Πρωί.
Την ίδια πάντα ώρα. Η
καινούργια μέρα μοιάζει
με φωτογραφικό χαρτί στο
υγρό της εμφάνισης. Τα
σχήματα της μαύρα και
ανεξιχνίαστα, σε περιέχουν
και τα περιέχεις και εσύ. Οι
ίδιες πάνω κάτω κινήσεις.
Και το κορμί κυπαρισσάκι
σωστό. Η γνώριμη γεύση του
καφέ. Το τραπέζι, τα πρωινά
ψίχουλα , η καρέκλα με το
ολόιδιο βάρος.
Η μυρωδιά του σαπουνιού στα χέρια και στα μάγουλα. Σου αρέσει πάντα να έχεις δυό λουλουδάκια , στο μικρό, μπλέ βαζάκι της κουζίνας. Ένα βιαστικό φιλί και τα ίδια πέντε σκαλοπάτια, ένα κεφαλόσκαλο και άλλα δύο μετά. Έφυγες. Στις οδικές αρτηρίες τα μέταλλα λάμπουν θριαμβεύοντας.Ακίνητη η επιφάνεια των υδάτων που σε περιβάλλει, αντανακλά μεγάλα κίτρινα τραύματα από θυμάρι και θειάφι. Ακόμα δεν τα έχεις συνταιριάξει.
Μεσημέρι.
Ανελέητο φως και σκιές. Έχουν ήδη περάσει από μπροστά σου πολλά παραμικρά και ανεκδιήγητα , απ’ αυτά που μεγαλώνουν μέσα στην απερίγραπτη σιωπή. Μιλάς, πίνεις καφέ , τραβάς γραμμές , κόβεις χαρτόνια. Τα μικρά σου αντικείμενα. Βιβλία και χαρτιά σωρό. Στα δεξιά σου το μικρό στρογγυλό ρολόι. Σκύβεις και προσπαθείς. Αυτό το έμαθες από μικρό παιδί. Αγωνίζεσαι. Να συνταιριάξεις θέλεις το συναίσθημα και τη πραγματικότητα. Να μην χάσκουν έτσι έρημα. Αυτό ποτέ δεν το έκανες. Ούτε να ζητήσεις ήξερες. Τόσα σου δίνω. Μα δώσε μου και εσύ. Άγνωστα για σένα όλα αυτά. Με αδιόρατες σκιές γλυστράς πάνω σε υγρά και στερεά που σε τραβούν μακριά από γραφεία , εφημερίδες και εργοστάσια. Εσύ μόνος επιβάτης καραβιού, ταξιδεύεις και οι ράχες των νησιών απομακρύνονται τρίζοντας. Σε συνεφέρνει η Πέννυ από το διπλανό γραφείο. Ήρθε το δικόγραφο. Μιλάς στο τηλέφωνο. Στα ράφια έπιασε σκόνη. Στο μικρό κουζινάκι , έχεις κουλούρια από τον καλό φούρνο. Λίγη δουλειά , να βγάλεις ακόμα και θα φύγεις.Σε πήρε και ο Κώστας , αν είχες χρόνο να πάτε σε εκείνη την ταινία , θα την έχουν μέχρι την Πέμπτη. Λίγο ακόμα θέλεις. Δεν τα έχεις ταιριάξει και έμεινε ξεσκούφωτο το μέσα σου . Φεύγεις. Οι ίδιες κινήσεις πάλυ. Εσύ ο τελευταίος της Ευρώπης. Φεύγοντας πετάς και τα σκουπίδια. Νιώθεις σαν αρχαίος γεωγράφος που ταξιδεύεις ιδίοις εξόδοις στους σκοτεινούς ποταμούς του καιρού.
Βράδυ.
Τα γεγονότα της μέρας, ήχος θαμπός από γυαλιά που σπάζουνε, μακριά σ΄’ενα πηγάδι με μπαμπάκι. Το κορμί λυγάει. Διαβάζεις, γράφεις, μιλάς στα παιδιά. Ακούς την ερημιά του κόσμου. Και εκεί ακριβώς βλέπεις αναπάντεχο φως. Στο δικό σου το βήμα. Στη πρόταση που σκέφθηκες να προτείνεις στους πελάτες, στον ελιγμό, στην λέξη, στο μάθημα που ονειρεύτηκες να παραδώσεις, στο τραγούδι που θα βάλεις στην εκπομπή, στην πινελιά, στην επαφή, στο κείμενο που θα παραδώσεις στην εφημερίδα, στο χαμόγελο που επιτέλους θα χαρίσεις του κυρ Μανώλη του θυρωρού, που το έχει τόση ανάγκη και το ξέρεις και στο καινούργιο εταζεράκι που θα βάλεις στο λουτρό.Σε όλα αυτά , τα μικρά, τα λίγα, τα καθημερινά , σε όλα αυτά τα κοινά πράγματα. Στον κανονικό ρυθμό , μετά από μια μεγάλη δοκιμασία. Εκεί υπάρχει αυτή. Και κάθεται αμίλητη, φορώντας ρούχα απλά , ταπεινά με λίγα χρώματα και περιμένει να την πιστέψεις. Και σαν την δεις να σε κοιτάζει κατάματα με τα μενεξελιά της μάτια, είναι η στιγμή που τα συνταιριάζεις όλα. Είναι κάτι που σχεδόν σου διαφεύγει , γιατί έμαθες την ευτυχία να την ψάχνεις μακριά , στα μεγάλα ύψη και ψάχνοντας την ν’ αλλάζουν όλα εντός σου και να μένεις ξεσκούφωτος. Εμπιστέψου την και αν είσαι τυχερός, τίποτα δεν θα έχει χαθεί. Μονάχα κοίτα να την δεις.