“Aσε μας, κοπέλα μου,
στον καημό μας. Είναι
που είναι μαύρη η
καρδιά μας, μέσα στην καταθλιψάρα όλοι, τι τα
θές και τα σκαλίζεις
τέτοια φονικά; Μεγάλο
το κακό. Τέρας ο φονιάς, κρίμα τα παιδάκια, κι ας...
ήταν κι εβραιάκια, τι έφταιγαν αυτά.
Τί άλλο να σου πούμε θες; Είναι και μακριά αυτή η πώς τη λες η Τουλούζη, είναι κι άσχετη με τα θέματά μας εδώ».
στον καημό μας. Είναι
που είναι μαύρη η
καρδιά μας, μέσα στην καταθλιψάρα όλοι, τι τα
θές και τα σκαλίζεις
τέτοια φονικά; Μεγάλο
το κακό. Τέρας ο φονιάς, κρίμα τα παιδάκια, κι ας...
ήταν κι εβραιάκια, τι έφταιγαν αυτά.
Τί άλλο να σου πούμε θες; Είναι και μακριά αυτή η πώς τη λες η Τουλούζη, είναι κι άσχετη με τα θέματά μας εδώ».
Όχι, μισό λεπτό. Μην φεύγετε, μην στέλνετε τά δάχτυλά σας ακόμα στο ποντίκι- και σ΄ ένα ακόμα καλομελετημένο (ή όχι) κείμενο για το «πώς θα βγούμε από την κρίση».
Όχι ακόμα.
Όχι ακόμα.
Πρέπει να μιλήσουμε για την Τουλούζη. Είναι ζωτικής σημασίας να μιλήσουμε για την Τουλούζη. Για το λουτρό αίματος που έληξε χτες, με την εκτέλεση του φονιά από τις ειδικές μονάδες παρέμβασης.
Φρέσκο αίμα, αίμα ιερέων, παλικαριών και νηπίων, έτρεξε στους δρόμους μιας φιλήσυχης πόλης της Γαλλίας, αίμα ποτάμι, τις τελευταίες μέρες. Κλάψανε χήρες στα κοιμητήρια της Γαλλίας, κλάψανε μάνες: Η μια μάνα χτυπιόταν μέσα στη μαντήλα της, στο τζαμί της Τουλούζης (ο γιός της, στρατιωτικός, που εκτελέστηκε από τον φονιά, ήταν μουσουλμάνος στο θρήσκευμα και υπηρετούσε σε επίλεκτη μονάδα του Γαλλικού στρατού),
Η άλλη μάνα αποχαιρετούσε τον άντρα της, το ραβίνο του σχολείου, και τα αγοράκια της, στο νεκροταφειο της Ναζαρέτ, όπου μεταφέρθηκαν για να ταφούν –κατ΄έθιμον- στη γή του Ισραήλ. Η μάνα των πεθαμένων παιδιών- έξι χρονών ήταν ο Αριελ και μόλις τριών ο Γαβριέλ. Ο εκτελεστής- τον είδαν- μπήκε μέσα πυροβολώντας, άρπαξε το μικρότερο, το τρίχρονο παιδί από τον γιακά, και το πυροβόλησε εξ επαφής. Λίγο αργότερα, σκότωνε και την κορούλα του διευθυντή, οκτώ χρονών κοπελίτσα. Μια κάμερα στο στήθος του απαθανάτιζε το «έργο του» στην ψηφιακή αιωνιότητα.
Ολα αυτά που οδήγησαν στο φονικό, της Τουλούζης, έχουν τις ρίζες τους σε γεγονότα που έχουν συμβεί πριν από πολύ, πολύ καιρό. Πογκρόμ, Ολοκαυτώματα, Μεσανατολικά, ένας κύκλος βίας που άνοιξε -στην πραγματικότητα- πριν χιλιάδες χρόνια, κι ακόμα δεν λέει να κλείσει, βρύσες το αίμα των αθώων στους δρόμους του κόσμου, μέχρι σήμερα. Μέχρι τώρα.
Κι ο φονιάς ένα θύμα ήταν. Καμιά αμφιβολία εντός μου δεν έχω. Ένα έντομο τυφλό, παγιδευμένο σ’ αυτό τον αιώνιο κύκλο μίσους και βίας.
Ναι, πρέπει να μιλήσουμε για την Τουλούζη.
Ναι, πρέπει να μιλήσουμε για την Τουλούζη.
Γιατί ξέρετε, αυτά που ζούμε όλοι, τώρα, δεν είναι μόνο το «τώρα» τους. Είναι πάντα και το «μετά τους». Και δεν εννοώ την Τουλούζη, ή την οποιαδήποτε Τουλούζη, ούτε την Αθήνα, ή την οποιιαδήποτε Αθήνα. Στα μοιραία μέρη του κόσμου απ΄όπου περνάει η φτώχεια, η προδοσία των ονείρων, ο στραγγαλισμός των παλιών ιδεών και των νέων ελπίδων, υπάρχει υπέδαφος πλούσιο να δεχτεί τα πιο τοξικά απόβλητα: Το μίσος του αδελφού για τον αδελφό, τον φθόνο του έχοντος λιγότερα για τον έχοντα περισσότερα. Χωρίς δικαίωση, χωρίς συγχώρεση, χωρίς φώς στις αδικίες, οι παλιές πληγές ανοίγουν ξανά και ξανά, μέσα σε σώματα νεανικά, σχεδόν νεογέννητα, που καμία μνήμη προσωπική δεν φέρουν από τα πρωταρχικά γεγονότα. Κι όμως, μια θολή μνήμη τους συνοδέυει, μια αίσθηση κυνικού δικαίου, μια μανία εκδίκησης που λάμπει στο βάθος σαν η μόνη δικαίωση για εγκληματικές πράξεις δεκαετιών, ή αιώνων.
Πρέπει να μιλήσουμε για την Τουλούζη. Και για το πού μπορεί να οδηγήσει το χαμένο δίκιο, όταν εξελίσσεται σε καρκινικό δολοφονικό μίσος.
Και τότε, η Τουλούζη δεν θα φαίνεται τόσο μακριά- ή τόσο άσχετη με τα «δικά μας».
Οποια κι αν είναι αυτά. Τα «δικά μας», εννοώ.
Και τότε, η Τουλούζη δεν θα φαίνεται τόσο μακριά- ή τόσο άσχετη με τα «δικά μας».
Οποια κι αν είναι αυτά. Τα «δικά μας», εννοώ.