Γερμανικοί οφθαλμοί ίπτανται πάνω απ’ την πόλη, μεγάλοι σαν Ζέπελιν
οίτινες παρατηρούν, καταγράφουν και καταχωρίζουν, ποιος πλήρωσε το
αναλογούν απ’ τα δοσίματα, ποιος
χρωστάει, ποιοςσυναντάει ποιον...
αναλογούν απ’ τα δοσίματα, ποιος
χρωστάει, ποιοςσυναντάει ποιον...
στα χαμαιτυπεία της αγοράς ή στα καλά ρεστοράν, στα σπίτια των λαϊκών ή τ’ αρχοντικά - για όλους
έστι Οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά και βλέπει
το κεφάλι του τρελού προφήτη που βάφτιζε στο ποτάμι τους αμαρτωλούς για να τους ξανακάνει αθώους, να σερβίρεται πάλι στο πιάτο
κάθε χρόνο, σαν χρονιάρικο αρνί και ξανά απ’ την αρχή - απορεί ο Νικόδημος με το πείσμα των φτωχών να αγιάσουν και το πείσμα των αγίων να γιατρέψουν...
Πάντως, τα νέα είναι καλά, ο χρυσός ανέκαμψε σήμερα στις αγορές,
κατά τα άλλα, τα συνήθη: «Ιδού ο νυμφίος έρχεται» γράφουν συνθήματα στους τοίχους τη νύχτα οι Ζηλωτές κι εννοούν «ιδού ο λαός έρχεται για να ψηφίσει» - γράφουν κι ελπίζουν,
ορισμένοι μάλιστα ελπίζουν πιο θερμά: «ήλθε βαλείν μάχαιρα» ψιθυρίζουν και ιστορίες με σημεία και τέρατα κυκλοφορούν στα καπηλειά, στις φτωχογειτονιές, στα λουτρά και στα πορνεία,
«ένας παράλυτος περπάτησε»,
«ένας άλλος αναστήθηκε εκ νεκρών αλλά δεν γελάει πια» και «μια πόρνη», λέει, «όλο κλαίει μύρα πια κι όποιον αγγίζει τον μεθάει με μέλι και γάλα» - πλήττει ο Νικόδημος...
Τις έχει ακούσει τις ιστορίες αυτές κι άλλες χίλιες σαν κι αυτές, χίλιες φορές.
Όμως τότε, γιατί ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρά τους ανήσυχα οι Οφθαλμοί πάνω απ΄ την πόλη;
Γιατί οι Ρωμαίοι σήμερα φορούν τους αλυσιδωτούς τους θώρακες κι είναι διπλές οι φρουρές στις σκοπιές; Τι συμβαίνει; περισσότερο από περιέργεια παρά από ανησυχία ο Νικόδημος έριξε πάνω του ένα ιμάτιο και τράβηξε προς τα λουτρά - εκεί τα νέα φθάνουν πιο γρήγορα απ’ οπουδήποτε αλλού.
Κι εκεί, στα λουτρά, όλα ωραία εξηγήθηκαν.
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», έλεγε ο ένας πληβείος δείχνοντας τον άλλον «ότι αυτοί θα κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών». Δύσπιστος άκουγε ο Νικόδημος, δεν είχε σε καμμία υπόληψη τους πτωχούς τω πνεύματι - κι όντως
ορισμένοι απ’ αυτούς τους ευλογημένους, τους τόσο θεϊκά ευλογημένους, λίγοι στην αρχή αλλά όλο και περισσότεροι στη συνέχεια ξελαρυγγιάζονταν να φωνάζουν: «άρον άρον, σταύρωσον Αυτόν!»
«Ποιον;» ρωτούσε ο Νικόδημος, «ποιοι;», «γιατί;». Ουδείς του έδινε σημασία, μόνον ένας ξεχασμένος γαϊδαράκος, προφανώς εγκαταλειμμένος απ’ τ’ αφεντικό του, κοιτούσε με τις ματάρες του τον Νικόδημο στα μάτια, σαν να τον ρωτούσε κι αυτός τα ίδια, «ποιον;», «ποιοι;» και «γιατί;»
Ο Νικόδημος, σαν από διαίσθηση σήκωσε τα μάτια στον ουρανό - ένας επόπτης Οφθαλμός τον κοιτούσε επίσης, αλλά όχι με τον αγαθό τρόπο του αδέσποτου όνου. Συνοφρυωμένος, τιμωρητικός κι απειλητικός ο Οφθαλμός γάβγισε μια διαταγή κι ο Νικόδημος έγινε καπνός...
Σταμάτησε να τρέχει μόνον όταν έκλεισε πίσω του την αυλόθυρα του σπιτιού του και βρέθηκε μέσα στις λεμονιές, που είχαν φυτέψει στη συνοικία του οι Ελληνες του Μεγαλέξανδρου γυρίζοντας απ’ τις Ινδίες. Ηταν η εποχή της ανθοφορίας και ο κήπος μοσχοβολούσε, όπως έλεγαν οι προφήτες ότι μοσχοβά η παράδεισος - σαν περσικός κήπος.
Για μια στιγμή ο Νικόδημος ανάσανε βαθιά κι ευχήθηκε να μη γνώριζε τίποτα, να ’ναι κι αυτός ένας «πτωχός τω πνεύματι» και να έβρισκε έτσι τη γαλήνη που τόσα χρόνια αναζητούσε στα βιβλία των αρχαίων σοφών - επιτέλους τη γαλήνη!
Όπως κάθε αριστοκράτης που ελλήνιζε, το ίδιο κι ο Νικόδημος, άλλα ποθούσε η ψυχή του κι όχι να κατατρίβεται με τα κοινά - να κλέβει δηλαδή και να ληστεύει, να εξαπατά, να φονεύει, να συνεργάζεται με τους Ούνους -έτσι αποκαλούσε τους Ρωμαίους- να πλουτίζει, κι όμως μέσα του να πιστεύει ότι τάχα διέφερε απ’ τους ομοίους του.
Σε τι διέφερε; το ίδιο με τους άλλους μετρούσε τον παρά, τα χτήματα, τους σκλάβους και τα γεννήματα. Επειδή δηλαδή ήξερε απ’ έξω λίγο Πίνδαρο και η βιβλιοθήκη του διέθετε καλλιγραφημένα αντίγραφα (πανάκριβα, αυτό να λέγετε) ορισμένων κλασικών, διέφερε τάχα απ’ τον Καϊάφα ή τον Ιωσήφ (αυτοαποκαλείται Ιώσηπος ο γελοίος) ή όλους τους άλλους του σιναφιού του;
Ο Νικόδημος έκλεισε τα μάτια - κάτι τον είχε αναστατώσει σήμερα κι αυτό δεν ήταν τα άνθη των λεμονιών.
Κοίταξε ξανά στον ουρανό - οι Οφθαλμοί των Δυνατών ήταν πάντα εκεί, κοιτούσαν προσεκτικά τα πάντα, σκανάριζαν τους πάντες. Και τον Νικόδημο. «Σε λίγο θα ξέρουν και τι σκέφτομαι» μονολογούσε δύσθυμος ο άρχοντας, «τα μάτια του αθώου γαϊδάρου σκέφτεσαι!»άκουσε τον εαυτό του να του λέει ο Νικόδημος.
Δεν δάκρυσε. Τα δικά του μάτια δεν είχαν πια δάκρυα...