Με την γυναίκα
μου πήγαμε στην «Παράγκα,» που
δεν την έπιανε ο
αέρας, να κάνουμε
βουτιές και να φάμε
στην ταβέρνα του
«Τάσου». Φρέσκα μπαρμπουνάκια,
χωριάτικη σαλάτα,
από ντομάτες και
αγγούρια – σπέσιαλ -
από το μποστάνι του...
κ. Γιώργου τυρί μυκονιάτικο, φρέσκιες πατάτες τηγανητές και παγωμένη draft μπύρα. Το νησί των ανέμων φυσά από ξένους τουρίστες, ακριβά κότερα αλλά όχι Έλληνες. «Είμαστε τριάντα τοις εκατό κάτω,» ανέφερε ο σερβιτόρος στου «Τάσου». «Είστε οι πρώτοι Έλληνες που σερβίρω».
μου πήγαμε στην «Παράγκα,» που
δεν την έπιανε ο
αέρας, να κάνουμε
βουτιές και να φάμε
στην ταβέρνα του
«Τάσου». Φρέσκα μπαρμπουνάκια,
χωριάτικη σαλάτα,
από ντομάτες και
αγγούρια – σπέσιαλ -
από το μποστάνι του...
κ. Γιώργου τυρί μυκονιάτικο, φρέσκιες πατάτες τηγανητές και παγωμένη draft μπύρα. Το νησί των ανέμων φυσά από ξένους τουρίστες, ακριβά κότερα αλλά όχι Έλληνες. «Είμαστε τριάντα τοις εκατό κάτω,» ανέφερε ο σερβιτόρος στου «Τάσου». «Είστε οι πρώτοι Έλληνες που σερβίρω».
Πράγματι κοίταξα γύρω και διέκρινα καμιά δεκαριά κορίτσια από την Ιαπωνία που φωτογραφιζόντουσαν χαμογελαστές περπατώντας εκεί που ενώνεται η άμμος με την θάλασσα, άκουσα οικογένειες που μιλούσαν Αραβικά, παιδάκια που φώναζαν στα γαλλικά, κορίτσια που κουτσομπόλευαν στα ιταλικά, ισπανικά, αγγλικά, και ρώσικα. Έκατσα δίπλα σε μια παρέα από Ινδούς με τις κοπέλες τους που είχαν βαμμένα τα μάτια με khol και παραδίπλα μια αντροπαρέα που ψηνόταν στον ήλιο πίνοντας μπύρες και που μιλούσαν χαμηλόφωνα γερμανικά. (Στον αγώνα Γερμανίας – Ελλάδος, οι Γερμανοί που καθόντουσαν στον «Κάβο», το εστιατόριο που βλέπει πανοραμικά την χώρα, όταν το γκαρσόνι τους ρώτησε από πού καταγόντουσαν απάντησαν: «Είμαστε Γάλλοι.» « Μας φοβούνται», μου εκμυστηρεύτηκε ο ιδιοκτήτης.) Η πλειονότητα των μαγαζιών στην Μύκονο διατηρούν με πείσμα τις περσινές τους τιμές. Μπορούν και το κάνουν γιατί δεν ποντάρουν πια στους Έλληνες – που ξέμειναν από cash και διάθεση για glamour - αλλά στους ξένους που έχουν σχεδιάσει τι θα ξοδέψουν στις διακοπές τους.
Τα κρουαζιερόπλοια να είναι καλά που καθημερινά ξεφορτώνουν εκατοντάδες τουρίστες που ξεχύνονται στα σοκάκια της χώρας ψωνίζοντας αβέρτα φθηνά σουβενίρ, post cards, σανδάλια, μπλουζάκια με το λογότυπο του νησιού, τρώνε κατεψυγμένα ψάρια, μουσακά, σουβλάκια, παγωτά ιταλικά, πίνουν espresso, λευκό κρασί, μπύρα, ούζο, υπάρχουν και εκείνοι που μπορούν και αγοράζουν κόσμημα από τον Λαλαούνη ή τον Minas, τσάντα από το Folie- Folie, μερικοί τυχεροί που μπορούν να δεπνήσουν στο Apaloosa και στο Catari, δίνοντας την εντύπωση στους ντόπιους ότι ολόκληρη η Ελλάδα και να φαλιρίσει το νησί τους θα εξακολουθήσει να είναι κερδοφόρο -και μάλλον έχουν δίκιο.
Την επομένη αποφασίσαμε να πάμε εξερεύνηση στο «Paradise». Είχα να επισκεφθώ την αμμουδιά αυτή εικοσιπέντε χρόνια. Με καλή διάθεση και μετά από είκοσι λεπτά οδήγημα φτάσαμε εμπρός από την πύλη που οδηγούσε στο «PARADISE BEACH». Παρκάραμε στο χώρο στάθμευσης και με τα πόδια προχωρήσαμε να βρούμε άνοιγμα προς την θάλασσα διότι υπήρχαν μια σειρά από χαμηλοτάβανα κτίρια που εμπόδιζαν την διέλευση στην αμμουδιά. Τελικά βρήκαμε την είσοδο προς τον «Παράδεισο» που ήταν ταυτόχρονα και είσοδος ενός μπαρ. Περπατήσαμε προς την θάλασσα ανάμεσα από ξαπλώστρες ώσπου πατήσαμε πόδι στην ήρεμη θάλασσα. Κρατώντας τα παρεό μας, θέλαμε να τα απλώσουμε στην άμμο να κάνουμε την βουτιά μας να ξαπλώσουμε, να στεγνώσουμε, να ευχαριστηθούμε διακοπές. Περπατήσαμε από την μια άκρη της παραλίας ως την άλλη άκρη και ελεύθερο χώρο για να απλώσουμε τα δύο πανιά μας δεν υπήρχε. Μονάχα ξαπλώστρες. Εκατοντάδες, εκατοντάδων ξαπλώστρες. Κάναμε μια βιαστική βουτιά και βρεγμένοι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Βγαίνοντας από την ίδια είσοδο, θέλησα να αγοράσω ένα μικρό μπουκάλι νερό. Ζήτησα από τον μπάρμαν που εκείνη την στιγμή έβαζε παγάκια σε μια μηχανή για ποτά να μου δώσει ένα μπουκαλάκι νερό. Μου το έδωσε παγωμένο. Του άφησα ένα νόμισμα των δύο ευρώ. Μου είπε ότι δεν είχε ρέστα ένα ευρώ κι έτσι αναγκαστικά πήρα δύο μπουκαλάκια – δίχως απόδειξη. Παρ όλη όμως την «καταστροφή» που επιβάλουν οι υπεύθυνοι που εκμεταλλεύονται την παραλία, κόσμος εξακολουθεί και συρρέει στην αμμουδιά που άλλοτε δικαίωνε το όνομά της «PARADISE BEACH».
Την ωραιότερη μέρα την είχαμε στην «Φτελιά» με φίλους. Μια από τις λίγες παραλίες που ακόμη θυμίζουν το πως ήταν κάποτε οι αμμουδιές στην Μύκονο. Δίχως ξαπλώστρες, απανωτές ομπρέλες, τζετ σκι, πούρα, και κυρίως αυθαίρετους νεοέλληνες που επιβάλουν σ όλο το νησί την ανεξέλεγκτη κακογουστιά τους στ όνομα του κέρδους.
Υ.Γ: (Τελικά να δείτε που μνημόνιο ξε-μνημόνιο ακόμα και να καταρρεύσει η Ελλάδα ολόκληρη, τρία σύγχρονα «πριγκιπάτα» Μύκονος, Ρόδος, Σαντορίνη, θα συνεχίζουνε να χαίρονται πακτωλούς ολόφρεσκου νόμιμου ή παράνομου, καθαρού ή μαύρου χρήματος.)
Την επομένη αποφασίσαμε να πάμε εξερεύνηση στο «Paradise». Είχα να επισκεφθώ την αμμουδιά αυτή εικοσιπέντε χρόνια. Με καλή διάθεση και μετά από είκοσι λεπτά οδήγημα φτάσαμε εμπρός από την πύλη που οδηγούσε στο «PARADISE BEACH». Παρκάραμε στο χώρο στάθμευσης και με τα πόδια προχωρήσαμε να βρούμε άνοιγμα προς την θάλασσα διότι υπήρχαν μια σειρά από χαμηλοτάβανα κτίρια που εμπόδιζαν την διέλευση στην αμμουδιά. Τελικά βρήκαμε την είσοδο προς τον «Παράδεισο» που ήταν ταυτόχρονα και είσοδος ενός μπαρ. Περπατήσαμε προς την θάλασσα ανάμεσα από ξαπλώστρες ώσπου πατήσαμε πόδι στην ήρεμη θάλασσα. Κρατώντας τα παρεό μας, θέλαμε να τα απλώσουμε στην άμμο να κάνουμε την βουτιά μας να ξαπλώσουμε, να στεγνώσουμε, να ευχαριστηθούμε διακοπές. Περπατήσαμε από την μια άκρη της παραλίας ως την άλλη άκρη και ελεύθερο χώρο για να απλώσουμε τα δύο πανιά μας δεν υπήρχε. Μονάχα ξαπλώστρες. Εκατοντάδες, εκατοντάδων ξαπλώστρες. Κάναμε μια βιαστική βουτιά και βρεγμένοι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Βγαίνοντας από την ίδια είσοδο, θέλησα να αγοράσω ένα μικρό μπουκάλι νερό. Ζήτησα από τον μπάρμαν που εκείνη την στιγμή έβαζε παγάκια σε μια μηχανή για ποτά να μου δώσει ένα μπουκαλάκι νερό. Μου το έδωσε παγωμένο. Του άφησα ένα νόμισμα των δύο ευρώ. Μου είπε ότι δεν είχε ρέστα ένα ευρώ κι έτσι αναγκαστικά πήρα δύο μπουκαλάκια – δίχως απόδειξη. Παρ όλη όμως την «καταστροφή» που επιβάλουν οι υπεύθυνοι που εκμεταλλεύονται την παραλία, κόσμος εξακολουθεί και συρρέει στην αμμουδιά που άλλοτε δικαίωνε το όνομά της «PARADISE BEACH».
Την ωραιότερη μέρα την είχαμε στην «Φτελιά» με φίλους. Μια από τις λίγες παραλίες που ακόμη θυμίζουν το πως ήταν κάποτε οι αμμουδιές στην Μύκονο. Δίχως ξαπλώστρες, απανωτές ομπρέλες, τζετ σκι, πούρα, και κυρίως αυθαίρετους νεοέλληνες που επιβάλουν σ όλο το νησί την ανεξέλεγκτη κακογουστιά τους στ όνομα του κέρδους.
Υ.Γ: (Τελικά να δείτε που μνημόνιο ξε-μνημόνιο ακόμα και να καταρρεύσει η Ελλάδα ολόκληρη, τρία σύγχρονα «πριγκιπάτα» Μύκονος, Ρόδος, Σαντορίνη, θα συνεχίζουνε να χαίρονται πακτωλούς ολόφρεσκου νόμιμου ή παράνομου, καθαρού ή μαύρου χρήματος.)