`

Όσο ζω ελπίζω…


Πόσες 
προεκλογικές 
περιόδους 
πρέπει να 
ζήσουμε 
ακόμα 
για να 
εντυπωθεί 
μέσα μας, 
οριστικά και 
αμετάκλητα, 
η συνήθεια 
της διάψευσης;
Πόσες ακόμα προεκλογικές εξαγγελίες του ίδιου ύφους και της ίδιας αισθητικής πρέπει να ανεχτούμε ως ψηφοφόροι για να αποφασίσουμε, επιτέλους, να λειτουργήσουμε ως ενεργοί και συνειδητοποιημένοι πολίτες και να απαιτήσουμε, πλέον, από τους μελλοντικούς μας εκπροσώπους το αυτονόητο του «δια ταύτα»; Και τέλος. Πόσες ακόμα μετεκλογικές κατραπακιές πρέπει να υποστούμε για να καταλάβουμε πως η σχέση που έχουν τα ελληνικά κόμματα εξουσίας με τις λέξεις προγραμματισμός, οργάνωση και υλοποίηση είναι από καιρό ελεύθερη και εξαντλείται σε προεκλογικές ξεπέτες και οne night stand;  Επειδή, λοιπόν, η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι «άλλες τόσες» και επειδή τον ακριβή χρόνο του «χους ει και εις χουν απελεύσει» δεν μπορεί να τον ξέρει κανείς για να σταματήσει να φορτώνει το μέλλον του με χίμαιρες και ελπίδες,  εγώ επιμένω να ελπίζω.
Ελπίζω μια μέρα οι πολίτες της χώρας αυτής να γυρίσουν οριστικά την πλάτη στην πολιτική όπως την ξέραμε. Στην πολιτική του κραυγάζοντος αρχηγού μπροστά σε ένα στημένο ακροατήριο στρατευμένων νεολαίων και συνταξιούχων βολεμένων. Στην πολιτική που ταλαντεύεται ανάμεσα στην ένδεια του «δια πράξεως» και στον πληθωρισμό του «δια παραλείψεως». Στην πολιτική των φίλων και των κολλητών. Στην πολιτική της επικοινωνίας, του φαίνεσθαι και του παραπολιτικού. Στην πολιτική που απειλεί να βγάλει τις κουκούλες των κουκουλοφόρων των Εξαρχείων και την ίδια στιγμή δηλώνει ανήμπορη  να αφαιρέσει τις κουκούλες από το διαχρονικό και διακομματικό «κουκούλωμα» τόσων και τόσων σκανδάλων, υποθέσεων διαφθοράς και περιπτώσεων κατάχρησης δημοσίου χρήματος.
Ελπίζω μια μέρα η κοινωνία των πολιτών να καταλάβει πως η ανάπτυξη της οικονομίας είναι δική της δουλειά και να πάψει να τα περιμένει όλα από το εξ’ορισμού ανάπηρο κράτος της Μεταπολίτευσης. Η αριστερίζουσα πολιτική κουλτούρα των τελευταίων 40 ετών μας έχει καταντήσει επαίτες της κρατικής μεγαλοψυχίας. Προσβλέπουμε στο κράτος για να βρούμε δουλειά, να ασφαλιστούμε, να συνταξιοδοτηθούμε, να σπουδάσουμε τα παιδιά μας, να βρούμε την υγειά μας, να επιδοτήσουμε τη φτώχεια μας, να αναπτυχθούμε και να αναπαραχθούμε.
Aκόμα και για να βρούμε γκόμενα σε αυτό προσβλέπουμε, μιας και μεταξύ 700.000 δημοσίων υπαλλήλων, όσο γκαντέμης και αν είσαι, υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να βρείς το ταίρι σου! Έτσι και τώρα. Ένα εκατομμύριο επιστήμονες καθόμαστε σε μια γωνία και περιμένουμε καρτερικά από το εγχώριο δημοσιοϋπαλληλίκι και τους πολιτικούς του προιστάμενους να χτίσουν σχολεία, νοσοκομεία, λογιστήρια, επιχειρήσεις, ερευνητικά κέντρα και εταιρίες πληροφορικής για να διοριστούμε. Άλλοι τόσοι περιμένουμε από τους Κινέζους και τους Άραβες να κατακλύσουν τις αγορές της χώρας μας και να μας προσλάβουν  υπαλλήλους στις σουπερ ντούπερ επιχειρήσεις τους. Λοβοτομημένοι από την αριστερή προπαγάνδα συνηθίσαμε στο διορισμό και το υπαλληλίκι. Εξού και το κατηγορώ στην ελληνική Αριστερά που σαν την μυξοπαρθένα βγαίνει σήμερα και ψελίζει: «μα εγώ δεν κυβέρνησα ποτέ μου». Οι ιδέες και οι νοοτροπίες κυβερνούν τους ανθρώπους. Όχι τα πρόσωπα και οι ταμπέλες τους. Αυτό, τουλάχιστον, θα έπρεπε να το ξέρουνε όσοι μαθητεύσανε στα έδρανα του Μάρξ και των επιγόνων του. Η κυρίαρχη τάξη σε μια χώρα παράγει την κυρίαρχη ιδεολογία και αυτή με τη σειρά της εγκαθιστά την ηγεμονία της. Ε, λοιπόν, κύριοι. Η κυρίαρχη τάξη σε αυτή τη χώρα, είτε το θέλετε είτε όχι, αποτελείται από ένα μάτσο κρατικοδίαιτων μεσαζόντων και ανώτερων κρατικών αξιωματούχων, χωρίς ίχνος αληθινού επιχειρηματία ανάμεσά τους, η κυρίαρχη ιδεολογία ταυτίζεται με τον κρατισμό και τη δημοσιοϋπαλληλία και όποιος επιμένει ακόμα σε αυτή τη χώρα να μην βλέπει μπροστά του την ηγεμονία της αριστερής προπαγάνδας και να παλεύει με τα φαντάσματα   του ανύπαρκτου νεοφιλελευθερισμού καλό θα ήταν  να καλέσει τους γκοστμπάστερ μήπως και απαλλαγεί από την ενοχλητική τους παρουσία.
Για την ανάπτυξη είμαστε αποκλειστικά υπεύθυνοι εμείς οι πολίτες. Το κράτος και οι πολιτικοί καλούνται να μεταρρυθμίσουν το φορολογικό σύστημα , να απλοποιήσουν τη γραφειοκρατία, να ελαττώσουν τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και να θέσουν τους κανόνες της επιχειρηματικής δράσης. Εκεί σταματάει η δουλειά τους και αρχίζει η δική μας! Φτάνει πιά με τη γελοιότητα της καθημερινής περιφοράς της λέξης «ανάπτυξη»  από πάνελ σε πάνελ και από παράθυρο σε παράθυρο και την κλασική ερώτηση προς τον υποψήφιο βουλευτή : «πότε θα έρθει η ανάπτυξη; Στους τηλεθεατές σας κάντε αυτή την ερώτηση, αν έχετε τα κότσια και όχι στους υπαλλήλους του νομοθετείν.
Eλπίζω μια μέρα να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας πως η μικροδιαφθορά της κρατικής μηχανής με τους πειναλέους υπαλλήλους της είναι αυτή που παράγει και τροφοδοτεί τη διαφθορά στα υψηλά δώματα της πολιτικής εξουσίας. Το σενάριο που θέλουν ορισμένοι να επιβάλλουν ως κυρίαρχο παράδειγμα στη χώρα μας, σύμφωνα με το οποίο η πολιτική εξουσία και η κοινωνία των πολιτών είναι δυο διακριτοί κόσμοι οι οποίοι συνομολόγησαν τα προηγούμενα χρόνια ένα αμαρτωλό συμβόλαιο το οποίο επέτρεπε και στους μεν και στους δε να κλέβουν και να διαγουμίζουν δίχως κανείς να ενοχλείται, είναι λιγάκι εκτός τόπου και χρόνου. Ο μικρομπακαλάκος του ΕΣΥ που συνήθισε να παίρνει δωράκια από τους δυστυχείς ασθενείς του είναι ο αυριανός Βουλευτής και Υπουργός που, πιστός στις συνήθειες του, συνεχίζει να παίρνει δωράκια από τους μεγαλοπρομηθευτές του Δημοσίου. Το αντίδωρο αλλάζει. Οι συνήθειες και τα πρόσωπα είναι μονότονα τα ίδια σε μια χώρα που απεχθάνεται τις αξίες και τις ιεραρχίες και αναγορεύει, δίχως ενοχές, τον αφισοκολλητή βουλευτή και τον μπακαλόγατο σε μεγαλομπακάλη του δημόσιου βίου.
Ελπίζω μια μέρα να πάψουμε ως τηλεθεάτες να βουρκώνουμε στη θέα του Λάκη , του Γιωργάκη, του Κωστάκη, της Πόπης και της Λόλας να ένα μήλο που βάζουν τα στήθια τους μπροστά για να προστατέψουν εμάς τους δυστυχείς μισθωτούς και συνταξιούχους. Όσο η αφεντιά τους αμείβεται παραπάνω από τα 12 δικά μου χρόνια σπουδών και ειδικότητας, όσο τα σπίτια τους φαντάζουν μεγαλύτερα από τα σπίτια των ερευνητών, των ποιητών, των λογοτεχνών και των επιστημόνων αυτής της χώρας, όσο οι τραπεζικές τους καταθέσεις υπερβαίνουν το βιός των βουλευτών, των υπουργών και των πανεπιστημιακών εγώ θα φωνάζω «τσου ρε Λάκη» και θα τους περιγελώ. Το επιχείρημα «τα φέρνουμε, τα παίρνουμε» μπαγιάτεψε και αυτό. Να ναι καλά η κρατική διαφήμιση, οι υπερτιμολογημένες καταναλωτικές δαπάνες της δημόσιας διοίκησης και τα αμαρτωλά δημόσια έργα. Ας μην ήταν αυτά και θα σας έλεγα εγώ τι συμβόλαια θα υπογράφατε.
Ελπίζω μια μέρα, τέλος,  να σταματήσει το εκλογικό σώμα να χάφτει μύγες αυτοδυναμίας. Πρώτον, διότι οι ισχυρές κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης μας οδήγησαν, τριάντα χρόνια μετά, στην πτώχευση και δεύτερον διότι το επιχείρημα αυτό καταδεικνύει από μόνο του τον επαρχιωτισμό του πολιτικού μας συστήματος και το τριτοκοσμικό της Πολιτείας που φτιάξαμε όλοι μας. Όταν ομολογείς πως η πιθανότητα πολιτικής αστάθειας, λόγω της πολυκομματικής Βουλής και της ανάγκης συνεργασίας περισσοτέρων του ενός κομμάτων για το σχηματισμό κυβέρνησης, θα θέσει σε κίνδυνο τις βασικές λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού παραδέχεσαι εκών άκων πως η διοικητική σου μηχανή είναι πλήρως κομματικοποιημένη και ανίκανη να παράξει το οποιοδήποτε έργο, δίχως την πολιτική επιστασία τον κομματικών απαράτσικ.
Παραδέχεσαι, με άλλα λόγια, πως αν αύριο εξαφανιστούν δια μαγείας και οι 300 της Βουλής – το απευκταίο ή το ευκταίο για τους συγκεκριμένους 300 δεν το σχολιάζω-  το ελληνικό κράτος θα παραλύσει και οι λειτουργίες του θα αποτελματωθούν. Αυτό, όμως, είναι μπανανία. Όχι σύγχρονο και πολιτισμένο κράτος.
Ελπίζω, λοιπόν, μια μέρα να αλλάξουν όλα αυτά. Να μακρύνει η μνήμη μας και να δυναμώσει το πολιτικό μας αισθητήριο. Και είμαι σίγουρος πως η μέρα αυτή δεν απέχει και πολύ.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...