Άτυχη γενιά η γενιά
μου. Και όχι επειδή
τη συντροφεύει
παντού και
εξαπανέκαθεν η
παντού και
εξαπανέκαθεν η
αέναη γκαντεμιά
του Μητσοτάκη,
ούτε επειδή ήπιε
γάλα εμπλουτισμένο
με ολίγη από
Τσέρνομπιλ.
Όλοι εμείς είχαμε την ατυχία να γεννηθούμε σε μια χαρισματική χώρα στην ιστορικά πιο διεφθαρμένη της περίοδο.
Εκτός κι αν αποδειχτεί ότι ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης μιζώσανε τον Περικλή για την ανάληψη της κατασκευής του Παρθενώνα, ότι ο Θεμιστοκλής ήταν Θεμιστοκλ-ΑΚΗΣ (το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι;) και τα υποβρύχια, σόρυ τις τριήρεις που χρησιμοποίησε στη Σαλαμίνα, του τις κατασκεύασε με απευθείας ανάθεση το ναυπηγείο του ξαδέρφου του, με την επωνυμία «Η ναυμαχία της Σαλα-μίζας», ή ότι οι παππάδες του ‘21 παράλληλα με το κρυφό σχολιό διατηρούσανε καμιά δεκαριά οφσόρ στην Κύπρο και το Μαυρίκιο.
Αν συμβεί αυτό υπόσχομαι ότι θα σωπάσω για πάντα και θα αυτολιθοβοληθώ στην κεντρική πλατεία του χωριού μου. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν παίζει ως σενάριο ούτε σε ταινία του τρισμέγιστου Τσακ Νόρις, μέχρι τότε θα συνεχίζω να υμνώ τη χώρα που εγώ, εσύ, ο Κουλούρης, ο γιος του ταχυδρόμου, ο Άκης, ο Μαντέλης και τα άλλα παιδιά κυκλοφορούμε το ίδιο ελεύθεροι στο δρόμο και απολαμβάνουμε τον ίδιο υπέροχο καυτό ήλιο. Τη χώρα που ο πράσινος ήλιος της Πασοκάρας και η μπλε ηλεκτρίκ φλόγα της ΝουΔου 30 γεμάτα χρόνια έκαναν τη ρεμούλα θυμιατό και τα σκατά λιβάνι.
Από παιδάκια δηλητηρίασαν τις ψυχές μας οι τσογλαναραίοι ψευτοεπαναστάτες του Πολυτεχνείου, νομιμοποίησαν στα μάτια μας την παρανομία, μας μύησαν στην ιεροτελεστία της πουστιάς και μας γαλούχησαν φυτεύοντας στις αθώες παιδικές καρδούλες το εμετικό τρίπτυχο πτυχίο-δημόσιο-μαντρί. Ενηλικιωθήκαμε με αυτούς μόνιμα παρόντες σε κάθε στιγμή της διαδρομής μας, γείτονες – μπάστακες στις ελεγχόμενες και προγραμματισμένες για χρεοκοπία γειτονιές της ζωής μας.
Είναι οι ίδιοι που τώρα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα, εκπέμπουν SOS για το δυσοίωνο μέλλον του τόπου και για να αφεθούν οι αμαρτίες τους πετάνε γιαούρτια στον Νταλάρα, φορώντας το μανδύα του πονεμένου και του αγανακτισμένου. Λησμονούν επιτηδευμένα ότι το κουπί για τα καμώματά τους, θα το τραβήξουμε εμείς οι νέοι και τα παιδιά μας. Φυσικά αποφεύγουν συστηματικά να απαντήσουν στο ερώτημα πώς γίνεται να πηδάνε τη γίδα και να τσούζει ο κώλος του τράγου…
Και για να μην αφήνω αναπάντητα ερωτήματα και κενά σημεία, να εξηγηθώ. Το τρίπτυχο πτυχίο-δημόσιο-μαντρί για το οποίο έκανα λόγο πριν, προέβαλε ως υπέρτατες αξίες στη δύσμοιρη νεολαία του μεταπολιτευτικού κράτους τις εξής κενές αθλιότητες και σαχλαμάρες:
- Την απόκτηση πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης, διότι ποιοι είμεθα εμείς που θα καταδεχτούμε να ασκήσουν τα παιδιά μας χειρονακτικά επαγγέλματα. Αυτά είναι για τον «δε θα γίνεις νεοέλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ».
- Το ιερό δισκοπότηρο της επαγγελματικής αποκατάστασης: Μια θέση στο θεάρεστο δημόσιο. Όποιοι βόλεψαν τα παιδιά τους εκεί, μπόρεσαν να αποδημήσουν εν ειρήνη για το δημιουργό. Οι υπόλοιποι λοιδορήθηκαν για χρόνια ως αποτυχημένοι, κορόιδα και μαλάκες με πατέντα και εξοστρακίστηκαν από το πάρτυ που στήσανε οι πρώτοι.
- Τον αλήστου μνήμης φασιστικό εκβιασμό του συχωρεμένου του Αβέρωφ: «Το αρνί που φεύγει από το μαντρί, το τρώει ο λύκος». Τουτέστιν προβατοποιηθήκαμε και υποχρεωθήκαμε εντελώς δημοκρατικά να ανήκουμε πάντα σε ένα μεγάλο κομματικό σχηματισμό, με τον εκφοβισμό ότι αν ποτέ λοξοδρομήσουμε θα μετατραπούμε σε κοκκινοσκουφίτσες που θα κατασπαράξει ο αιμοβόρικος λύκος του συστήματος.
Και πάνω που πειστήκαμε ότι οι καιροί άλλαξαν και ότι η χρεοκοπία γκρέμισε συθέμελα τον χάρτινο πύργο της διαρχίας, είδα προχθές 240 χιλιάρικα νοματαίους να ψηφίζουν καταβάλλοντας προβατόσημο 2 ευρώ το Βενιζέλο. Είδα επίσης το λάτρη της πρωθυπουργικής καρέκλας και της πολιτικής κωλοτούμπας Σαμαρά να χτυπάει τριαντάρια στα γκάλοπ. Και τέλος είδα τους ντεμέκ τζάμπα-αντιμνημονιακούς βουλευτές, ως γνήσια γίδια να βάζουν την ουρά στα σκέλια και να γυρίζουν και πάλι στη στοργική αγκαλιά του βοσκού τους, ολοκληρώνοντας το πισωγύρισμα. Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Εμείς και οι γείτονές μας…
Και τί γείτονες; Εμείς στα φτωχικά μας κι εκείνοι στις βιλάρες τους, αλλά γείτονες. Εμείς στην ανεργία κι εκείνοι στα κρυμμένα μύρια σε κρυφά χρηματοκιβώτια και μυστικές υπόγες των σπιτιών τους. Αλλά γείτονες. Εμείς να κλαίμε και εκείνοι να διασκεδάζουν με το μαρτύριό μας. Γείτονες που μας ελέγχουν, μας ντροπιάζουν, γεμίζουν σκουπίδια και βρώμα το μπαλκόνι μας. Ενοχλητικοί γείτονες που δεν σεβάστηκαν ποτέ κανένα ανθρώπινο δικαίωμά μας και δεν τήρησαν ποτέ κανένα στοιχειώδη κανόνα ομαλής γειτνίασης. Γείτονες, που όπως ισχύει και για τους συγγενείς, δεν τους επιλέξαμε, αλλά μας έτυχαν.
Χτύπησα την πλάτη ενός υπερήλικα παππούκα ασθενή μου στο νοσοκομείο τις προάλλες, ενημερώνοντάς τον για τη σαφή βελτίωση της υγείας του, επιχειρώντας να αποβάλλω το φόβο για την ασθένειά του. Εκείνος με κοίταξε στοργικά με το ρυτιδιασμένο, κουρασμένο του βλέμμα και όλο σοφία ψέλλισε : «Γιατρέ μου μια κακιά στιγμή να μη σε φοβίζει. Θα περάσει. Κακό γείτονα να μην έχεις παιδί μου…».