`

Κι ας ήσουν καθαρματάκι...


Μεγάλοι καλλιτέχνες αλλά φτηνά καθαρματάκια. Ή απλώς άνθρωποι ατελείς, που οι ατέλειές τους μεγεθύνονται στα λαίμαργα μάτια της κοινής γνώμης γιατί είναι έτσι κι αλλιώς μεγεθυμένο το πρόσωπο μέσα από την δημοσιότητα, το ξεχώρισμα.
Με αφορμή το κείμενο του Δανίκα για τον Αγγελόπουλο, αλλά και την άρνηση και την δημόσια συμπεριφορά του Χριστιανόπουλου, άνοιξε και μία άλλη, παράπλευρη συζήτηση –για χιλιοστή φορά- για την ταύτιση ανθρώπου και έργου. Οι μεν έχουν ανάγκη να σκέφτονται πως οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι και μεγάλοι άνθρωποι. Φαντάζομαι πως το χρειάζονται ως παρηγοριά. Οι δε, πως δεν είναι υποχρεωτικό να ταυτίζονται ούτε καν στο ελάχιστο, να μένουμε στην τέχνη τους, να αφήνουμε τους φίλους τους και τους κοντινούς τους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται από τις παραξενιές του και τον κακοφορμισμένο τους ανθρωπισμό. Μία τρίτη κατηγορία τα έχει λύσει αυτά. Με το μαχαίρι του Αλέξανδρου – θα μου πεις- ναι, αλλά τα έχει λύσει. Λέει «δεν υπάρχουν πρέπει».
Σαν να είχα προβλέψει την συζήτηση, έξι μέρες πριν τον θάνατο του Αγγελόπουλου, έγραφα εδώ, στο «Έξω στο δάσος», αναφερόμενος στους καλλιτέχνες, πως «πολλές φορές γίνεσαι ο καλύτερος αγωγός ενός πράγματος, χωρίς εσύ να είσαι αυτό το πράγμα, χωρίς να ταυτίζεσαι μαζί του. Δεν είσαι ψεύτης, γίνεσαι». Σαν δολοφόνος που βοηθάει μια γριούλα να περάσει απέναντι στον δρόμο, σαν ληστής που τρέχει να δώσει αίμα μετά από τροχαίο και σώζει μια ζωή. Για την γριούλα και τον χτυπημένο είναι ένας καλός άνθρωπος, για τα θύματά του, προφανώς όχι. Συχνότατα βέβαια η κριτική στον άνθρωπο έχει να κάνει με τις δικές μας «φαντασιώσεις». Άλλο νομίζαμε, άλλο καταλάβαμε, άλλο θέλαμε, αλλιώς πιστεύαμε πως μας τα είπε. Όταν παρεκλίνει έστω ένα ποντάκι από αυτό που θα κάναμε εμείς στην θέση του –ή νομίζουμε πως θα κάναμε, γιατί ποτέ δεν θα είμαστε στην θέση του για να αποδείξουμε τα λεγόμενά μας- είναι ικανό να απελευθερώσει χολή σε μπετονάκια, να αποκαθηλώσει, να ακυρώσει έργο, να προσπαθήσει –μάταια- να σβήσει από τον χάρτη και την μνήμη τις μεγάλες του κατακτήσεις –στο χαρτί, στον δίσκο, στη σκηνή ή στο πανί- επάνω στο συμμάζεμα του προσωπικού μας χάους, ή στο να κάνει πιο υποφερτό τον βίο του τίποτα και των πάντων.
Ναι, νομίζω πως γίνεται, ένα από τα τιμήματα που πληρώνεις για να είσαι μεγάλος καλλιτέχνης να είναι ακόμη και ο μισανθρωπισμός. Από κάποια ζωή πρέπει να τρως κομμάτια για να θρέψεις μια άλλη ζωή. Από κάπου παίρνεις το αίμα που σου φουρτουνιάζει όλες τις φλέβες όταν κερδίζεις τον θάνατο στα σημεία. Δεν σε αθωώνει αυτό, δεν σου δίνει το δικαίωμα να συμπεριφέρεσαι σαν να σου χρωστάει όλη η πλάση, αντιθέτως αφήνει ακάλυπτη την φτέρνα σου και θα φας το βέλος που σου αναλογεί. Έστω, από τους λίγους που έκανες κακό. Από τους πολλούς, που κάποια στιγμή τους τράβηξες από τον κουβά με τα σκατά, θα δεχτείς το χειροφίλημα. Όχι όμως σαν προσωποποίηση τού καλού, αλλά σαν καλός αγωγός τού καλού, κάποτε, μέσα στην ζωή τους. Κι ας ήσουν καθαρματάκι…
Θα μου πεις, τι συνηγορία της αναντιστοιχίας είναι αυτή που επιχειρώ! Θα ρωτήσεις, δεν υπάρχουν μεγάλοι που ταυτίζονται με το έργο τους; Τι σημαίνει μωρέ αυτό; Ποιος κατέχει το απόλυτα ακριβές μηχάνημα του «ηλεκτρονικού ταυτιστή»; Και σε τελική ανάλυση, πώς μπορούν να ταυτιστούν το μεγαλείο και η ρώμη ενός ανθρώπου που νικάει τον χρόνο και τον θάνατο για λίγα δευτερόλεπτα, με εκείνον τον ατελή και φθαρτό ανθρωπάκο που γίνεται υπόκωφος ήχος, απόγευμα, σε κακοφωτισμένη υπόγεια διάβαση στην Δραπετσώνα;
Για να κλείσω με ένα πιο προσωπικό παράδειγμα, ο λατρεμένος μου και ίσως μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών, ο Ντοστογιέφσκι, δεν ήταν και ο καλύτερος πατέρας για τα παιδιά του- έστω, με βάση κάποιες μίνιμουμ κοινές παραδοχές περί «καλού πατέρα». Οι κακοί πατεράδες είναι ένα είδος αρκετά αποκρουστικό στην προσωπική μου κλίμακα αξιών. Λυπάμαι τα παιδιά του, λυπάμαι και το παιδί μου αν δεν τον γνωρίσει και δεν τον μελετήσει. Και τι να πω για τον Σελίν, των ρατσιστικών και φιλοναζιστικών εξάρσεων, που έγραψε ένα από τα συγκλονιστικότερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας».
Υ.Γ Για να προλάβω παρανοήσεις, ο Αγγελόπουλος ήταν η αφορμή γι’ αυτό το κείμενο και σε καμμία φράση δεν αναφέρομαι στον ίδιο, τον οποίο ούτε γνώριζα, ούτε είχα άποψη για τον άνθρωπο. Και είμαι και από εκείνους που υποστηρίζουν πως πέρα από την «υποχρεωτική» συναισθηματική προσέγγιση ενός έργου, υπάρχουν και κάτι αντικειμενικές αλήθειες, να! Σαν αγκωνάρια που δεν μπορούν να τα μετακινήσουν ούτε κατά ένα χιλιοστό οι πλακίτσες και τα ανεκδοτάκια για το πόσο αργός ήταν στα πλάνα του. 
Του Οδυσσέα Ιωάννου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...