Τώρα που γκρεμίζεται
με θόρυβο το παλιό,
τώρα που κάτι νέο αναλαμβάνει τα ηνία αναγκαστικά – με πόνο,
με αίμα αληθινό του
καθενός να ρέει
ακτάσχετα...
τώρα νοσταλγώ κάτι διαχρονικά δικό μας. Όπως όταν σε άκουγα να τραγουδάς, αρχόντισσα Δόμνα, και θυμόμουν τη γιαγιά μου που πάνω στις μεγαλύτερες χαρές, όταν περήφανη και ευδαίμων είχε συγκεντρώσει στο τραπέζι παιδιά και εγγόνια γύρω της, έπιανε αυθόρμητα να ψάλλει κάτι όμορφο· λεβέντικο έμοιαζε αλλά είχε μέσα κάτι τραγικό για την ανθρώπινη μοίρα. Κι όταν φεύγαμε μετά απ’ το σπίτι της, μας σφράγιζε πάντα μ’ εκείνο το υγρό φιλί στο μέτωπο – πάντα στο μέτωπο τα φιλιά των γιαγιάδων, μάλλον κάτι ξέρουν παραπάνω.
Τώρα να μας τραγουδήσεις, στη χώρα όπου κονταίνει η μνήμη αλλά μακραίνει το μνημόνιο, όπου είμαστε όλοι πρόσφυγες κι ας μη ξεριζωθήκαμε ποτέ από τον τόπο αυτό, όπως οι πρόγονοί μας.
Τώρα, που αντιστέκονται αχτίδες αισιοδοξίας. Υπάλληλοι που σηκώνουν ανάστημα στον πολιτικό προϊστάμενό τους και γνωρίζουν ότι κάπου υπάρχουν δικαστικοί να τον αντιμετωπίσουν όπως του αρμόζει – χωρίς το δίχτυ ασφαλείας της κομματικής στήριξης, για να τον σώσει κατά την ελεύθερη πτώση. Τώρα που οι Έλληνες εγκαταλείπουν μαζικά τους εκμαυλιστές που πλειοψηφούν, δυστυχώς, μέσα στις (μεγάλες) παρατάξεις. Αρνούνται να συμπαραχθούν πλέον με το «λαμόγιο», κι ας συστεγάζονταν ή συναγελάζονταν μέχρι πρότινος, υπό τον ίδιο πολιτικό φορέα.
Καμία συγγένεια δεν τους συνδέει με τον απατεώνα πολιτικό και τον σαδιστή υπάλληλο, κι ας τους είχαν εμμέσως εκθρέψει με την ψήφο τους κάποτε. Γιαούρτια και ύβρεις εκτοξεύονται επί δικαίους και αδίκους. Όμως μέσα στην υπερβολή, μέσα στην κοχλάζουσα αγανάκτηση, μέσα στην επικίνδυνη λογική της εφ’ όπλου λόγχης, όλοι εναντίον όλων, μια νέα σχέση διαμορφώνεται, καινούργιες νοοτροπίες, καινούργιοι άνθρωποι σπάζουν το τσόφλι – με τις οδύνες της αναγέννησης, με το βουβό κλάμα αυτών που δε φταίνε, αν οι διπλανοί… μαζί τα φάγανε.
Καθόμαστε όλοι μας λοιπόν, στο μεγάλο σουρεάλ τραπέζι της σύγχρονης Ελλάδας, της μετά Μνημόνιον χώρας: ο υπάλληλος που ενέκρινε τη χορήγηση επιδόματος τυφλού σ’ εκείνον που έβλεπε πολύ μακριά στην παρανομία, ο ιδιοκτήτης που αυθαιρέτησε για να βλέπει θάλασσα, ο άνεργος που ξεκινά να εργάζεται περιδεής αμειβόμενος με 300 ευρώ το μήνα, ο φορολογούμενος που επέλεξε να μην πληρώνει ευρώ και τον σώνει η συνήθης πια περαίωση, ο φιλήσυχος ήρωας της καθημερινότητας που παλεύει σε πείσμα του άγριου καιρού… Θα ερευνήσουμε σιωπηρά ή όχι τι πράξαμε, τι παραλείψαμε και τι ανεχθήκαμε. Όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά.
Εδώ να ήσουν κι εσύ, η γιαγιά με την οικογένεια όλη δίπλα σου, με παιδιά άσωτα ίσως και μακάρι μετανοημένα, στο λιτό τούτο γεύμα μας. Τώρα να γεμίσεις τα ποτήρια μας με κρασί και να τραγουδήσεις μετά κάτι απ’ τα παλιά, που τώρα περισσότερο από ποτέ το νοσταλγούμε.
Δόμνα μας, εκεί που σ’ έχουν καλέσει τώρα, τραγούδα κάτι για όλους εμάς· ηρωικό και συνάμα πένθιμο να μοιάζει.
Του Γ. Γερμανού
http://press-gr.blogspot.com/2012/03/blog-post_6506.html
με θόρυβο το παλιό,
τώρα που κάτι νέο αναλαμβάνει τα ηνία αναγκαστικά – με πόνο,
με αίμα αληθινό του
καθενός να ρέει
ακτάσχετα...
τώρα νοσταλγώ κάτι διαχρονικά δικό μας. Όπως όταν σε άκουγα να τραγουδάς, αρχόντισσα Δόμνα, και θυμόμουν τη γιαγιά μου που πάνω στις μεγαλύτερες χαρές, όταν περήφανη και ευδαίμων είχε συγκεντρώσει στο τραπέζι παιδιά και εγγόνια γύρω της, έπιανε αυθόρμητα να ψάλλει κάτι όμορφο· λεβέντικο έμοιαζε αλλά είχε μέσα κάτι τραγικό για την ανθρώπινη μοίρα. Κι όταν φεύγαμε μετά απ’ το σπίτι της, μας σφράγιζε πάντα μ’ εκείνο το υγρό φιλί στο μέτωπο – πάντα στο μέτωπο τα φιλιά των γιαγιάδων, μάλλον κάτι ξέρουν παραπάνω.
Τώρα να μας τραγουδήσεις, στη χώρα όπου κονταίνει η μνήμη αλλά μακραίνει το μνημόνιο, όπου είμαστε όλοι πρόσφυγες κι ας μη ξεριζωθήκαμε ποτέ από τον τόπο αυτό, όπως οι πρόγονοί μας.
Τώρα, που αντιστέκονται αχτίδες αισιοδοξίας. Υπάλληλοι που σηκώνουν ανάστημα στον πολιτικό προϊστάμενό τους και γνωρίζουν ότι κάπου υπάρχουν δικαστικοί να τον αντιμετωπίσουν όπως του αρμόζει – χωρίς το δίχτυ ασφαλείας της κομματικής στήριξης, για να τον σώσει κατά την ελεύθερη πτώση. Τώρα που οι Έλληνες εγκαταλείπουν μαζικά τους εκμαυλιστές που πλειοψηφούν, δυστυχώς, μέσα στις (μεγάλες) παρατάξεις. Αρνούνται να συμπαραχθούν πλέον με το «λαμόγιο», κι ας συστεγάζονταν ή συναγελάζονταν μέχρι πρότινος, υπό τον ίδιο πολιτικό φορέα.
Καμία συγγένεια δεν τους συνδέει με τον απατεώνα πολιτικό και τον σαδιστή υπάλληλο, κι ας τους είχαν εμμέσως εκθρέψει με την ψήφο τους κάποτε. Γιαούρτια και ύβρεις εκτοξεύονται επί δικαίους και αδίκους. Όμως μέσα στην υπερβολή, μέσα στην κοχλάζουσα αγανάκτηση, μέσα στην επικίνδυνη λογική της εφ’ όπλου λόγχης, όλοι εναντίον όλων, μια νέα σχέση διαμορφώνεται, καινούργιες νοοτροπίες, καινούργιοι άνθρωποι σπάζουν το τσόφλι – με τις οδύνες της αναγέννησης, με το βουβό κλάμα αυτών που δε φταίνε, αν οι διπλανοί… μαζί τα φάγανε.
Καθόμαστε όλοι μας λοιπόν, στο μεγάλο σουρεάλ τραπέζι της σύγχρονης Ελλάδας, της μετά Μνημόνιον χώρας: ο υπάλληλος που ενέκρινε τη χορήγηση επιδόματος τυφλού σ’ εκείνον που έβλεπε πολύ μακριά στην παρανομία, ο ιδιοκτήτης που αυθαιρέτησε για να βλέπει θάλασσα, ο άνεργος που ξεκινά να εργάζεται περιδεής αμειβόμενος με 300 ευρώ το μήνα, ο φορολογούμενος που επέλεξε να μην πληρώνει ευρώ και τον σώνει η συνήθης πια περαίωση, ο φιλήσυχος ήρωας της καθημερινότητας που παλεύει σε πείσμα του άγριου καιρού… Θα ερευνήσουμε σιωπηρά ή όχι τι πράξαμε, τι παραλείψαμε και τι ανεχθήκαμε. Όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά.
Εδώ να ήσουν κι εσύ, η γιαγιά με την οικογένεια όλη δίπλα σου, με παιδιά άσωτα ίσως και μακάρι μετανοημένα, στο λιτό τούτο γεύμα μας. Τώρα να γεμίσεις τα ποτήρια μας με κρασί και να τραγουδήσεις μετά κάτι απ’ τα παλιά, που τώρα περισσότερο από ποτέ το νοσταλγούμε.
Δόμνα μας, εκεί που σ’ έχουν καλέσει τώρα, τραγούδα κάτι για όλους εμάς· ηρωικό και συνάμα πένθιμο να μοιάζει.
Του Γ. Γερμανού
http://press-gr.blogspot.com/2012/03/blog-post_6506.html