Σε μια εποχή κατά
την οποία πολλοί
Νεοέλληνες έχουν
ακόμη μια συγκεχυμένη
ιδέα περί του τι ακριβώς σημαίνει «Πολίτικη Ρωμηοσύνη», και ουκ
ολίγοι από αυτούς δεν ξέρουν καν από πού
κρατά η ρίζα των Ρωμηών
και διερωτώνται αν στη Βασιλεύουσα οι...
Λειτουργίες μας τελούνται στην Τουρκική γλώσσα (!), ένα πολύτιμο βιβλίο έρχεται να μας δώσει μια εξαίρετη μαρτυρία όσον αφορά στην δημιουργικότητα των Ελλήνων της Πόλης και την ανεκτίμητη συμβολή τους στην άνθιση της παιδείας, της διανόησης και των ελληνικών γραμμάτων, όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και πέραν αυτής. Ο λόγος, για την Διδακτορική Διατριβή της κυρίας Κορνηλίας Τσεβίκ Μπαϊβερτιάν, Φιλολόγου καθηγήτριας του Ζαππείου, που τιτλοφορείται «Το Ζήτημα της Γλώσσας στην Κωνσταντινούπολη: Λόγος και Αντίλογος στην Εφημερίδα ʺΟ Ταχυδρόμοςʺ, (1898-1908)», και η οποία εξεδόθη πρόσφατα στην Αθήνα από τις «Εκδόσεις Τσουκάτου».
Το βιβλίο είναι καρπός δεκάχρονης υπομονετικής έρευνας της συγγραφέως στις βιβλιοθήκες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ζαππείου Σχολής, αναδήφισης σε πάμπολλα βιβλία και εξειδικευμένες μελέτες και στη συνέχεια, επεξεργασίας του αποδελτιωμένου υλικού και σύνταξης της Διατριβής υπό την εποπτεία του καθηγητού Χρήστου Τζήκα τού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από το οποίο αναγορεύθηκε Διδάκτωρ το 2008.
Παρά τον τίτλο που φέρει, ο κομψός και πολυσέλιδος αυτός τόμος (622 σελ.), δεν ασχολείται αποκλειστικά με το γλωσσικό ζήτημα και την οξεία αντιπαράθεση που είχε ξεσπάσει στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ δημοτικιστών και υπερμάχων της καθαρεύουσας έπειτα από την δημοσίευση το 1899 στον «Ταχυδρόμο» ενός διηγήματος της πρωτοπόρου του δημοτικισμού στην Πόλη Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, που έφερε τον τίτλο «Αρετή και Κακία», και το οποίο ήταν γραμμένο στη, χυδαία θεωρούμενη τότε, δημοτική γλώσσα.
Στα δύο πρώτα κεφάλαια του πρώτου μέρους τού βιβλίου, η συγγραφεύς κάμει, δίκην εισαγωγής στο κύριο θέμα, μια συνοπτική ιστορική αναφορά στην πληθυσμιακή, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των Ρωμηών˙ στις σχέσεις τους με τις Οθωμανικές Αρχές έπειτα από τις Μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) του Σουλτάνου Αμπντουλμετζίτ, οι οποίες είχαν ανοίξει το δρόμο προς την δραστηριοποίηση της Ομογένειας στον ζωτικό τομέα της εκπαίδευσης˙ στην εθναρχική ιδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τον ρόλο που διεδραμάτιζε αυτό στην προώθηση της Παιδείας˙ στην φιλολογική, εκπαιδευτική, λαογραφική και επιστημονική δραστηριότητα του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου˙ στον πληθωρικό και πολιτικοποιημένο Ομογενειακό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο˙ και τέλος, στην γενικώτερη πνευματική κινητικότητα της Πόλης, έτσι όπως αναπτυσσόταν αυτή σε διάφορες «απογευματινές συναντήσεις» λογίων και διανοουμένων, καθώς και στα «φιλολογικά σαλόνια» καινοτόμων γυναικών, όπως εκείνο της Σοφίας Σπανούδη, με «μπροστάρισσα» την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, το καύχημα αυτό του Πικριδίου (Χάσκιοϊ), και «πρώτη ίσως και καλλίτερη Ελληνίδα διηγηματογράφο τής εποχής της», καθώς την χαρακτηρίζει η συντοπίτισσά της συγγραφεύς. Με τον τρόπο αυτό η κυρία Τσεβίκ, χαράσσει το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξέσπασε αυτή η οξεία μεν, αλλά λίαν ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση μεταξύ «καθαρολόγων» και «δημοτικιστών» γύρω από το γλωσσικό ζήτημα.
Το θέμα τούτο αναπτύσσεται λεπτομερώς στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους τού βιβλίου, με βάση την αρθρογραφία των διισταμένων (συνολικά 73 κείμενα), η οποία είχε δημοσιευθεί στον «Ταχυδρόμο» μεταξύ των ετών 1899 και 1908. Εδώ, η συγγραφεύς αναλύει εξονυχιστικά τις θέσεις των τε δημοτικιστών, μεταξύ των οποίων διακρίνονται, κυρίως, οι Νίκος και Φώτης Φωτιάδης, και των αμυντόρων της καθαρεύουσας, τους οποίους ευνοούσε τόσο η Φαναριωτική «ελίτ», που ήταν αρνητική «απέναντι σε κάθε είδους λαϊκότροπης κουλτούρας», όσο και το εκ φύσεως συντηρητικό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Συναφώς, αξίζει να σημειωθεί ότι το Μεικτό Συμβούλιο του Πατριαρχείου συχνά καλούσε σε απολογία τους δημοτικιστές εκείνους εκπαιδευτικούς οι οποίοι κατηγορούνταν ως «μαλλιαροί», ενώ ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, με μια Εγκύκλιό του το 1911, τασσόταν υπέρ της προστασίας της καθαρεύουσας από οποιαδήποτε «μαλλιαρική και χυδαϊστική» επιρροή. Έστω και αν αργότερα υποχωρούσε και προέτρεπε τους ερίζοντες να ειρηνεύσουν μπροστά στην ανάγκη εθνικής επιβίωσης του ποιμνίου του.
Ωστόσο, το βιβλίο δεν αρκείται απλώς στην ανάλυση των συγκρουόμενων θέσεων των λογομαχούντων. Ταυτόχρονα αναφέρεται και στην ανέλιξη της γλώσσας στην Ελλάδα και την Πόλη, τονίζοντας πως την εποχή εκείνη, «αν στον ελλαδικό χώρο ο αγώνας για τη γλώσσα εξελίσσεται σε αγώνα κοινωνικό», στην Πόλη εκδηλώνεται ως «αγώνας επιβίωσης της ομιλούμενης γλώσσας και της εθνικής υπόστασης της ρωμέϊκης κοινωνίας».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου δημοσιεύονται τα προαναφερθέντα, άγνωστα στο ευρύ κοινό, 73 κείμενα του «Ταχυδρόμου» (που είναι σήμερα δυσεύρετος), τα οποία εκτός του ότι εκφράζουν διάφορες απόψεις γύρω από την Παιδεία και το γλωσσικό ζήτημα, παρέχουν και μια γενική εικόνα του πολιτικο-κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο ζούσε την εποχή εκείνη η Ομογένεια της Πόλης.
Τέλος, σ΄ένα ολιγοσέλιδο παράρτημα δημοσιεύεται ένα σύντομο κείμενο του Καβάφη σχετικά με τη «ζωντανή ελληνική γλώσσα», όπως και ένας ανέκδοτος λόγος που είχε εκφωνηθεί από τον Μητροπολίτη Μύρων Χρυσόστομο Β΄ το 1999 στον Πατριαρχικό Ναό κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, όπου εθίγετο το γλωσσικό ζήτημα και το καίριο για την Πόλη πρόβλημα της Παιδείας. Λόγος ο οποίος, κατά την εκτίμηση της συγγραφέως αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, «αναθεώρηση της προσέγγισης της Εκκλησίας στο γλωσσικό ζήτημα» και αναγνώριση εκ μέρους του Πατριαρχείου, της γλωσσικής πραγματικότητας στην Πόλη, έτσι όπως εξελίχθηκε αυτή προϊόντος του χρόνου.
Με το βιβλίο της αυτό, γραμμένο με πολύ κόπο, με άπειρο σεβασμό και θαυμασμό προς τις σπάνιες εκείνες μορφές ανδρών και γυναικών της Πολίτικης διανόησης, (κυρίως προς την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, την οποία τιμά ιδιαίτερα αναρτώντας την φωτογραφία της στο εξώφυλλο), και με μια βαθειά αγάπη πρός την Παιδεία και τα Γράμματα, η Δρ Κορνηλία Τσεβίκ έρχεται να υπενθυμίσει στους μη ειδότας το τι ακριβώς ήταν κάποτε η Πολίτικη Ρωμηοσύνη. Αλλά το βιβλίο της κομίζει ταυτόχρονα και ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Ότι το Ομογενές στοιχείο της Πόλης «δεν έσβυσε», καθώς πολλοί νομίζουν, αλλά συνεχίζει να ζει. Ότι και σε δίσεκτους ακόμη χρόνους αντέχει. Και ότι παρά τις δυσμενείς συγκυρίες που δυσχεραίνουν την ζωή του, τούτο εξακολουθεί να παράγει, να δίνει το «παρών» και να παρέχει την μαρτυρία του.
Γι΄αυτό και της οφείλονται χάριτες.
http://www.amen.gr/
την οποία πολλοί
Νεοέλληνες έχουν
ακόμη μια συγκεχυμένη
ιδέα περί του τι ακριβώς σημαίνει «Πολίτικη Ρωμηοσύνη», και ουκ
ολίγοι από αυτούς δεν ξέρουν καν από πού
κρατά η ρίζα των Ρωμηών
και διερωτώνται αν στη Βασιλεύουσα οι...
Λειτουργίες μας τελούνται στην Τουρκική γλώσσα (!), ένα πολύτιμο βιβλίο έρχεται να μας δώσει μια εξαίρετη μαρτυρία όσον αφορά στην δημιουργικότητα των Ελλήνων της Πόλης και την ανεκτίμητη συμβολή τους στην άνθιση της παιδείας, της διανόησης και των ελληνικών γραμμάτων, όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και πέραν αυτής. Ο λόγος, για την Διδακτορική Διατριβή της κυρίας Κορνηλίας Τσεβίκ Μπαϊβερτιάν, Φιλολόγου καθηγήτριας του Ζαππείου, που τιτλοφορείται «Το Ζήτημα της Γλώσσας στην Κωνσταντινούπολη: Λόγος και Αντίλογος στην Εφημερίδα ʺΟ Ταχυδρόμοςʺ, (1898-1908)», και η οποία εξεδόθη πρόσφατα στην Αθήνα από τις «Εκδόσεις Τσουκάτου».
Το βιβλίο είναι καρπός δεκάχρονης υπομονετικής έρευνας της συγγραφέως στις βιβλιοθήκες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ζαππείου Σχολής, αναδήφισης σε πάμπολλα βιβλία και εξειδικευμένες μελέτες και στη συνέχεια, επεξεργασίας του αποδελτιωμένου υλικού και σύνταξης της Διατριβής υπό την εποπτεία του καθηγητού Χρήστου Τζήκα τού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από το οποίο αναγορεύθηκε Διδάκτωρ το 2008.
Παρά τον τίτλο που φέρει, ο κομψός και πολυσέλιδος αυτός τόμος (622 σελ.), δεν ασχολείται αποκλειστικά με το γλωσσικό ζήτημα και την οξεία αντιπαράθεση που είχε ξεσπάσει στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ δημοτικιστών και υπερμάχων της καθαρεύουσας έπειτα από την δημοσίευση το 1899 στον «Ταχυδρόμο» ενός διηγήματος της πρωτοπόρου του δημοτικισμού στην Πόλη Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, που έφερε τον τίτλο «Αρετή και Κακία», και το οποίο ήταν γραμμένο στη, χυδαία θεωρούμενη τότε, δημοτική γλώσσα.
Στα δύο πρώτα κεφάλαια του πρώτου μέρους τού βιβλίου, η συγγραφεύς κάμει, δίκην εισαγωγής στο κύριο θέμα, μια συνοπτική ιστορική αναφορά στην πληθυσμιακή, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των Ρωμηών˙ στις σχέσεις τους με τις Οθωμανικές Αρχές έπειτα από τις Μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) του Σουλτάνου Αμπντουλμετζίτ, οι οποίες είχαν ανοίξει το δρόμο προς την δραστηριοποίηση της Ομογένειας στον ζωτικό τομέα της εκπαίδευσης˙ στην εθναρχική ιδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τον ρόλο που διεδραμάτιζε αυτό στην προώθηση της Παιδείας˙ στην φιλολογική, εκπαιδευτική, λαογραφική και επιστημονική δραστηριότητα του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου˙ στον πληθωρικό και πολιτικοποιημένο Ομογενειακό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο˙ και τέλος, στην γενικώτερη πνευματική κινητικότητα της Πόλης, έτσι όπως αναπτυσσόταν αυτή σε διάφορες «απογευματινές συναντήσεις» λογίων και διανοουμένων, καθώς και στα «φιλολογικά σαλόνια» καινοτόμων γυναικών, όπως εκείνο της Σοφίας Σπανούδη, με «μπροστάρισσα» την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, το καύχημα αυτό του Πικριδίου (Χάσκιοϊ), και «πρώτη ίσως και καλλίτερη Ελληνίδα διηγηματογράφο τής εποχής της», καθώς την χαρακτηρίζει η συντοπίτισσά της συγγραφεύς. Με τον τρόπο αυτό η κυρία Τσεβίκ, χαράσσει το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξέσπασε αυτή η οξεία μεν, αλλά λίαν ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση μεταξύ «καθαρολόγων» και «δημοτικιστών» γύρω από το γλωσσικό ζήτημα.
Το θέμα τούτο αναπτύσσεται λεπτομερώς στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους τού βιβλίου, με βάση την αρθρογραφία των διισταμένων (συνολικά 73 κείμενα), η οποία είχε δημοσιευθεί στον «Ταχυδρόμο» μεταξύ των ετών 1899 και 1908. Εδώ, η συγγραφεύς αναλύει εξονυχιστικά τις θέσεις των τε δημοτικιστών, μεταξύ των οποίων διακρίνονται, κυρίως, οι Νίκος και Φώτης Φωτιάδης, και των αμυντόρων της καθαρεύουσας, τους οποίους ευνοούσε τόσο η Φαναριωτική «ελίτ», που ήταν αρνητική «απέναντι σε κάθε είδους λαϊκότροπης κουλτούρας», όσο και το εκ φύσεως συντηρητικό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Συναφώς, αξίζει να σημειωθεί ότι το Μεικτό Συμβούλιο του Πατριαρχείου συχνά καλούσε σε απολογία τους δημοτικιστές εκείνους εκπαιδευτικούς οι οποίοι κατηγορούνταν ως «μαλλιαροί», ενώ ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, με μια Εγκύκλιό του το 1911, τασσόταν υπέρ της προστασίας της καθαρεύουσας από οποιαδήποτε «μαλλιαρική και χυδαϊστική» επιρροή. Έστω και αν αργότερα υποχωρούσε και προέτρεπε τους ερίζοντες να ειρηνεύσουν μπροστά στην ανάγκη εθνικής επιβίωσης του ποιμνίου του.
Ωστόσο, το βιβλίο δεν αρκείται απλώς στην ανάλυση των συγκρουόμενων θέσεων των λογομαχούντων. Ταυτόχρονα αναφέρεται και στην ανέλιξη της γλώσσας στην Ελλάδα και την Πόλη, τονίζοντας πως την εποχή εκείνη, «αν στον ελλαδικό χώρο ο αγώνας για τη γλώσσα εξελίσσεται σε αγώνα κοινωνικό», στην Πόλη εκδηλώνεται ως «αγώνας επιβίωσης της ομιλούμενης γλώσσας και της εθνικής υπόστασης της ρωμέϊκης κοινωνίας».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου δημοσιεύονται τα προαναφερθέντα, άγνωστα στο ευρύ κοινό, 73 κείμενα του «Ταχυδρόμου» (που είναι σήμερα δυσεύρετος), τα οποία εκτός του ότι εκφράζουν διάφορες απόψεις γύρω από την Παιδεία και το γλωσσικό ζήτημα, παρέχουν και μια γενική εικόνα του πολιτικο-κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο ζούσε την εποχή εκείνη η Ομογένεια της Πόλης.
Τέλος, σ΄ένα ολιγοσέλιδο παράρτημα δημοσιεύεται ένα σύντομο κείμενο του Καβάφη σχετικά με τη «ζωντανή ελληνική γλώσσα», όπως και ένας ανέκδοτος λόγος που είχε εκφωνηθεί από τον Μητροπολίτη Μύρων Χρυσόστομο Β΄ το 1999 στον Πατριαρχικό Ναό κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, όπου εθίγετο το γλωσσικό ζήτημα και το καίριο για την Πόλη πρόβλημα της Παιδείας. Λόγος ο οποίος, κατά την εκτίμηση της συγγραφέως αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, «αναθεώρηση της προσέγγισης της Εκκλησίας στο γλωσσικό ζήτημα» και αναγνώριση εκ μέρους του Πατριαρχείου, της γλωσσικής πραγματικότητας στην Πόλη, έτσι όπως εξελίχθηκε αυτή προϊόντος του χρόνου.
Με το βιβλίο της αυτό, γραμμένο με πολύ κόπο, με άπειρο σεβασμό και θαυμασμό προς τις σπάνιες εκείνες μορφές ανδρών και γυναικών της Πολίτικης διανόησης, (κυρίως προς την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, την οποία τιμά ιδιαίτερα αναρτώντας την φωτογραφία της στο εξώφυλλο), και με μια βαθειά αγάπη πρός την Παιδεία και τα Γράμματα, η Δρ Κορνηλία Τσεβίκ έρχεται να υπενθυμίσει στους μη ειδότας το τι ακριβώς ήταν κάποτε η Πολίτικη Ρωμηοσύνη. Αλλά το βιβλίο της κομίζει ταυτόχρονα και ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Ότι το Ομογενές στοιχείο της Πόλης «δεν έσβυσε», καθώς πολλοί νομίζουν, αλλά συνεχίζει να ζει. Ότι και σε δίσεκτους ακόμη χρόνους αντέχει. Και ότι παρά τις δυσμενείς συγκυρίες που δυσχεραίνουν την ζωή του, τούτο εξακολουθεί να παράγει, να δίνει το «παρών» και να παρέχει την μαρτυρία του.
Γι΄αυτό και της οφείλονται χάριτες.
http://www.amen.gr/