Καίγομαι-καίγομαι,
ρίξε και άλλο
λάδι στην φωτιά,
πνίγομαι-πνίγομαι
πέτα με σε
θάλασσα βαθιά.
Αυτό ήταν το
τροπάριό της.
Με τα μεγάλα
γκριζοπράσινα
μάτια της...
ανοιγμένα προς την φωτογραφία του μοναχογιού της, χωρίς μαντήλι, μοιρολόγια και σταυρούς, η γιαγιά Καλλιόπη έψελνε από το πρωί της μεγάλης Τρίτης τούτο το ρεμπέτικο τραγούδι.
Αγαπημένη εξαδέρφη του παππού μου, κόρη από αδερφή του πατέρα του, στα ογδόντα και, χήρα από καιρό, καθόταν όλη την μεγάλη Τρίτη σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι, έβγαζε από το μεσοφόρι της ένα σακούλι καπνό και τον έστριβε σε ροζ χαρτάκια. Ύστερα σήκωνε το δεξί της φρύδι, κοιτούσε για ώρα μια την φωτογραφία του Χαρίλαου, μια τις φλόγες της φωτιάς και κάπνιζε αργά μες τη σιωπή της.
Διαφορετική από τις υπόλοιπες γυναίκες της ηλικίας της, με έναν αέρα αλλόκοτα ελεύθερο σχεδόν ανυπότακτο, είχε σταθεί σε όλη της τη ζωή μακριά από το τρίπτυχο των αξιών της πατρίδος, της θρησκείας, της οικογένειας. Θρήσκα δεν υπήρξε ποτέ. Δεν πίστευε σε αγίους, ούτε έκανε τον σταυρό της. Οι κοινωνικές της υποχρεώσεις από χρόνια ήταν ελάχιστες και από τότε που πέθανε το παιδί της λίγο νοιαζόταν για τις μαζώξεις των συγγενών γύρω από τα εορταστικά τραπέζια. Μόνο με τον παππού μου είχε κρατήσει επαφή και κάθε που αποχωρίζονταν την έπιανε ένας μικρός καημός καθώς έπεφτε στην αγκαλιά του. Λίγο πριν πεθάνει με κάλεσε στο σπίτι της. Παραξενεύτηκα μιας και την έβλεπα πολύ αραιά. Να πας και να την ακούσεις δίχως να την κρίνεις, μου ’πε με συγκίνηση ο παππούς.
«Όταν γεννήθηκα ο πατέρας μου με χρύσωσε με μία αγγλική λίρα.
Να είσαι τυχερή, είπε, μικρή μου και με αγάπησε περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά του. Τον έχασα στα έξι. Μου είχε αγοράσει και τσάντα για να πάω το φθινόπωρο στο σχολείο. Στα δεκάξι μου παντρεύτηκα. Ο άντρας μου με πήρε από έρωτα και δεν ζήτησε δεκάρα προίκα. Θα κάνουμε πολλά παιδιά, έλεγε και ξαναέλεγε και έτσι θα με ανταμείψεις. Αλλά εγώ ένιωθα πως δεν ήμουνα φτιαγμένη για εγκυμοσύνες, απανωτές γέννες και μωρά που αντηχούν, μπουσουλάνε και κλαίνε στις ανήλιαγες κάμαρες. Το περιβολάκι, τα ανθισμένα πρεβάζια και τα βελάσματα των ζώων, όλα με αηδίαζαν, οι λασπωμένοι δρόμοι και οι βαθειές ομίχλες με έλιωναν και ο άνδρας μου μπροστά και ’γω να ακολουθώ φορτωμένη με την τριχιά γύρω στο λαιμό μου, πότε νερό, πότε μπουκάλες υγραερίου και πότε ζωοτροφές στην πλάτη. Μια θηλιά στο λαιμό, να σφίγγει όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. Δεν ήταν κακός άνθρωπος, ίσως να τον αγαπούσα κιόλας αν ήμουν άλλη. Και μετά γεννήθηκε ο Χαρίλαος. Τον κοιτούσα να κοιμάται και σκεφτόμουν πως αν ζούσε ο πατέρας όλα θα ήταν αλλιώς, έκλαιγα τις νύχτες που τον θήλαζα, «μπαμπά μου με ξέχασες» έλεγα πάνω στο μνήμα. Όλα με έπνιγαν, κάθε μέρα και πιο απελπισμένα, πιο βαθιά. Και στα τέσσερα χρόνια του παιδιού πήρα την απόφαση. Θα έφευγα. Μακριά.
Τον γνώρισα σε ένα πανηγύρι. Ήταν ψηλός και όμορφος. Και αν δεν τον είχα γνωρίσει, πάλι θα έφευγα. Ερωτοχτυπήθηκε μαζί του μόλις εκείνος έπιασε το τραγούδι για ένα κορίτσι που περπατάει καμαρωτό στο δρόμο, εκείνη άρχισε να χορεύει, σχεδόν σαν τρελή. Πουτάνα, έλεγαν και ξανάλεγαν στη γειτονιά. Χόρευα και δεν σκεφτόμουν τίποτε, σα να ήμουν για πρώτη φορά ελεύθερη, για πρώτη φορά γυναίκα. Άφησα παιδί, άνδρα, κτήματα. Μακριά. Για έναν χρόνο κυρά του εαυτού μου.
Καμιά γυναίκα δεν ανήκει σε κανέναν, είτε αυτός λέγεται πατέρας είτε άνδρας της. Και συ με αγόρασες, την απελπισία, την ευγνωμοσύνη, τις ανάγκες μου, με αγόρασες ολόκληρη, ούρλιαξα καθώς έφευγα στον άνδρα μου.
Έχασε το νου της, έλεγαν και ξαναέλεγαν οι γυναίκες στις στράτες. Αλλά εγώ ένιωθα ότι είχα επιλέξει, για πρώτη φορά στη ζωή μου καταλάβαινα τι θα πει επιλογή. Ένας χρόνος ζωής, αληθινής, μακριά.
Και ύστερα ήρθε η τιμωρία. «Το παιδί μας κομματιάστηκε, βρήκε μια χειροβομβίδα σε μια κουφάλα την πήρε να παίξει νομίζοντας πως είναι θησαυρός και εκείνη τον διέλυσε σε χίλια κομμάτια. Γύρνα σπίτι. Σε παρακαλώ» μου ’πε πεσμένος στα πόδια μου ο άνδρας μου. Όλα θα ξεχαστούν, πάση θυσία πρέπει να ξεχαστούν, η οικογένεια θα έρθει και πάλι στα συγκαλά της. Ζουρλάθηκα. Η τιμωρία μου σκέφτηκα. Πήρα την καλή μου ποδιά, εκείνη με τα παγώνια κεντημένη από τη μάνα μου προίκα και γύρισα πίσω να κλάψω το παιδί μου. Σωριασμένη δυο μερόνυχτα το κρατούσα αγκαλιά.
Η φωτογραφία μου ξαναμπήκε στη θέση της, το σπίτι του άνδρα μου ξανά και δικό μου, ένα φρεσκοβαμμένο σπίτι, ένα περιποιημένο περιβόλι, ένας ανθισμένος μπαξές, η θέα του παλιού καλού ουρανού θα δώσουν νέα φόρα στη ζωή μας.
Μάταια. Τις νύχτες έπαψα να κοιμάμαι. Πενήντα χρόνια τώρα έχω πάψει να κοιμάμαι. Εγώ, η γυναίκα η μολυσμένη των αμαρτιών.
Έτσι δεν πάει το τροπάριό της;
Στα σπλάχνα μου αισθάνθηκα την ύπαρξή σου παιδάκι μου, και τώρα με οδυρμούς μύρα ακουμπώ μπροστά από τον τάφο σου. Τα σπλάχνα μου η νύχτα τα κατέχει μανία, η ακολασία μου σκοτάδι και θάνατος της σελήνης ο έρως μου της αμαρτίας.
Δεν πιστεύω στη συγχώρεση και για αυτό δεν σου τη ζητώ.
Μονάχα σε παρακαλώ να πάρεις τα μάτια μου μαζί με τα δάκρυά τους και να τα πας στην θάλασσα, εκείνη που κατάγεται από τα σύννεφα.
Αν υπάρχεις, κλίνε πάνω από τον στεναγμό μου, αυτόν τον πιο βαθύ της καρδιάς μου και κάνε μου παρέα.
Θέλω να φιλήσω τα πόδια σου παιδάκι μου και να τα προστατεύω μέσα στις θηλιές των μαλλιών μου. Αλλά δεν μπορώ.
Στης τιμωρίας μου την άβυσσο, πώς μπορώ να κρατηθώ;
Αν υπάρχεις Θεέ μου, μην αποστρέψεις το βλέμμα σου από πάνω μου. Βλέπε με. Και πάρε με κοντά σου όσο πιο γρήγορα μπορείς. Ελέησέ με έτσι μόνο. Εσύ που είσαι το μόνο έλεος».
Με μάτια υγραμμένα, δίχως φωνή, για την γιαγιά Καλλιόπη διαβάζω και φέτος τούτο το τροπάριο και οι λέξεις του ακουμπούν με έναν ξεχωριστό τρόπο την καρδιά μου.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.proswpa&id=14247
ρίξε και άλλο
λάδι στην φωτιά,
πνίγομαι-πνίγομαι
πέτα με σε
θάλασσα βαθιά.
Αυτό ήταν το
τροπάριό της.
Με τα μεγάλα
γκριζοπράσινα
μάτια της...
ανοιγμένα προς την φωτογραφία του μοναχογιού της, χωρίς μαντήλι, μοιρολόγια και σταυρούς, η γιαγιά Καλλιόπη έψελνε από το πρωί της μεγάλης Τρίτης τούτο το ρεμπέτικο τραγούδι.
Αγαπημένη εξαδέρφη του παππού μου, κόρη από αδερφή του πατέρα του, στα ογδόντα και, χήρα από καιρό, καθόταν όλη την μεγάλη Τρίτη σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι, έβγαζε από το μεσοφόρι της ένα σακούλι καπνό και τον έστριβε σε ροζ χαρτάκια. Ύστερα σήκωνε το δεξί της φρύδι, κοιτούσε για ώρα μια την φωτογραφία του Χαρίλαου, μια τις φλόγες της φωτιάς και κάπνιζε αργά μες τη σιωπή της.
Διαφορετική από τις υπόλοιπες γυναίκες της ηλικίας της, με έναν αέρα αλλόκοτα ελεύθερο σχεδόν ανυπότακτο, είχε σταθεί σε όλη της τη ζωή μακριά από το τρίπτυχο των αξιών της πατρίδος, της θρησκείας, της οικογένειας. Θρήσκα δεν υπήρξε ποτέ. Δεν πίστευε σε αγίους, ούτε έκανε τον σταυρό της. Οι κοινωνικές της υποχρεώσεις από χρόνια ήταν ελάχιστες και από τότε που πέθανε το παιδί της λίγο νοιαζόταν για τις μαζώξεις των συγγενών γύρω από τα εορταστικά τραπέζια. Μόνο με τον παππού μου είχε κρατήσει επαφή και κάθε που αποχωρίζονταν την έπιανε ένας μικρός καημός καθώς έπεφτε στην αγκαλιά του. Λίγο πριν πεθάνει με κάλεσε στο σπίτι της. Παραξενεύτηκα μιας και την έβλεπα πολύ αραιά. Να πας και να την ακούσεις δίχως να την κρίνεις, μου ’πε με συγκίνηση ο παππούς.
«Όταν γεννήθηκα ο πατέρας μου με χρύσωσε με μία αγγλική λίρα.
Να είσαι τυχερή, είπε, μικρή μου και με αγάπησε περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά του. Τον έχασα στα έξι. Μου είχε αγοράσει και τσάντα για να πάω το φθινόπωρο στο σχολείο. Στα δεκάξι μου παντρεύτηκα. Ο άντρας μου με πήρε από έρωτα και δεν ζήτησε δεκάρα προίκα. Θα κάνουμε πολλά παιδιά, έλεγε και ξαναέλεγε και έτσι θα με ανταμείψεις. Αλλά εγώ ένιωθα πως δεν ήμουνα φτιαγμένη για εγκυμοσύνες, απανωτές γέννες και μωρά που αντηχούν, μπουσουλάνε και κλαίνε στις ανήλιαγες κάμαρες. Το περιβολάκι, τα ανθισμένα πρεβάζια και τα βελάσματα των ζώων, όλα με αηδίαζαν, οι λασπωμένοι δρόμοι και οι βαθειές ομίχλες με έλιωναν και ο άνδρας μου μπροστά και ’γω να ακολουθώ φορτωμένη με την τριχιά γύρω στο λαιμό μου, πότε νερό, πότε μπουκάλες υγραερίου και πότε ζωοτροφές στην πλάτη. Μια θηλιά στο λαιμό, να σφίγγει όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. Δεν ήταν κακός άνθρωπος, ίσως να τον αγαπούσα κιόλας αν ήμουν άλλη. Και μετά γεννήθηκε ο Χαρίλαος. Τον κοιτούσα να κοιμάται και σκεφτόμουν πως αν ζούσε ο πατέρας όλα θα ήταν αλλιώς, έκλαιγα τις νύχτες που τον θήλαζα, «μπαμπά μου με ξέχασες» έλεγα πάνω στο μνήμα. Όλα με έπνιγαν, κάθε μέρα και πιο απελπισμένα, πιο βαθιά. Και στα τέσσερα χρόνια του παιδιού πήρα την απόφαση. Θα έφευγα. Μακριά.
Τον γνώρισα σε ένα πανηγύρι. Ήταν ψηλός και όμορφος. Και αν δεν τον είχα γνωρίσει, πάλι θα έφευγα. Ερωτοχτυπήθηκε μαζί του μόλις εκείνος έπιασε το τραγούδι για ένα κορίτσι που περπατάει καμαρωτό στο δρόμο, εκείνη άρχισε να χορεύει, σχεδόν σαν τρελή. Πουτάνα, έλεγαν και ξανάλεγαν στη γειτονιά. Χόρευα και δεν σκεφτόμουν τίποτε, σα να ήμουν για πρώτη φορά ελεύθερη, για πρώτη φορά γυναίκα. Άφησα παιδί, άνδρα, κτήματα. Μακριά. Για έναν χρόνο κυρά του εαυτού μου.
Καμιά γυναίκα δεν ανήκει σε κανέναν, είτε αυτός λέγεται πατέρας είτε άνδρας της. Και συ με αγόρασες, την απελπισία, την ευγνωμοσύνη, τις ανάγκες μου, με αγόρασες ολόκληρη, ούρλιαξα καθώς έφευγα στον άνδρα μου.
Έχασε το νου της, έλεγαν και ξαναέλεγαν οι γυναίκες στις στράτες. Αλλά εγώ ένιωθα ότι είχα επιλέξει, για πρώτη φορά στη ζωή μου καταλάβαινα τι θα πει επιλογή. Ένας χρόνος ζωής, αληθινής, μακριά.
Και ύστερα ήρθε η τιμωρία. «Το παιδί μας κομματιάστηκε, βρήκε μια χειροβομβίδα σε μια κουφάλα την πήρε να παίξει νομίζοντας πως είναι θησαυρός και εκείνη τον διέλυσε σε χίλια κομμάτια. Γύρνα σπίτι. Σε παρακαλώ» μου ’πε πεσμένος στα πόδια μου ο άνδρας μου. Όλα θα ξεχαστούν, πάση θυσία πρέπει να ξεχαστούν, η οικογένεια θα έρθει και πάλι στα συγκαλά της. Ζουρλάθηκα. Η τιμωρία μου σκέφτηκα. Πήρα την καλή μου ποδιά, εκείνη με τα παγώνια κεντημένη από τη μάνα μου προίκα και γύρισα πίσω να κλάψω το παιδί μου. Σωριασμένη δυο μερόνυχτα το κρατούσα αγκαλιά.
Η φωτογραφία μου ξαναμπήκε στη θέση της, το σπίτι του άνδρα μου ξανά και δικό μου, ένα φρεσκοβαμμένο σπίτι, ένα περιποιημένο περιβόλι, ένας ανθισμένος μπαξές, η θέα του παλιού καλού ουρανού θα δώσουν νέα φόρα στη ζωή μας.
Μάταια. Τις νύχτες έπαψα να κοιμάμαι. Πενήντα χρόνια τώρα έχω πάψει να κοιμάμαι. Εγώ, η γυναίκα η μολυσμένη των αμαρτιών.
Έτσι δεν πάει το τροπάριό της;
Στα σπλάχνα μου αισθάνθηκα την ύπαρξή σου παιδάκι μου, και τώρα με οδυρμούς μύρα ακουμπώ μπροστά από τον τάφο σου. Τα σπλάχνα μου η νύχτα τα κατέχει μανία, η ακολασία μου σκοτάδι και θάνατος της σελήνης ο έρως μου της αμαρτίας.
Δεν πιστεύω στη συγχώρεση και για αυτό δεν σου τη ζητώ.
Μονάχα σε παρακαλώ να πάρεις τα μάτια μου μαζί με τα δάκρυά τους και να τα πας στην θάλασσα, εκείνη που κατάγεται από τα σύννεφα.
Αν υπάρχεις, κλίνε πάνω από τον στεναγμό μου, αυτόν τον πιο βαθύ της καρδιάς μου και κάνε μου παρέα.
Θέλω να φιλήσω τα πόδια σου παιδάκι μου και να τα προστατεύω μέσα στις θηλιές των μαλλιών μου. Αλλά δεν μπορώ.
Στης τιμωρίας μου την άβυσσο, πώς μπορώ να κρατηθώ;
Αν υπάρχεις Θεέ μου, μην αποστρέψεις το βλέμμα σου από πάνω μου. Βλέπε με. Και πάρε με κοντά σου όσο πιο γρήγορα μπορείς. Ελέησέ με έτσι μόνο. Εσύ που είσαι το μόνο έλεος».
Με μάτια υγραμμένα, δίχως φωνή, για την γιαγιά Καλλιόπη διαβάζω και φέτος τούτο το τροπάριο και οι λέξεις του ακουμπούν με έναν ξεχωριστό τρόπο την καρδιά μου.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.proswpa&id=14247