Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το Φεστιβάλ Αθηνών αποτίνει φόρο
τιμής στον μεγάλο ρεμπέτη. Μεγαλωμένος στην ενορία του Σαν Σεμπαστιάν στο Σκαλί της Άνω Χώρας
της Σύρου, όπου και
γεννήθηκε το 1905, ο Μάρκος Βαμβακάρης...
δεν τέλειωσε ποτέ το σχολείο, αντιθέτως βγήκε στο μεροκάματο από παιδάκι για να συνδράμει την οικογένειά του, όταν πήραν τον πατέρα του στον πόλεμο. Στην αρχή σε κλωστοϋφαντουργείο, μετά σε μανάβικα, σε χασάπικα, αλλά και λουστράκι - αεικίνητο αγόρι καθώς ήταν, όμως, «ξεχώρισε» ως εφημεριδοπώλης. Στα 12 του μπήκε λαθρεπιβάτης σε ένα πλοίο για τον Πειραιά και εκεί, στα Ταμπούρια, όπου σύντομα τον ακολούθησε και η υπόλοιπη οικογένεια, μυήθηκε στη σκληρή ζωή του λιμανιού. Χαμαλίκι, λιμενεργάτης, στα κάρβουνα μέσα, τέλος εκδορέας στα σφαγεία, δουλειά που κράτησε και ως ώριμος πια άντρας, μέχρι τις πρώτες του επιτυχίες στη δισκογραφία. Αλκοολικός, χασικλής, μπουρδελιάρης αλλά και καψούρης τρελός, του έφαγε καθώς φαίνεται τα σωθικά η πρώτη του γυναίκα, η Ζιγκοάλα, της οποίας τα καμώματα ανέχτηκε για χρόνια, όπως και τις οικονομικές απαιτήσεις, καθώς δεν έπαψε να διεκδικεί λεφτά ακόμα και μετά το διαζύγιό τους.
τιμής στον μεγάλο ρεμπέτη. Μεγαλωμένος στην ενορία του Σαν Σεμπαστιάν στο Σκαλί της Άνω Χώρας
της Σύρου, όπου και
γεννήθηκε το 1905, ο Μάρκος Βαμβακάρης...
δεν τέλειωσε ποτέ το σχολείο, αντιθέτως βγήκε στο μεροκάματο από παιδάκι για να συνδράμει την οικογένειά του, όταν πήραν τον πατέρα του στον πόλεμο. Στην αρχή σε κλωστοϋφαντουργείο, μετά σε μανάβικα, σε χασάπικα, αλλά και λουστράκι - αεικίνητο αγόρι καθώς ήταν, όμως, «ξεχώρισε» ως εφημεριδοπώλης. Στα 12 του μπήκε λαθρεπιβάτης σε ένα πλοίο για τον Πειραιά και εκεί, στα Ταμπούρια, όπου σύντομα τον ακολούθησε και η υπόλοιπη οικογένεια, μυήθηκε στη σκληρή ζωή του λιμανιού. Χαμαλίκι, λιμενεργάτης, στα κάρβουνα μέσα, τέλος εκδορέας στα σφαγεία, δουλειά που κράτησε και ως ώριμος πια άντρας, μέχρι τις πρώτες του επιτυχίες στη δισκογραφία. Αλκοολικός, χασικλής, μπουρδελιάρης αλλά και καψούρης τρελός, του έφαγε καθώς φαίνεται τα σωθικά η πρώτη του γυναίκα, η Ζιγκοάλα, της οποίας τα καμώματα ανέχτηκε για χρόνια, όπως και τις οικονομικές απαιτήσεις, καθώς δεν έπαψε να διεκδικεί λεφτά ακόμα και μετά το διαζύγιό τους.
Δεν υπήρχε τεκές για τεκές που να μην είχε δώσει το «παρών», αλλά έπρεπε να συμβεί ένα τυχαίο γεγονός για να ανακαλύψει τη μουσική. Ήταν λίγο πριν τον πάρουν φαντάρο, το ’24-25, που ένας παλιός φίλος του πατέρα του -που όσο ήταν στη Σύρα έπαιζε γκάιντα σε γιορτές-, ο οποίος μόλις είχε βγει από τη φυλακή, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, έπαιξε μπουζούκι στο σπίτι τους και του πήρε τα μυαλά. Τόσο, που υποσχέθηκε στον εαυτό του να μάθει να παίζει, αλλιώς θα έκοβε το χέρι του ο ίδιος με την τσατίρα που έσπαγαν τα κόκαλα στα χασάπικα. Μέσα σε έξι μήνες είχε γίνει ξεφτέρι, από τα καλύτερα μπουζούκια. Κι έτσι άρχισε η καριέρα του, χωρίς νότες, χωρίς ωδεία, αυτοδίδακτος, αν και, απ’ ό,τι φάνηκε, το είχε μέσα του, καθώς και ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του τα κατάφερνε επίσης. Όπως ομολόγησε αργότερα, και ο ίδιος από μικρός έγραφε στίχους, αλλά μόνο όταν άρχισε να παίζει το μαράζι και τα βάσανα της φτώχιας, οι περιπέτειες του λιμανιού και της νύχτας, απέκτησαν φωνή. Μέχρι το 1933 που ηχογράφησε για την Odeon το «Καραντουζένι» και το «Αράπ ζεϊμπέκικο» δεν ήξερε καν ότι τραγουδούσε τόσο καλά. Αμέσως μετά, μαζί με τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστο Δελιά δημιουργούν την πρωτοποριακή για την εποχή ορχήστρα «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Μετά από μια επίσκεψή του στο νησί του, όπου είχε να πάει είκοσι χρόνια, μια νέα γυναίκα, την οποία δεν γνώρισε ποτέ, του έδωσε έμπνευση για το πιο διάσημο τραγούδι του, τη «Φραγκοσυριανή». Καθώς άρχισε να γίνεται περιζήτητος και οι δίσκοι του να πουλάνε, άφησε οριστικά τα σφαγεία κι ανέβηκε στο πάλκο. Άνοιξε και μαγαζί το οποίο τίγκαρε, αλλά η αστυνομία, που τον είχε και χαρακτηρισμένο ως χασικλή, δεν του έδινε άδεια, αν δεν συνεργαζόταν μαζί τους. Έτσι, μετά από εννέα μήνες επιτυχίας αναγκάστηκε να το κλείσει. Δεν άφησε επαρχία για επαρχία, σημειώνοντας θρίαμβο παντού, ενώ η μεταξική λογοκρισία έκανε ακόμα πιο ευρηματικό τον στίχο του. Η Κατοχή τάραξε τους πάντες, αλλά ο Μάρκος, χάρη στο μπουζούκι του, δεν πείνασε. Ούτε αυτός ούτε οι δικοί του - βέβαια, έχασε αδελφό και μάνα. Το ’42 νοικοκυρεύτηκε. Πέντε παιδία έκανε με την κυρά του, τα δύο δεν επέζησαν.
Τη δεκαετία του ’50 η φήμη του έπεσε και βρέθηκε ξαφνικά στα αζήτητα. Οι μεγάλες εταιρείες που είχαν πλουτίσει με τα δισκάκια του δεν τον ήθελαν πια, την ώρα που τα τζουκ-μποξ έπαιζαν τις παλιές του επιτυχίες. Ο Μάρκος, εξαθλιωμένος και με μια αρθρίτιδα να τον τυραννάει και να μην τον αφήνει να παίξει μπουζούκι, γυρνούσε στις ταβέρνες της Κοκκινιάς, τραγουδούσε και ο μικρότερος γιος του, ο Στέλιος, έβγαζε «σφουγγάρα» -έτσι έλεγαν το δισκάκι οι ρεμπέτες τότε- για να μαζέψουν τα προς το ζην. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60, και χάρη στην παρότρυνση του Τσιτσάνη, η Columbia τον επανέφερε μέσα από τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση, της Καίτης Γκρέι, της Άντζελας Γκρέκα, αλλά και τη δική του. Ο μεγάλος λαϊκός τραγουδοποιός τα επόμενα χρόνια έζησε μια δεύτερη περίοδο δόξας. Παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας του στίγματος του χασικλή, δεν κατάφερε ποτέ να πάρει βίζα για να ταξιδέψει μέχρι την Αμερική και το είχε μεγάλο παράπονο. Άφησε την τελευταία του πνοή στα 66 του, τον Φεβρουάριο του 1972. Έκτοτε δεν υπάρχει αφιέρωμα στο ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι που να μην τον υμνεί ως έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, ανάγοντάς τον σε θρύλο της μουσικής μας. Με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του το Φεστιβάλ Αθηνών και η Λίνα Νικολακοπούλου που επιμελείται το πρόγραμμα παρουσιάζουν ένα αφιέρωμα στο οποίο θα τραγουδήσουν οι: Γιάννης Κότσιρας, Δημήτρης Ζερβουδάκης, Σοφία Παπάζογλου, Απόστολος Ρίζος, Δημήτρης Νικολούδης, Στέλιος Βαμβακάρης και Εβελίνα Αγγέλου.
Αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη, 22-23 Ιουνίου, 21:00., Ωδείο Ηρώδου Αττικού. H προπώληση έχει ξεκινήσει. greekfestival.gr