
Στράγγιξε μια ολόκληρη γενιά.
Όταν βγήκαν οι πρώτοι στην ακτή, είπαμε κάτι μπορεί να γίνει. Σημασία δεν είχε που σε ξέβγαλε, φτάνει που βγήκες. Μα είχαν αλλάξει πια πολλά. Άνοιγες και έκλεινες το στόμα και φωνή δεν έβγαινε. Ούτε ο αναστεναγμός ακόμα δεν ακουγόταν. Λάσπη και φύκια σε ρουθούνια και αυτιά. Μετά σιωπή. Σώπασε μια ολόκληρη γενιά. Μπήκαμε στην απομόνωση. Σε μικρά μικρά κουτάκια το ‘να δίπλα στ’ άλλο. Μα τον διπλανό σου δεν τον έβλεπες, ούτε και τον άκουγες. Φεύγανε οι μέρες βαριά. Και αρχίσαμε να χάνουμε. Ανθρώπους, όνειρα, αγάπες, ελπίδες. Αντί να ζούμε, αρχίσαμε να επιζούμε. Και σαν έφτανε το βράδυ , χαιρόμασταν καταβάθος. Μια μέρα γεμάτη προβλήματα και χρέη τέλειωνε. Θα κοιμηθούν, λέγαμε, λίγο τα βάσανα μας και μέχρι την άλλη δόση πάλι βλέπουμε, κάτι μπορεί να αλλάξει. Κλείναμε τα μάτια να μη δούμε τα αδιέξοδα.
Σβήσαμε ονόματα βαριά και προσπαθήσαμε να ξεχάσουμε. Μα δεν ξεχνιούνται και το ξέρουμε καλά. Αφού όσο ζούμε αναπολούμε και είναι αναμμένος ο καημός, δεν ξεχνιούνται. Αλλάξαμε σε πολλά. Μα είναι και πολλά που μείνανε τα ίδια. Να σηκωθεί, ένας να μου πει πως τα ίδια χέρια δεν θέλουμε να τα περάσουμε στους ίδιους ώμους. Ένας να μου το πει για να το παραδεχθώ. Χαθήκαμε μια στιγμή , μα από τότε έχουμε βρεθεί με όλους τους κτύπους της καρδιάς στα όνειρά μας. Στα ίδια μέρη να ξαναβρεθούμε και τα ίδια ονόματα να πούμε. Ένα μας λείπει ακόμα και πρέπει να το βρούμε. Να λέμε ό,τι θέλουμε και να γράφουμε ελεύθερα ό,τι θέλουμε. Τα μούτρα μας, σαν βλέπουμε στον καθρέφτη να λέμε »είσαι φίλε μου ωραίος» και να κατρακυλάμε τα σκαλιά τρέχοντας. Γιατί, στην επόμενη ακριβώς γωνία, εκεί αδιεξόδου και γιασεμιού γωνία, μας περιμένει μια τεράστια και σπουδαία συνάντηση που χρόνο δεν γνωρίζει. Όλοι εμείς, οι γνωστοί και οι άλλοι άγνωστοι γνωστοί, και Αυτή. Η ίδια η ζωή. Στης Κυρά Γιωργίας να ξαναπάμε.
[*Στην φωτογραφία ο Syd Barrett]
[*Στην φωτογραφία ο Syd Barrett]