Θυμάσαι το κορίτσι
του 3; Του Ερυθρού;
«Άνω Πατήσια–
Ερυθρός Σταυρός».
Δεν μπορούσε να
σταθεί,να ισορροπήσει,
με τίποτε μέσα στο
τρόλεϊ. Τρόλλεϋ μπας,
το έλεγε,με δύο λάμδα
και υ ποτηράκι.
Γυάλινο.
Με το που φρενάριζε ο οδηγός, βρισκόταν πεσμένη, καρφωμένη, στουκαρισμένη, τσακισμένη, από δω κι από κει. Την είχαμε συνέχεια στην αγκαλιά μας. Σα λουλουδάκι ήτανε, την ταξιδεύαμε μέσα στο κόρφο, στα μπράτσα μας, στα φτερά μας, να μη μας σπάσει. Και καλά όταν ήμασταν εμείς. Όταν έπαιρνε το τρόλεϊ μόνη της;
του 3; Του Ερυθρού;
«Άνω Πατήσια–
Ερυθρός Σταυρός».
Δεν μπορούσε να
σταθεί,να ισορροπήσει,
με τίποτε μέσα στο
τρόλεϊ. Τρόλλεϋ μπας,
το έλεγε,με δύο λάμδα
και υ ποτηράκι.
Γυάλινο.
Με το που φρενάριζε ο οδηγός, βρισκόταν πεσμένη, καρφωμένη, στουκαρισμένη, τσακισμένη, από δω κι από κει. Την είχαμε συνέχεια στην αγκαλιά μας. Σα λουλουδάκι ήτανε, την ταξιδεύαμε μέσα στο κόρφο, στα μπράτσα μας, στα φτερά μας, να μη μας σπάσει. Και καλά όταν ήμασταν εμείς. Όταν έπαιρνε το τρόλεϊ μόνη της;
Δεν μπορούσε να καθίσει σε μια θέση. Παραχωρούσε συνεχώς το κάθισμά της στους άλλους. Όλο όρθια και γκρεμοτσακισμένη. Πού, πώς να κατέληξε αυτό το κορίτσι; Τι απέγινε;
Ξέρεις την αγάπη, την αδυναμία που έχω στο τρόλεϊ, στο ηλεκτρικό λεωφορείο. Σου έχω μιλήσει πολλές φορές, αγαπώ αυτούς τους μακρόσυρτους Αφρικάνικους ελέφαντες, αυτά τα μαμούθ, τα δελφίνια της ζούγκλας της Πατησίων, με τους «τρολέδες», χαυλιόδοντες στην οροφή, στον ουρανό με τ΄ άστρα, τα σύρματα τα ηλεκτροφόρα, με τις σπίθες, τους κεραυνούς.
Μέσα απ΄ αυτά πρωτοείδα, γνώρισα, χάζεψα τους μεγάλους δρόμους. Τα μεγάλα γράμματα. Τα φωτεινά.
Τώρα που ανεβαίνω στην Αθήνα, αραιά και πού, το έχω σαν τάμα το 3. Χωρίς να έχω καμιά δουλειά ή υποχρέωση, θα το κάνω το δρομολόγιο. Νυχτερινό, φωτεινό ή πολύ πρωινό. Τότε που και οι επιβάτες έχουν άλλη γοητεία. Θα ακουμπήσω το μέτωπο στο τζάμι, θα βουλιάξω, θα ζουλίξω, τη μύτη μου, θα ανοίξω τα μάτια και θα αφεθώ. Θα σας δω όλους να καθρεφτίζεστε στο τζάμι.
Έχουν αλλάξει προς το καλύτερο τα τρόλεϊ. Πιο χρωματιστά, πιο μικρά, πιο ευκίνητα, πιο χαρούμενα. Βέβαια, εκείνα τα δικά μας τα παλιά, τα θεόρατα, που δεν έστριβαν με τίποτα-σαν κι εμάς είναι αλήθεια-τα θυμάμαι στο μέσα δάκρυ. Κυρίως εκεί στη στροφή, στα Χαυτεία, εκεί που συνήθως εκτροχιαζόντουσαν οι κεραίες, οι «τρολέδες» και έβγαινε ο οδηγός να τους επαναφέρει. Η εικόνα είναι του αγωγιάτη με το κάρο, που δυστρόπησαν τα άλογα. Η σούστα. Τα χαλινάρια.
Δε βιαζόμασταν τότε.
Ωραία που ήταν η Σταδίου με τους πολεμικούς, κίτρινους ελέφαντες του βασιλιά του Σιάμ, της Ταϊλάνδης, της Ζάμπια, της Μοζαμβίκης, των Ινδιών, κι εμείς κυνηγοί του χαυλιόδοντα. Χρόνια κι αυτά, που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Η ζωή μπροστά.
Θα μου πεις γιατί στα λέω όλα αυτά. Εσύ, έτσι κι αλλιώς, σε τρόλεϊ πια δεν μπαίνεις. Στα λέω, γιατί θυμάμαι, θυμάμαι τακτικά, το βρίσκω συνεχώς μπροστά μου, αυτό το κορίτσι, αυτή τη φίλη μας του 3, που δεν ισορρόπησε ποτέ στο τρόλεϊ.
Έτσι δεν είμαστε κι εμείς; Ισορροπήσαμε ποτέ; Κρατηθήκαμε από μια χειρολαβή της προκοπής; Ήταν δερμάτινες οι παλιές. Οι καινούριες, έχω να σου πω, είναι μεταλλικές. Πιο δροσερές αλλά γλιστράνε.
Ναι.
Τι λέγαμε; Για το αν καταφέραμε να ισορροπήσουμε ποτέ μες στις διαδρομές μας, στα δρομολόγια, τα ταξίδια μας. Αν βρήκαμε κάποιον να μας κρατήσει στην αγκαλιά του, να μας ταξιδέψει με ασφάλεια. Γιατί παραχωρούσαμε συνέχεια τη θέση μας; Ήτανε φόβος, τρόμος, πανικός, σκιάξιμο, αμφιβολία, σεβασμός ή ποιος διάβολος ήτανε;