Όποιος
παρακολουθεί
τον γερμανικό
Τύπο, τα
τελευταία χρόνια,
δεν μπορεί να μην
έχει διαπιστώσει
ότι ο πρώην
υπουργός Άμυνας
της χώρας αυτής...
όχι μόνο έχασε την υπουργική του καρέκλα, αλλά μάλλον κατέστρεψε και την πολιτική του καριέρα, όταν σε κάποια βιβλιοκρισία ένας ομότεχνος αποκάλυψε ότι η διδακτορική του διατριβή «φιλοξενούσε» πολλά αποσπάσματα από κείμενα ξένων συγγραφέων, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες προς τούτο αναφορές και παραπομπές-με άλλα λόγια κατά παράβαση των κανόνων της ακαδημαϊκής δεοντολογίας.
Ας σημειωθεί ότι η εν λόγω δεοντολογία είναι οικουμενική, δεν ισχύει μόνο στο Πανεπιστήμιο του Bayreuth, το οποίο αφαίρεσε τον τίτλο από τον «υψηλό» διδάκτορα, ούτε μόνο στη Γερμανία.
Εννοείται ότι, όπως κάθε καλός αντιγραφέας, ο zu Guttenberg στην αρχή αρνήθηκε τα πάντα και απειλούσε με μηνύσεις τους πάντες. Αργότερα παραδέχθηκε κάποια «λάθη» και «παραλείψεις». Προς το τέλος, όταν το πράγμα ζόρισε, είπε ότι η διατριβή του έχει όντως πρόβλημα προχειρότητας, διότι ως πολυπράγμων πολιτικός δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο να αφιερώσει για μια καλή διατριβή. Το ότι υπήρξε αντιγραφέας ούτε σήμερα το δέχεται αλλά ανέχεται, έστω, τους άλλους να το πιστεύουν και να το γράφουν…
Η ιστορία αυτή – κάποιος πολιτικός που αντιγράφει για το διδακτορικό του, κάποιος που το ανακαλύπτει και το δημοσιοποιεί, επιτροπές δεοντολογίας που εξετάζουν την περίπτωση και εφαρμόζουν αυστηρά τους ακαδημαϊκούς κανόνες, παρά το κοινωνικό μέγεθος των αντιγραφέων, και τέλος η τακτική άρνησης των λογοκλόπων ότι αντέγραψαν, ακόμη και όταν τα Πανεπιστήμια ανακαλούν τον τίτλο του διδάκτορα – επαναλήφθηκε για έξι-εφτά ακόμη περιπτώσεις Γερμανών πολιτικών, ομογενών και αλλογενών. Προφανώς η απάτη και η τάση για λεηλασία δεν είναι «εθνοτική» υπόθεση…
Όμως, το κρίσιμο στην υπόθεση της καταπολέμησης της λογοκλοπής στα γερμανικά Πανεπιστήμια, που δεν είναι και τα πιο αυστηρά στο θέμα αυτό, καθώς οι ΗΠΑ κατέχουν τα πρωτεία – είναι η ακύρωση της επιλογής της συγκάλυψης ως στρατηγικής ελέγχου της «ζημίας» που θα μπορούσε ο πρύτανης ενός Πανεπιστημίου να νομίσει ότι υφίσταται το ίδρυμα που εκπροσωπεί, όταν αποκαλυφθεί μια υπόθεση λογοκλοπής στο «σπίτι» του, κατά το αρχαίον: «τα εν οίκω μη εν δήμω». Η στρατηγική της «προστασίας» του ιδρύματος μέσω της προστασίας του λογοκλόπου και της συγκάλυψης των υποθέσεων αποκλείστηκε εξ αρχής, το ίδιο και εκείνη της «αλληλεγγύης» προς τον …σύντροφο αντιγραφέα.
Ακριβώς αυτά τα δύο στοιχεία είναι που διαφοροποιούν την ελληνική πανεπιστημιακή κουλτούρα από την αντίστοιχη των πανεπιστημίων κάποιων άλλων χωρών με τις οποίες θέλουμε να συγκρινόμαστε. Και είναι αυτή η κουλτούρα που επιτρέπει στους «ξένους» να μην μας παίρνουν και τόσο στα σοβαρά, όταν εμείς μιλούμε για …αριστεία.
Τι γνωρίζει, λοιπόν, καλά ένας κοινός, πολύ περισσότερο ένας υψηλόβαθμος, λογοκλόπος σε κάποια – πολλά ή λίγα, κανείς δεν γνωρίζει, αφού το ζήτημα τώρα έχει αρχίσει να ερευνάται – ελληνικά πανεπιστήμια που του επιτρέπει να κοιμάται ήσυχος, έχοντας ήδη λεηλατήσει έργα άλλων συναδέλφων, ντόπιων και ξένων; Το εγκόλπιο που κάθε καλός αντιγραφέας έχει κάτω από το μαξιλάρι του περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
Πρώτον, η αρχή κάθε καλής λογοκλοπής δεν είναι τόσο οι τεχνικές δεξιότητες στο cut and paste, όσο η πολιτική γείωση της πράξης. Αυτή εξασφαλίζεται μέσω της πολιτικής εργασίας: κανείς δεν μπορεί να γίνει καλός λογοκλόπος, αν δεν έχει περάσει με επιτυχία το στάδιο του αφισοκολλητή για κάποιον υποψήφιο πρύτανη – αν είναι δυνατόν για όλους τους υποψηφίους, σε περίπτωση αμφίρροπης μάχης – προκειμένου να εξασφαλίσει την προστασία του σε περίπτωση αποκάλυψης από κάποιον περίεργο βιβλιοπαρουσιαστή ή «στριμμένο» συνάδελφο που σκέφτεται και δρα «αντισυναδελφικά» και «προδοτικά».
Δεύτερον, ο αντιγραφέας πρέπει να έχει κάποιο Πρόγραμμα, αν είναι δυνατόν χλιδάτο, για να κόβει επιδόματα στους μελλοντικούς του εκλέκτορες, οι οποίοι κάποτε ίσως χρειαστεί να απαντήσουν σε καταγγελίες «κακού» μέλους του εκλεκτορικού σώματος ότι στο έργο του υποψηφίου υπάρχουν αντιγραφές. Εκεί οι σιτιζόμενοι από το Πρόγραμμα θα κληθούν να βαφτίσουν το κρέας ψάρι για να διαλύσουν τη σκιά της λογοκλοπής και, κυρίως, μέσω του πλειοψηφικού ρεύματος που διαθέτουν, να πάρουν δημοκρατικά τη «σωστή» απόφαση για την προαγωγή του λογοκλόπου.
Τρίτον, μια πρυτανική αρχή με «μπέσα», αλλά και ολίγην διαπλοκή, που σεβόμενη την πολιτική συμφωνία για «στήριξη μεν, κάλυψη δε», δεν θα διστάσει να αναγορεύσει τον εαυτό της σε«κράτος» (εν κράτει) και να αποφασίσει τελεσίδικα, ενίοτε υποστηριζόμενη και από έρευνες-μαϊμού προθύμων της παρέας, ότι στην περίπτωση του λογοκλόπου όλα έγιναν νόμιμα και ότι τα περί αντιγραφών είναι δυσφήμιση του Πανεπιστημίου από κακόβουλους και ζηλόφθονους παλαιομοδίτες που έχουν την ηλιθιότητα να εμμένουν σε δεοντολογίες και να μένουν εκτός…διανομής.
Τέταρτον, ένα υπουργείο-μπάχαλο, όπου ευδοκιμούν πολλά μικρά και ανταγωνιστικά μεταξύ τους, ενίοτε κομματικά και άλλες φορές προσωποπαγή με κομματικό μανδύα, φέουδα με συνέχεια μέσα σε όλη την ιεραρχία, από το πρωτόκολλο μέχρι την υπουργό, ώστε «αι υποθέσεις»των ημετέρων να διεκπεραιώνονται με ταχύτητα που θα ζήλευε και ο αναμορφωτής Reichnebach – ακόμη και αν είναι λογοκλόποι, με το σκεπτικό: «σιγά το πρόβλημα»…
Πέμπτο, και εξίσου σημαντικό, η τόλμη του λογοκλόπου. Πίσω από κάθε πετυχημένη αντιγραφή κρύβεται μια προσωπικότητα που έχει το θράσος του λαμόγιου, την ετοιμότητα, δηλαδή, να αρνηθεί τα πάντα και να υποβάλει μήνυση για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμηση σε κάθε εισηγητή ή εκλέκτορα που καταγγέλλει τη λογοκλοπή, ιδιαίτερα αν τα έξοδα για τους δικηγόρους αντλούνται ανέξοδα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια των Προγραμμάτων που ο αντιγραφέας έχει την τιμή να διευθύνει…
Αλλάζει αυτή κουλτούρα με νέους νόμους για τα ΑΕΙ; Η απάντηση είναι αισιόδοξη, και ταυτόχρονα, απαισιόδοξη: εξαρτάται από τους νόμους, και κυρίως από εκείνους που καλούνται – δηλαδή, εκλέγονται – να εποπτεύσουν την εφαρμογή τους. Και στη δύσκολη φάση που βρισκόμαστε, εξαρτάται κυρίως από τη στάση και τη συμπεριφορά της (εξωπανεπιστημιακής) δικαιοσύνης απέναντι στο πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως έχει λάβει ανεξέλεγκτες πλέον διαστάσεις στα πανεπιστήμια.
Αν ο zu Guttenberg είχε φροντίσει να είναι καλά πληροφορημένος για την Ελλάδα, ίσως είχε αποφύγει την αποπομπή του από το υπουργείο και θα είχε εξασφαλίσει μια λαμπρή πολιτική καριέρα. Γιατί τότε θα είχε απλά επιλέξει να υποβάλει τη διατριβή του σε ένα πανεπιστήμιο του Νότου. Και μάλλον δεν θα είχε μεγάλη δυσκολία να το βρει…