Εδώ και μισή
ώρα παίζεις
με το iPad.
Εντοπίζεις
ποια πλοία
κινούνται στα
ελληνικά
χωρικά ύδατα,
ενημερώνεσαι
για την
απόστασή
τους από...
Πειραιά, Ηγουμενίτσα, Λαύριο και Χανιά, την ακριβή ταχύτητα πλεύσης τους και τους τόνους που ζυγίζουν. Με πράσινο τα επιβατηγά, με κόκκινο τα εμπορικά. Μπορεί και το ανάποδο. Εδώ και μισή ώρα θέλω να σε ρωτήσω αν το μηχάνημα εντοπίζει και γοργόνες, αλλά το βουλώνω γιατί ξέρω πως δεν θα μειδιάσεις.
ώρα παίζεις
με το iPad.
Εντοπίζεις
ποια πλοία
κινούνται στα
ελληνικά
χωρικά ύδατα,
ενημερώνεσαι
για την
απόστασή
τους από...
Πειραιά, Ηγουμενίτσα, Λαύριο και Χανιά, την ακριβή ταχύτητα πλεύσης τους και τους τόνους που ζυγίζουν. Με πράσινο τα επιβατηγά, με κόκκινο τα εμπορικά. Μπορεί και το ανάποδο. Εδώ και μισή ώρα θέλω να σε ρωτήσω αν το μηχάνημα εντοπίζει και γοργόνες, αλλά το βουλώνω γιατί ξέρω πως δεν θα μειδιάσεις.
Όταν βαρεθείς αυτή την εφαρμογή, θα περάσεις στις ταβέρνες-εστιατόρια: τιμές, απόσταση, σέρβις, parking, γνώμες. Μπορεί και να διαβάσεις για λίγο, φτάνει να το θες· το iPad τσακίζει και τις σελίδες. Παλιότερα ήσουν κολλημένος με το iphone σου. Θυμάμαι τον τρόπο που το ύψωνες και το κουνούσες στις συναυλίες, πώς με το χονδρό σου δάκτυλο έψαχνες εναγωνίως το όνομα του στιχουργού. Και μετά τα τραπέζια! Δίπλα στο πιάτο, ανάμεσα στα ψωμιά και τις λίγδες «Μαλάκες έχω σκάσει στο φαί» τουιτάρεις, πάρτε για ενθύμιο και την φωτογραφία με τα αποφάγια μου και εκείνοι τρισευτυχισμένοι σε χαιρετούν από την ταράτσα του Χίλτον ή μιας πιο λαϊκής ταβέρνας.
Αλλά με το iPad όλα είναι λιγάκι διαφορετικά. Σε βοηθά βλέπεις να σκοτώνεις με περισσότερη άνεση και στυλ τις εργατοώρες ενός χαμένου χρόνου που δεν έχεις ποτέ. Γιατί το βασικό χαρακτηριστικό σου είναι πως ποτέ δεν έχεις αρκετό χρόνο· ούτε είχες, ούτε προβλέπεται σύντομα να βρεις. Βιαστικά τα έκανες άλλωστε όλα. Πάντα, από μικρός. Βιαστικά και όλα στο πόδι. Το παραδέχεσαι εξάλλου λόγω εντιμότητας.
Αν διάβαζες περισσότερο, με τέτοιο μυαλό, θα ήσουν πρώτος. Αλλά δεν διάβασες. Ήσουν όμως πανέξυπνος. Και αυτή η φοβερή εξυπνάδα σε έσωσε πολλές φορές. Τα έπαιρνες βλέπεις όλα με την μια. Έπειτα, βιαστικά σε μια παρέα, μια παράταξη, ένα μπουλούκι και πάλι χάρη στην εξυπνάδα σου ένα πρώτο τραπέζι στα μπουζούκια, ένα δωμάτιο με εσωτερική πισίνα στα ξενοδοχεία της Αράχοβας ή της Μυκόνου, γρήγορες ξεπέτες και εύκολα, ξανθά κατά προτίμηση, γαμήσια. Μια έξυπνη γνωριμία από εδώ, μια πιο έξυπνη πιο εκεί, τα φράγκα του μπαμπά για σπουδές, το εφάπαξ της μαμάς για μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, τα λεφτά από κάτι νοίκια μιας κληρονομιάς για την φοιτητική σου ζωή, το κόμμα για την θέση. Μια θέση που στη ζέσταινε μέχρι να μεγαλώσεις το σόι, ή το ρουσφέτι, ή οι γνωριμίες. Έξυπνες και αυτές. Το ίδιο βιαστικά ήρθε και σε βρήκε η θέση: καλή, αναπαυτική, να μην κουράζεσαι πολύ, ούτε εσύ, ούτε το μυαλό σου, μαλάκας ήσουν να δουλεύεις σα χαμάλης;
Όλα βιαστικά, εκτός από τον χαρακτήρα. Τον εαυτό σου. Γιατί αυτόν τον έχτισες λιθαράκι-λιθαράκι, πέτρα-πέτρα, πλάκα-πλάκα και δώστου μπετόν από πάνω για χρόνια. Τον χαρακτήρα σου τον μελέτησες πολύ καλά από πολύ μικρός. Στην αρχή τον βρήκες ραμμένο απ’ το σπίτι. Η τσέπη του μπαμπά για τα φροντιστήρια, το αμάξι, τη βενζίνη, τις γκομενίτσες. Τα χέρια της μαμάς για τα πουκάμισα, τις καθαρές αλλαξές, τα γυαλισμένα παπούτσια, τα τάπερ, το κρυφό χαρτζιλίκωμα, την καθαρίστρια του σπιτιού σου. Το παιδί έχει γκόμενες. Το παιδί δεν έχει γκόμενες; Δώστου λεφτά να βρει. Τα πάντα είναι χρήμα. Και εμείς δόξα το θεό έχουμε. Και αν δεν έχουμε, θα βρούμε. Ο μπαμπάς το σακάκι, η μαμά τη γραβάτα, κοίτα πόσο ωραία δεμένη είναι, κούκλος το αγόρι μου, φώναζαν με δύναμη στις παρελάσεις· θεός, ξαναούρλιαζαν δακρύζοντας στις ορκωμοσίες, την ώρα που έπαιζες με το κινητό σου.
Και ύστερα ήρθαν οι γκόμενες, στην αρχή ένα καλό κορίτσι, μετά ένα άλλο, ύστερα σκέφτηκες γιατί να έχω μια αφού μπορώ να έχω πιο πολλές, η θέση μου άλλωστε το επιτρέπει, όσες περισσότερες τόσο λιγότερες οι υποχρεώσεις, μετά διακήρυξες με μένος πως «όλες είναι πουτάνες» και κάπως έτσι ανέβηκες στον διάδρομο, 5 χιλιόμετρα τη μέρα μαζί με τη βάρκα κάνουν δουλειά, ενώ διαγωνίως ο παιάνας της μάνας «πρόσεξε αγόρι μου μην σε τυλίξει καμιά, μη μείνει έγκυος» και ξανά η φωνή της «Τώρα αγόρι μου, ένας καλός γάμος, να δω εγγονάκια, μια νύφη από σπίτι ή και με σπίτι, ή τουλάχιστον με ένα ωραίο σώμα για να τη δείχνεις αγόρι μου, έτσι είναι οι επιτυχημένοι». Επιτυχημένος. Σε όλα. Αν και βιαστικές, ήταν επιτυχίες.
Και επειδή αυτός ο καλοραμμένος επιτυχημένος εαυτός σε βόλεψε χρόνια, τίγκαρες την ντουλάπα της νεόδμητης μεζονέτας σου με όσα όμοια κοστούμια βρήκες, Mall, Καρούζος, Zegna. Λεφτά υπάρχουν. Και τα απογεύματα ξεσφίγγεις τη γραβάτα, πίνεις ένα happy hour ποτάκι μαζί με γκομενάκια και τα σαββατοκύριακα την βγάζεις και τριγυρνάς με πόλο 100% βαμβακερά. Με σηκωμένους γιακάδες. Με χαραγμένα στα αριστερά τα αρχικά. Πατώντας γκάζι βιαστικά, με φόρα. Και επειδή αφιέρωσες στον εαυτό σου τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς, για αυτό σήμερα όπου σταθείς και όπου βρεθείς δεν χάνεις ευκαιρία να τον συστήνεις. Να τον περιγράφεις, να αρχίζεις όλες τις προτάσεις σου με το εγώ και να τις τελειώνεις σε πρώτο ενικό.
Φυσικά σε αυτό βοηθά και η ειρωνεία. Εκείνη η ναρκισσιστική αργή ειρωνεία που αναδύεται ολόλαμπρη από τα βάθη της αυτοπροβολής και υψώνεται πιο πάνω από τη μύτη. Συνήθισες για χρόνια να στηλιτεύεις τους άλλους για τα κοστούμια από φτηνιάρικα υφάσματα, για την δημοσιοϋπαλληλική υποτέλεια ή πειθαρχία τους, για τον μικροαστισμό τους, για την γραφειοκρατία που πιστά υπηρετούν. Όλη αυτή η χαβούζα σε βόλεψε για τα καλά και ακόμη συνεχίζει να σε βολεύει. Τι ωραία να ζεις με τα λεφτά των άλλων, με λεφτά που δεν τα δούλεψες, που δεν ίδρωσες, που τα έλαβες απλόχερα και ας μην τα άξιζεςσε αυτό το βαθμό. Για χρόνια πολλά το παίζεις εστέτ, κυκλοφορείς, κριτικάρεις τους πάντες με άνεση, με αέρα, τι ωραία να ζεις με χρηματοδότηση, τι ωραία που είναι η χρηματοδότηση, του μπαμπά, του επιχειρηματία, του εργοδότη.
Χρόνια τώρα περνάς ώρες ατελείωτες φτιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο που λέγεται εαυτός, οικοδομώντας τελικά μια τεράστια τουαλέτα κι τώρα έχεις απομείνει σα στημένο λεμόνι να παίζεις με ένα άψυχο μηχάνημα. Με πράσινο τα επιβατηγά, με κόκκινο τα εμπορικά. Δεν είναι δικά σου τα πλοία, ούτε θα γίνουν ποτέ. Βγες από τη μεγαλομανία σου, ακούς;
Το δικό σου κοστούμι είναι χειρότερο. Και είσαι χειρότερος γιατί η εγωπάθειά σου δεν σου επιτρέπει να παραδεκτείς πως απέτυχες, πως για όλη αυτή την κατάντια ευθύνεσαι εσύ και οι όμοιοί σου που από τις τουαλέτες στο πλάι των σπιτιών, γίνατε μέσα σε μια νύχτα μεταξωτοί και μπήκατε σε θερμαινόμενα τζακούζι και αποβλακωμένοι μείνατε να χαζεύετε τα iPad και τα πανάκριβα πλακάκια με τους κύκνους και τα παραδείσια ψάρια, τις γυάλινες επιφάνειες και τις innox κουζίνες, τα νέα οικόσημα μιας αποβλακωμένης εποχής, όλα απαστράπτοντα και όλα τόσο πεθαμένα.
Όλα αυτά έχουν παίξει το ρόλο τους ύπουλα, όλα αυτά που εσύ αποκάλεσες καιρό τώρα επιτυχία έχουνε σκάψει βαθιά μέσα σου, τερμίτες που τρώνε το ξύλο. Ένα τέτοιο πακέτο επιτυχημένου εαυτού έφτιαξες, πλακάκια πανάκριβα που σχημάτισαν ένα άχρωμο σύνολο από παραστάσεις.
Άνοιξε το παράθυρο. Μπορείς να αναπνεύσεις; Μπορείς να ακούσεις τον ήχο της πόλης; Μπορείς να ξεχωρίσεις την κεντρική ιδέα της εποχής; Τι ακούς; Δυστυχώς δεν είναι τα αυτοκίνητα που κορνάρουν. Αλλού είδους ήχος είναι αυτός. Ναι, ένα επίμονο πλατς-πλατς σκεπάζει κάθε άλλη βοή.
Σωστά αγαπητέ μου, όλη η χώρα έγινε ένας απέραντος βόθρος και όλοι καθισμένοι πάνω πλενόμαστε, πλενόμαστε και πλενόμαστε, την ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούν την πρόοδό μας.
Α, ρε Μάριε Χάκκα, γαμώτο, πόσο δίκιο είχες και έφυγες πολύ νωρίς.