Η Λένα,μητέρα
δύο παιδιών,
είναι 40 ετών.
Την τελευταία
δεκαετία έχει
κάνει οκτώ
αμβλώσεις,
χρησιμοποιώντας
ουσιαστικά την
διακοπή κύησης
ως μόνη μέθοδο αντισύλληψης.
Αγνοώντας τις συμβουλές του γυναικολόγου της ισχυρίζεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή αφού τα αντισυλληπτικά της προκαλούν προβλήματα υγείας και αφού αδυνατεί να πείσει τον σύζυγό της να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό κατά τη διάρκεια της επαφής.
δύο παιδιών,
είναι 40 ετών.
Την τελευταία
δεκαετία έχει
κάνει οκτώ
αμβλώσεις,
χρησιμοποιώντας
ουσιαστικά την
διακοπή κύησης
ως μόνη μέθοδο αντισύλληψης.
Αγνοώντας τις συμβουλές του γυναικολόγου της ισχυρίζεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή αφού τα αντισυλληπτικά της προκαλούν προβλήματα υγείας και αφού αδυνατεί να πείσει τον σύζυγό της να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό κατά τη διάρκεια της επαφής.
Ο Δημήτρης, φοιτητής στη Νομική Αθηνών σε αναζήτηση μόνιμης σχέσης, επισκέπτεται συχνά μαύρες κοπέλες που κάνουν πιάτσα γύρω από την Ομόνοια, κυρίως για στοματικό σεξ, γιατί, όπως λέει, σιχαίνεται να κάνει οτιδήποτε άλλο μαζί τους. Η άρνηση του να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό είναι ένα ρίσκο που κατά τη διάρκεια της επαφής αυξάνει την ικανοποίησή του, αλλά αμέσως μετά τον βυθίζει σε αγωνία και τον οδηγεί σε μονάδες διάγνωσης.
Αυτές είναι δύο μόνο από τις εκατοντάδες περιπτώσεις που φτάνουν κάθε μήνα στα γραφεία γιατρών και ψυχολόγων που εργάζονται στην Αθήνα, γεγονός που με κάνει να σκέφτομαι ότι η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών και των ονομάτων των ιερόδουλων που είναι φορείς του AIDS αποτελεί την κορύφωση μιας κατάστασης που καθημερινά βιώνουμε ως κοινωνία: την υποκρισία που χαρακτηρίζει οποιοδήποτε θέμα αφορά το σεξ, την έμφαση στην καταστολή έναντι της πρόληψης, και τη συνακόλουθη έλλειψη σεξουαλικής παιδείας.
Η έλλειψη σεξουαλικής παιδείας στη χώρα μας οδηγεί, αφενός, πολλές γυναίκες να κακοποιούν συστηματικά το σώμα τους χρησιμοποιώντας την άμβλωση ως μέσο αντισύλληψης, κι αφετέρου τους άντρες να αρνούνται την χρήση προφυλακτικού κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής είτε με τις μόνιμες συντρόφους τους, είτε με τις περιστασιακές επαφές τους. Και οι δύο συμπεριφορές έχουν να κάνουν με την αδυναμία μας να αναλάβουμε οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη, την παραμονή σε μία αιώνια εφηβεία, την απουσία σαφών ορίων που να μας ξεχωρίζουν από τους άλλους, αλλά και την γενικευμένη πεποίθηση πως για ό,τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της συνουσίας, υπεύθυνη είναι βασικά η γυναίκα: αυτή είναι που πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό της από τις ορέξεις του άντρα, την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες νόσους.
Οι νόμιμες ιερόδουλες, μέσω μιας μακράς διαδικασίας διεκδίκησης βασικών δικαιωμάτων, αυτό-οργάνωσης και χειραφέτησης έχουν κατακτήσει κάποια δεδομένα τα οποία δυστυχώς δεν επεκτείνονται σε όσες γυναίκες, Ελληνίδες και μετανάστριες, δουλεύουν παράνομα στον χώρο της πορνείας.
Παρόλα αυτά η πολιτεία, ενώ δεν παρεμβαίνει αποτελεσματικά στο εμπόριο του trafficking απαιτεί από τα θύματά του -που προκειμένου να διαφυλάξουν την ζωή τους και να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαΐ, έχουν μάθει να υπακούν τυφλά το αφεντικό, να μην ρωτούν, να μην μιλούν, και δεν έχουν κανένα υποστηρικτικό σύστημα-, να βρουν την απαραίτητη ψυχική οργάνωση να προστατεύσουν τον εαυτό τους, να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια και στην συνέχεια σαν καλές επαγγελματίες να προστατεύσουν τους πελάτες τους.
Είναι υποκριτικό να περιμένουμε από γυναίκες που βρίσκονται σε εξαιρετικά δεινή κατάσταση, κι η επιβίωσή τους κρέμεται από μια κλωστή, να αναλάβουν δράσεις ή μέτρα, τη στιγμή που οι ‘ευυπόληπτοι’ πελάτες τους, ενώ έχουν όλα τα μέσα, δεν κάνουν απολύτως τίποτα για να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τις γυναίκες –συντρόφους, περιστασιακές παρτενέρ, ιερόδουλες-, που έχουν την ατυχία να έρχονται σε επαφή μαζί τους.