`

Ταξίδεψες...στο Amsterpool...κι αλλού!


Κατέβηκες σε ένα 
υπόγειο.Το κατάστημα φρεσκοχτισμένο.Έτσι φαινότανε.Μπορεί να 
είχε κάνει απλώς μια ανακαίνιση. Και ω μα 
τον Δία! Κατέβηκες 
100μ κάτω από τη γη.
Εκεί που διαδραματίζονται πολλά. Γιατί στην ανακαίνιση είχαν φτιάξει έναν χώρο που ήταν ηλιόλουστος στα βαθιά. Είχε δέντρα. Είχε φως. Τίποτα από αυτά δεν ήταν σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό αληθινά. Οι κακοτεχνίες φαινόντουσαν με μια πιο προσεκτική ματιά.
Το θέαμα όμως καλό. Δεξιά αριστερά σε περιτριγύριζε χώμα και είχες την αίσθηση ότι βρισκόσουν στην επιφάνεια. Λίγο αν δεν έδινες σημασία στις κακοτεχνίες, τότε θα ήσουν βέβαιος πως πρόκειται για τεχνολογικό αριστούργημα και θαύμα. Αλλά είπαμε. Οι κακοτεχνίες ήταν φανερές.
Μέσα στον χώρο σε έπιανε ένα τρέμουλο. Το ασανσέρ ήταν η μόνη έξοδος διαφυγής. Το οικοδόμημα ίσως σαθρό. Σε έναν ενδεχόμενο σεισμό δεν προλάβαινες να ανέβεις 30 ορόφους για να βγεις από το κτίριο. Οπότε ή ανέβαινες πριν τον σεισμό ή καθόσουν κάτω. Το δέλεαρ ήταν μεγάλο εκεί κάτω. Ένα κορίτσι κοντά στα 25 που σε φίλησε βιαστικά και έφυγε. Ήρθε και ένα άλλο. Έμοιαζε με το προηγούμενο. Γλυκές υπάρξεις. Βλέμμα που σκοτώνει. Τρυφερότητα στο φίλημα. Τα χείλια έσταζαν μέλι και εσύ το γιαούρτι έτοιμος να φαγωθείς. Κουταλιά κουταλιά.
Φοβήθηκες πως όταν συναντηθούν και οι δύο που σε φίλησαν θα τις χάσεις και τις δύο. Αποφάσισες να φύγεις. Βγαίνοντας στο κλιμακοστάσιο κοίταξες από την χαραμάδα που αφήναν οι κακοτεχνίες που λέγαμε. Το βάθος του κτιρίου μόλις 10 με 15 μέτρα. Τελικά οι κακοτεχνίες και η προπαγάνδα σε κάναν να πιστέψεις πως είσαι 100 μέτρα βαθιά στη γη.
Στο ασανσέρ συνωστισμός. Ο φόβος του σεισμού πάντα στο μυαλό. Η γλυκιά ύπαρξη σε έχει ακολουθήσει. Δεν έχει σημασία ποιά από τις δύο. Ούτως ή άλλως αυτό που χρειάζεσαι είναι δύο κολλημένα χέρια πάνω σου. Δύο φιλιά και ένα βλέμμα να σου λέει πως είσαι ποθητός. Αυτό που χρειάζεσαι είναι να ακουμπήσεις την ανάγκη του άλλου πάνω στην δικιά σου. Σε ακούμπησε στην μέση. Χάιδεψε τη ραχοκοκαλιά. Ανέβηκε το χέρι στο σβέρκο. Ψηλάφισε το τριχωτό και έσπρωξε το κεφάλι σου προς τα χείλη της. Είχες αποφασίσει πλέον να δώσεις χώρο σε άλλους για το ασανσέρ. Θα ανέβαινες μετά. Όσο χρόνο και αν σου έπαιρνε. Ο φόβος του σεισμού εξαλείφθηκε αλλά πάντα υπάρχων στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Σε εκείνο το μέρος όπου το απαλό της χέρι θρυμμάτιζε το μυαλό σου. Η γλώσσα ακούμπησε τη δικιά σου. Έχασες την αίσθηση του χρόνου. Δεν είχε σημασία ο χρόνος. Σταμάτησε για να ακουμπήσουν οι δύο γλώσσες. Η μία χάιδευε και αγκύλωνε την άλλη.
Το στήθος της πηγαίο σημείο αναφοράς του αγγίγματός της σε ακούμπησε και σε βύθισε σ' αφράτα μαξιλάρια. Ένιωσες το σώμα σου να τρέμει. Το μπλουζάκι ίσα που συγκρατούσε αυτόν το όγκο. Και δεν ήταν μεγάλο. Κάθε άλλο. Ήταν ιδανικό. Τα χέρια σου αγκάλιασαν αυτό το πλάσμα. Αυτό που έχει στοιχειώσει τα όνειρά σου. Έκλειναν μέσα τους τη γη ολάκερη. Προστάτευαν ότι πολύτιμο είχαν φανταστεί. Ήταν πλήρη.
Ανέβηκες επάνω. Η διαδρομή στο ασανσέρ είχε απλά συνωστισμό. Καινούριο κατάστημα γαρ και τα πρόβατα τρέξαν να το χρηματοδοτήσουν. Είχε νυχτώσει. Σου είχε λείψει ήδη το μυθικό σκηνικό του υπογείου. Τα δέντρα και ο ήλιος. Οι κακοτεχνίες και η προστατευμένη περιοχή είχαν διαγραφεί αυτόματα από το μυαλό σου. Η κοπέλα όχι. Είχε μείνει κάτω. Αποφάσισες να μείνεις επάνω.

Μια διαπίστωση που έχεις κάνει στην Εστία εδώ και κάποιο καιρό είναι ότι στο σπίτι 14 κανείς δεν κοιμάται τα βράδια. Απλά, άλλοι κάνουν περισσότερη φασαρία κι άλλοι λιγότερη. Προχθές το βράδυ (Παρασκευή) λοιπόν, κατεβαίνεις κατά τις 12.30 στην κουζίνα να φτιάξεις ένα σάντουιτς και να πιεις λίγο νερό.
Εκεί πετυχαίνεις 2 Κορεάτες και 3 Ινδούς (δηλαδή τον Κορεάτη συγκάτοικο, έναν από τους Ινδούς συγκατοίκους και μερικούς φίλους του) να τα πίνουν. Συγκεκριμένα έπιναν ένα Κορεάτικο ποτό, που είναι μεταξύ κρασιού και βότκας (στο περίπου) και φτιάχνεται από δαμάσκηνα (!).
Προσφέρθηκαν να σε κεράσουν ένα ποτήρι κι εσύ δέχτηκες. Βέβαια το ένα ποτήρι έγινε δύο, στο μεταξύ ήρθε και μια φίλη των Ινδών, μετά έβγαλαν και τις μπύρες από το ψυγείο, μέχρι να τελειώσει το αλκοόλ η ώρα είχε πάει 3.30...
Το ποτό συνοδευόταν από γαριδάκια και... αποξηραμένα φύκια! Το σχήμα τους ήταν τετράγωνες και λεπτές φέτες σαν αυτές του ζαμπόν για τοστ, μόνο που κάθε φέτα αντί για ζαμπόν είχε πατικωμένα φύκια.
Για όσους δεν έχετε φάει, στη γεύση είναι περίπου σαν τα αποξηραμένα βατραχοπόδαρα όπως είπε η Ινδή, αλλά επειδή εγώ δεν έχω φάει βατραχοπόδαρα και δεν ξέρω αν έχει δίκιο, σας λέω ότι είχαν την γεύση που φαντάζεστε ότι μπορεί να έχουν τα αποξηραμένα φύκια. Δεν ήταν κακή, αλλά δεν ήταν και να το παρακάνεις. (Για να είμαι ειλικρινής, κάτι μου θύμισε, προς θαλασσινό, αλλά δεν μπορώ να το προσδιορίσω.)
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης που επίσης συνόδευε το ποτό (με έντονα στοιχεία εκδίκησης προς την Αγγλική γλώσσα), έγινε ευρεία ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων. Μάθαμε πως στα Κορεάτικα ο μεθυσμένος λέγεται ‘τσιέσα’, ενώ στα Ινδικά ‘μπέουντα’ (και ο πολύ μεθυσμένος ‘μπάκα μπέουντα’).
Εγώ τους έμαθα τα ‘λιώμα’ και ‘σκνίπα’ (κυρίως γιατί ήταν αυτά που μπορούσα να τους εξηγήσω ευκολότερα).
Στα πιο σοβαρά, έμαθα ότι οι νεότεροι Κορεάτες σερβίρουν τους μεγαλύτερους κρατώντας το μπουκάλι και με τα 2 χέρια, ως ένδειξη σεβασμού, ενώ όταν πίνουν μπροστά σε μεγαλύτερους συνηθίζεται να στρίβουν το κεφάλι στο πλάι, για να αποφεύγεται η βλεμματική επαφή.
(Τώρα, αν αυτό το κάνουν μόνο οι γυναίκες ή και οι άντρες δεν το κατάλαβα, γιατί έχασα αυτό το σημείο της συζήτησης).
Στην Ινδία από την άλλη, εκτός του ότι υπάρχουν περιοχές που η πώληση αλκοόλ απαγορεύεται εντελώς, οι νέοι δεν επιτρέπεται να πίνουν μπροστά στους γονείς τους. Είπα να τους πω κι εγώ ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει στην Ελλάδα και το μόνο τελετουργικό που έχουμε είναι να τσουγκράμε τα ποτήρια με τόση φόρα ώστε να χύνεται το μισό περιεχόμενό τους στο τραπέζι, αλλά σκέφτηκα ότι θα τους στεναχωρήσω.
Στο θέμα της μαγειρικής, προσπαθούσαν να συμπεράνουν ποιανού η κουζίνα είναι πιο πικάντικη, οπότε προσφέρθηκα να τους λύσω την απορία δίνοντας τα πρωτεία στην Ινδική. Σκέφτηκαν μάλιστα να κάνουν διαγωνισμό με εμένα για δοκιμαστή, ως ουδέτερο, αλλά μετά πρέπει να είδαν ότι το βλέμμα μου αγρίεψε και το έκοψαν εκεί.
Όσον αφορά τα οικονομικά, για τους Κορεάτες η Αγγλία είναι τόσο ακριβή όσο και για τους Έλληνες, (δηλαδή το ευρώ και το Κορεάτικο νόμισμα είναι ισοδύναμα). Για τους Ινδούς όμως η ζωή στην Αγγλία είναι έως και 80 φορές πιο ακριβή (!), για αυτό και αναγκάζονται να δουλέψουν.
Μιας και το ‘χαμε ξανασυζητήσει, φίλε μου, κανείς τους δεν προέρχεται από πλούσια οικογένεια, ούτε έχουν υποτροφία. Αυτό είναι αξιοσημείωτο, γιατί όλοι σπουδάζουν στη σχολή του management, όπου τα δίδακτρα είναι διπλάσια σε σχέση με τα δικά μου και πολλαπλάσια για όσους προέρχονται από χώρες εκτός Ε.Ε. (Ίσως βέβαια με την Ινδία να ισχύει ό,τι και για την Ε.Ε., αλλά και πάλι τα λεφτά είναι πολλά.)
Ενώ εγώ σοβαρεύω το κείμενο όσο περνάει η ώρα, το αντίθετο συνέβαινε με τη συζήτηση. Λίγο η επίδραση του αλκοόλ, (ειδικά ένας Κορεάτης είχε γίνει τσιέσα, μπέουντα, σκνίπα), λίγο το κέφι της παρέας, ρίξαμε πολύ γέλιο.
(Ποιος να μου το ‘λεγε μια εβδομάδα πριν ότι θα τα έπινα με τους Ινδούς στην κουζίνα και θα κάναμε και αστειάκια)...Είπαμε να το καθιερώσουμε και να μαζευόμαστε κάθε Παρασκευή. Έτσι κι αλλιώς, αν έχουν σκοπό να μαζεύονται εγώ από τη φασαρία δεν πρόκειται να κοιμάμαι, οπότε καλύτερα να συμμετέχω στην φασαρία παρά να σπάνε τα νεύρα μου. Από ό,τι κατάλαβα μάλιστα, δεν είναι η πρώτη φορά που έτυχε να συναντηθούν στην κουζίνα.

Αυτά την Παρασκευή. Πάμε τώρα στο Σάββατο.
Και μιλάμε για ένα Σάββατο ψιλογαμάτο...
Συνήθως το Σάββατο το βράδυ δεν βγαίνω. Είτε στην Ελλάδα είτε εδώ, αυτή η λαοθάλασσα που πάει και στριμώχνεται ασφυκτικά σε μπαρ και κλαμπ κάθε Σάββατο ποτέ δεν ήταν του γούστου μου. Ωστόσο χθες μου τηλεφώνησαν η Σέρκοβακι ο Στόλης, για να βγούμε και αφού είχα καιρό να τους δω είπα να κάνω κι εγώ μια φορά το πείραμα.
Αν και στα λιμάνια, τα βράδια πάντα υπάρχει μια σχετική κίνηση κόσμου στους δρόμους μέχρι αργά (σε αντίθεση με τις περισσότερες πόλεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες), το Σάββατο γίνεται ο χαμός.
Ειδικά όσο πλησιάζει κανείς προς το κέντρο και πυκνώνει ο κόσμος, τόσο πιο καρναβάλι γίνεται η κατάσταση. Νεράιδες, λαγουδάκια, νοσοκόμες, είναι οι συνηθισμένες αμφιέσεις. Γενικότερα το ντύσιμο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συντηρητικό (νομίζω το πιάσατε το υπονοούμενο).
Κατά τη μία που έφτασα εγώ στο κέντρο, ήδη αποχωρούσαν οι πρώτες τσιέσα και οι πρώτοι μπέουντα. Μια μάλιστα, αφού παραλίγο να πέσει πάνω μου, αποφάσισε μετά να μου πιάσει την κουβέντα όλο χαμόγελα. Όχι ότι θα καθόμουν, αλλά δεν μου πολυάρεσε το βλέμμα αυτού που τη συνόδευε και είπα να προχωρήσω.
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο της Σαββατιάτικης νυχτερινής ζωής του Amsterpool, είναι η αστυνόμευση. Σε κάθε γωνία, μα σε κάθε γωνία, από τους κεντρικούς πεζόδρομους, υπήρχε ένα αστυνομικό βαν με τουλάχιστον 3 αστυνομικούς. Επίσης, όταν πλέον φεύγαμε, είδαμε και 2 με εκπαιδευμένα λυκόσκυλα. (Ήθελα να ‘ξερα τι ακριβώς είναι εκπαιδευμένο το λυκόσκυλο να κάνει; Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να μάθουμε.) Κάπου ψηλά στο σκοτάδι θα πέταγε λογικά και το αθόρυβο ελικόπτερο της αστυνομίας. Μόνο οι έφιπποι έλειπαν.
Φτάνω στο μαγαζί. Μια σχετικά μεγάλη ουρά στην πόρτα περιμένει να μπει μέσα. «Ωραία, δέσαμε», σκέφτηκα. Αναρωτήθηκα κιόλας αν θα με αφήσουν οι πορτιέρηδες να μπω γιατί δεν ήμουν κυριλέ ντυμένος, αλλά ευτυχώς δεν υπήρξε τέτοιο πρόβλημα. Λίγο πριν φτάσω στην πόρτα, ένας από τους 3 πορτιέρηδες διαπληκτίστηκε με ένα νεαρό από μια παρέα παραδίπλα. Ο «καυγάς» τέλειωσε με μια σπρωξιά από την «ντουλάπα» που έστειλε το νεαρό 2 ζαρντινιέρες παραπέρα (κυριολεκτικά). Αυτός και η παρέα του την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια, αφού είπαν 1-2 «κουβεντούλες».
Μπαίνοντας μέσα, μου ήρθε πρώτο πρώτο ένα κύμα ζέστης. Ανεβαίνοντας στο πατάρι μου ήρθε και το πρώτο κύμα μπόχας, πιθανότατα ιδρώτας σε συνδυασμό με ζεσταμένη μπύρα (και ποιος ξέρει τι άλλο). Το μαγαζί ήταν ωραίο, η μουσική ήταν μέτρια, αλλά, όπως μου είπαν οι υπόλοιποι, πριν έρθω ήταν πολύ καλύτερη. Η ώρα στο μαγαζί πέρασε ευχάριστα χωρίς να συμβεί τίποτα ιδιαίτερο. Αξίζει μόνο να αναφέρω κάτι που είναι συνηθισμένη πρακτική στο Amsterpool (και στην Αγγλία γενικότερα υποθέτω), αλλά εμένα με μπερδεύει πολύ.
Για να καθαρίσουν τα τραπέζια, πάγκους κλπ, στα περισσότερα μαγαζιά χρησιμοποιούν ένα υγρό σαν Azax που απλά το απλώνουν πάνω στο τραπέζι. Το πρόβλημα είναι ότι το υγρό αυτό κολλάει, σαν να έχει χυθεί κάτι στο τραπέζι. Εμένα, λόγω συνήθειας, όποτε ακουμπάω κάπου και κολλάει, το μυαλό μου πάει στο δεύτερο και τελικά δεν ξέρω πού να ακουμπήσω, με αποτέλεσμα να το αποφεύγω γενικότερα.
Από το μαγαζί φύγαμε λίγο πριν τις 3.00 και αφού περπατήσαμε λίγο στο κέντρο παρακολουθώντας τους μεθυσμένους να παραπατάνε από δω κι από κει, πήραμε να φάμε κάτι στο χέρι και γυρίσαμε στο σπίτι της Σέρκοβας και του Στόλη.
Αφού φάγαμε, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Η ώρα ήταν 4 παρά κάτι και είχε ήδη αρχίσει να ξημερώνει. Περπατώντας προς το Πανεπιστήμιο, είδα την πιο σουρεαλιστική σκηνή στη ζωή μου μέχρι στιγμής. Κατ’ αρχάς, αυτό που εμείς κάναμε εντός του σπιτιού, οι υπόλοιποι το έκαναν στο δρόμο.
Παντού τριγύρω ήταν σκορπισμένες συσκευασίες φαστφουντάδικων και αποφάγια και δίπλα τους οι τελευταίοι παραπαίοντες ξενύχτηδες. Ο ουρανός είχε μισή ντουζίνα αποχρώσεις του μπλε, από τουρκουάζ (εγώ τιρκουάζ το ήξερα, αλλά το λεξικό του Word το βγάζει λάθος) στην ανατολή ως βαθύ μπλε στη δύση.
Την παράσταση όμως έκλεβαν περίπου 30 γλάροι (τουλάχιστον), οι οποίοι είχαν κάνει «έφοδο» στο κέντρο της πόλης και έκαναν βουτιές προς τα αποφάγια! Ειλικρινά λυπάμαι που δεν έχω φωτογραφίες ή βίντεο από τη σκηνή. Είχε γεμίσει ο τόπος γλάρους! Όπου κι αν κοιτούσες έβλεπες τις λευκές τους σιλουέτες και έπρεπε να προσέχεις για να μην σου έρθει κανένας στο κεφάλι καθώς βουτούσαν.
Οι γλάροι στο Amsterpool και μάλιστα μακριά από τη θάλασσα δεν είναι κάτι ασυνήθιστο, αλλά όχι σε τέτοιους αριθμούς. Η αντίθεσή τους με τα κτίρια του κέντρου της πόλης ήταν τέτοια, που έχανες λίγο την αίσθηση του χώρου. (Τα κτίρια έμοιαζαν λίγο ψεύτικα για ψαροχώρι.)
Αφού τους χάζεψα για λίγο, άφησα πίσω μου το κέντρο και συνέχισα το δρόμο μου προς την ανατολή, ελπίζοντας να έχω πέσει για ύπνο πριν ξεμυτίσει ο ήλιος...

(Αυτό το πράγμα, να ξημερώνει πριν τις 5 και να νυχτώνει μετά τις 10 έχει καταντήσει εκνευριστικό. Δεν μπορείς να το ευχαριστηθείς το ξενύχτι έτσι. Ξέρετε τι είναι να γράφεις μια εργασία, να τελειώνεις κατά τις 5.30 και εκεί που πας να πέσεις για ύπνο να κοιτάς έξω και να είναι μέρα; Άντε να κοιμηθείς μετά.)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...