`

Σαν φράση της Μελίνας


Τούτην την εποχή 
τη σιχαίνομαι.Τη 
λατρεύω. Έτσι όπως 
μπαίνει η ζωή σαν 
ανάμεσα από γρίλια. 
Φέτες, φέτες το φως 
σε σκουντάει.«Σήκω».
Σου ξεσκίζει τα μέτρα 
που εμπεριέχει ο 
χειμώνας.Σε αφηνιάζει. Τίποτα δεν είναι «αρκούντως» αρκετό. 
Αν είσαι...
δυστυχισμένος είσαι απόλυτα δυστυχισμένος, αν είσαι ερωτευμένος είσαι τρελά ερωτευμένος, αν είσαι χωρισμένος είσαι κομμάτια χωρισμένος, αν είσαι ευτυχισμένος δεν είσαι αρκετά ευτυχισμένος, αν είσαι μελαγχολικός είσαι βαθιά μελαγχολικός… Σε στενεύει ο κόσμος. Σου γαμεί τα μέτρα. Πώς να το πω; Μοιάζει με τη φράση της Μερκούρη σ΄ένα έργο, «Κάνε με ό,τι θες αλλά να είναι πολύ!».
Πήγα με τον φιλαράκο μου για καφέ. Μα πόσο καιρό είχαμε να τα πούμε; Πόσο καιρό είχαμε βάλει κάτω το κεφάλι και τρέχαμε… «Ισορροπίες» λέει πάντα με έμφαση ο φιλαράκος μου «Κρατάω τις ισορροπίες» περηφανεύεται. Μεγάλη μούφα οι ισορροπίες, επιμένω εγώ και σφαζόμαστε. Προσπαθώντας να κρατήσεις τις ισορροπίες σου με τους άλλους χάνεις τη δική σου. Ξεφορμάρεσαι. Λίγο να γύρεις από δω, λίγο από κει… Χεσμένες τις έχω τις ισορροπίες. Τούτην την εποχή που το φως μπαίνει ανάμεσα από τις γρίλιες και μου φωνάζει «σήκω»! Πόσες μέρες της ζωής μας χαραμίσαμε σε «ισορροπίες».
Έπινα καφεδάκι με το φιλαράκι μου. Κι είχε ένα ηλιοβασίλεμα σαγηνευτικό! Και μια θάλασσα να την κολυμπήσεις και να μη σε φτάνει. Να σε στενεύουν οι διαστάσεις της. Και πέρασε μπροστά μας ένα ζευγάρι… Μα πόσο ύψος πλατφόρμας περπατούσε η αθεόφοβη! Του έριχνε του έρημου δυο κεφάλια. Και κείνος δεν ήξερε πού να την πιάσει, πού ν΄ακουμπήσει το χέρι του. Και κείνη καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. Και κείνος την καμάρωνε κι είχε ανοίξει όλα τα φτερά του σαν παγώνι. Πανέμορφα ανισόρροποι. Και πιο κει ένα άλλο ζευγάρι. Φρέσκο! Πάω στοίχημα. Ολόφρεσκο. Να σπαρταράνε τα μάτια, τα χείλη. Να πεταρίζει βλεφαρίδες. Να γελάνε! Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από ερωτευμένους που γελάνε! Και πιο κει δυο κατσούφηδες… Όχι, όχι. Διώχνω τα μάτια. Δεν γουστάρω κατσούφηδες στα πλάνα μου. Τέτοιες μέρες που η ζωή περνάει φέτες φέτες και σε σκουντάει «σήκω»! Κι έρχεται ένας σερβιτόρας και σου λέει «τι θα πάρετε». Ένα πλάσμα με καλοσυνάτα μάτια, κορμί μαγικό και συγκλονιστικό χαμόγελο. Τι του απαντάς; Πώς το ισορροπείς; Τον πειράζω. Πετάει αυτόματα το μπαλάκι πίσω. Πινγκ πονγκ λεκτικά. Τα λατρεύω. Τα μυαλά σε ετοιμότητα. Και γελάμε με το φιλαράκι μου. Κι ενώ ξεκινήσαμε από «νερό σοδούχο με μια φέτα λεμόνι και παγάκια»… Δεν γαμιέται! «Μπάλα παγωτό σοκολάτα και αμυγδαλάκια και πικρή σοκολάτα από πάνω και σαντυγί να πάει στον διάολο». Τούτη την εποχή που ξεφτιλίζονται τα μέτρα. Και πήρε να νυχτώνει και γύρισα σπίτι. Και τον βρήκα να κάθεται. Η γνώριμη πλάτη ασφαλείας στη ζωή μου. Και του είπα πόσο πολύ τον αγαπώ. Και έβαλα πολλά πολύ, πολύ, πολύ, πολύ… Αλλά όσα και να έβαζα δεν έφταναν! Και κείνος γέλασε και μετά μου είπε «σσσσσουτ» για ν΄ακούσουμε τις προγραμματικές του Σαμαρά και του Τσίπρα. Και πνίγηκα! Ναι όπως σας το λέω πνίγηκα. Πώς να ψηφίσω ανθρωπάκια που δεν θα καλούσα ποτέ για να πιούμε ένα καφέ όπως με τον φιλαράκο μου. Πώς να εμπιστευτώ την τύχη μου σ΄ανθρωπάκια που δεν θα τα καλούσα ποτέ στο σπίτι μου… Να πω στους φίλους μου «θέλω να σας γνωρίσω ενδιαφέροντες ανθρώπους»… Και θέλησα ν΄αναπνεύσω. Πολύ! Να βγω έξω. Και κείνος είπε «μα μόλις γύρισες».

Και βγήκα στο μπαλκόνι. Και φαντάστηκα το νησί μου. Τα κεράκια στα μαγαζιά στο λιμάνι. Τον Σταύρο τον υδραυλικό με τα καλά του να πίνει ρακάκι με μεζέ και την Γεωργία δίπλα του να τον πειράζει, φαντάστηκα τον τρελό του χωριού να περπατάει ανισόρροπα και να μιλάει περίεργα, τις βαρκούλες ν΄αναδεύονται, την Παναγιά μ΄όλα της τα φώτα αναμμένα, τον Παπαντώνη να βγάζει τα παπούτσια από το χωράφι και να κουνάει τα δάκτυλα του ποδιού ανακουφισμένα, φαντάστηκα τα θυμάρια, τις ρίγανες, τις ντομάτες στους πάγκους της λαικής… Ντομάτες, ντοματένιες! Τι κάνουμε εμείς εδώ; Πόσο ζωή χαραμίζουμε; Σε κάθε σπίτι το φως μιας τηλεόρασης. Ανιαρά ανθρωπάκια που δεν θα κερνούσα ποτέ ένα ρακάκι με μεζέ θ΄αναλάβουν σε λίγο την τύχη μου στα χέρια τους. Μπαίνω ξανά μέσα. Βλέπει ακόμα ειδήσεις. Πατάω το κουμπί του κομπιούτερ. Χαζεύω τα νέα των «φίλων» μου στο facebook. Ο Σιδερής δείχνει μια φωτογραφία από κάποιο ταξίδι του. Ο Δημήτρης φιλοσοφεί και γράφει χαχαχαχαχα άρα γελάει. Ένα τραγούδι φρέσκο διαλαλεί ο Σταμάτης Χατζηευσταθίου «Μια λάμψη». Το ακούω και με βάζει στην πρίζα. Με βουρλίζει. Σήκω να χορέψουμε. Και δεν μου φτάνει ο χώρος. Θάθελα να μπορούσαμε να χορέψουμε σαν φιγούρες του Σαγκάλ. Να χορέψουμε πάνω από θάλασσες και σκεπές σπιτιών… Να ταξιδεύουμε πάνω από κόσμους… Και να μην μας φτάνουν οι κόσμοι… Τούτην την εποχή τη σιχαίνομαι. Τη λατρεύω. Έτσι όπως τρυπώνει ζωή μέσα από γρίλιες. Φέτες, φέτες. Και φωνάζει και σκουντάει «σήκω». Πόση ζωή χαραμίζουμε! Σήκω!
Υ.Γ Στις 6 και 7 Ιουνίου στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ ο Σταμάτης Χατζηευσταθίου θα σας ταξιδέψει στις μελωδίες και στους στίχους του και η Αργυρώ Καπαρού θα τραγουδήσει υπέροχα… Στο «Μια λάμψη» μπορούμε να χορέψουμε; Τηλ: 2103217917 για κρατήσεις.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...