Την κοίταγα σιωπηλά
κι εκείνη γελούσε και
μου έλεγε «διάβασε»,
έτσι μου έλεγε…
Φόραγε πάντα ένα
παλιό άρωμα, ήταν κάτι...
σαν γιασεμί, σαν θάλασσα,
ή σαν Πανσέληνος δεν θυμάμαι. Είχε την καλοσύνη, την υπομονή και την τρυφερότητα της γης. Έφερε τα χρόνια της από μακριά ως εδώ, στην Αθήνα. Όνειρα κι όνειρα. Δουλεύει πολύ. Kι αγαπάει τα παιδιά. Τους μαθαίνει γράμματα. Μέσα στη μικρή της κουζίνα, είναι πάντα τα παιδιά της γειτονιάς. Και τα διαβάζει. Και τους φτιάχνει ζεστή σοκολάτα. Και την αγαπάνε. »Τα παιδιά είναι το μέλλον, θέλω να είναι ελεύθερα» , έτσι λέει και φιλάει το παιδί της.
Πέρασε μέσα απ΄ τα η ζωή σαν άνεμος. Χάρισε και τα 54 χρόνια της στους ανθρώπους. Για να διαβάζουν, για να γράφουν μουσικές. Χαμογελούσε χωρίς να γελάει. Συχνά καθόταν μπροστά στο παράθυρο και διάβαζε. Ένιωθε μέσα στη σιωπή τα χρόνια να κυλάνε παράφορα. Σα μοίρες. Μιλούσε με πολλές ήσυχες κουβέντες. Κι ήταν πάντα εκεί για τους καημούς των άλλων. Και πάντα το χάδι της. Πάντα. »Τι γλυκό θέλεις να σου φτιάξω;» έλεγε και γέλαγε. Έτσι έλεγε. Κι είχε κι αυτά τα μαύρα μάτια να φέγγουν κατανόηση. Πηγαινοερχόταν στο σπίτι για να τα προφτάσει όλα. Κι όλα τα έκανε όμορφα. Κι αθόρυβα.
«Έλα αγάπη μου να παίξουμε», έτσι έλεγε. Τόσο ήσυχα. Και τα χέρια της είχαν μια δύναμη μαγική. Σαρωτική. Σαν το θαύμα της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο. «Σήμερα μικρό μου θα σε πάρω αγκαλιά και θα κοιμηθούμε μαζί». Έτσι έλεγε. Συχνά νόμιζες πως ήταν κάποια Βασίλισσα, φερμένη από έναν τόπο αλλούτερο, γεμάτο μουσικές, χρώματα και ήλιους. Αυτή όμως ήταν απλώς μια καλή γυναίκα. Και της κράταγες τα χέρια σφιχτά, γιατί καμιά φορά φοβόσουν μη φύγει. Γυάλιζαν τα μαύρα της τα μάτια σα να την είχαν αγκαλιάσει όλες οι αστραπές και οι χαλασιές του κόσμου. Ποτάμια ορμητικά αγάπης, πουλιά στα χρώματα του αναστεναγμού, γυάλιζαν μέσα στα μαύρα της τα μάτια. Κάποιες νύχτες, τα άστρα έλαμπαν πάνω της.
Ύστερα αρρώστησε πολύ. Κι έφυγε.
Για τη μητέρα μου…