`

Πάμε για κάμπινγκ στην πλατεία… Υπερβολές;


Μια την 
λαδωμένη 
εφημερίδα, μια 
τον ουρανό, 
κοιτά, ψάχνει 
για σύννεφα και 
αναρωτιέται φωναχτά: 
λες να βρέξει σήμερα;
Ο Γρηγόρης στα 55, 
κομμένη πια η 
αναπηρική σύνταξη...
κομμένα τα φράγκα, άστεγος και αυτός από την αρχή του Σεπτέμβρη.
Ξεκίνησε χρόνια πριν, από την Μυτιλήνη, δίχως οικογένεια, μεγάλωσε μέσα σε ιδρύματα, άρρωστος, με ζάχαρο στα ουράνια, έβγαλε μια σύνταξη, μα η κρίση την έκαμε καπνό.
Κοιμάται στα παγκάκια, ούτε πρεζάκιας, ούτε αλκοολικός, τσιγαράκι κι αυτό δανεικό, Τρακαστράτος ή Σανβρώ.
Όσο γεμίζει το φθινόπωρο, τόσο ψάχνει γύρω από το λιμάνι για απάγγειο, όπως ένα σωρό κοσμάκης που στο πρώτο στραβοπάτημα ευάλωτοι, με χαλασμένους μεντεσέδες όπως ήταν, έπεσαν, τσακίστηκαν στα βράχια.
Φορά κάτι αστεία κόκκινα γυαλιά, κάπου ξεπεσμένα βρέθηκαν στα χέρια του, τώρα και το κουκούτσι έγινε αμύγδαλο, ψάχνει ένα δωμάτιο, μέχρι 100 ευρώ, θα το παλέψει,
ζητιανιά και φαί στην εκκλησία, την μητρόπολη του Πειραιά, όσο για φάρμακα, ας είναι καλά οι γιατροί του κόσμου. Μόνο που τώρα θέλουν κι αυτοί χαρτούρα, μα δεν τον νοιάζει, θα την βγάλει, αν δεν πεθάνει από το  κρύο ή από καμμιά αρρώστια θα βρει την άκρη του.
Σαν αυτόν ένα σωρό κόσμος στην γύρω πλατεία Λουδοβίκου, όνομα και πράμα, παίζουν πεντοζάλη, κολοτούμπες για ένα ευρώ.
Ζητιάνοι, ρομά, πρεζάκια, λαθρομετανάστες, άνεργοι και ηλικιωμένοι, αρσενικά και θηλυκά, όλα ένα κουβάρι,
παραμιλούν τον ίδιο μονότονο σκοπό.
Αυτοί φαίνονται, δεν κρύβονται, ούτε και τραβιούνται
από τα υγρά  μάτια μας.
Όμως ένας άλλος κόσμος, ένα σκαλί παραπάνω γράφει ιδρώτα στο μέτωπο κάθε που αγγίζει με τα δάχτυλα το άδειο πορτοφόλι.
Ένας κόσμος που δουλεύει και δεν πληρώνεται, έχει μήνες να πάρει έστω και έναντι, όμως ούτε λέξη δεν τολμά να πεί, ούτε κουβέντα να βγάλει. Άσπρα, κόκκινα, μπλέ, χαμένα μεροκάματα.
Μικρομάγαζα, μεσαίες επιχειρήσεις, φούρνοι, καφετέριες, υπηρεσίες καθαρισμού, ιματισμού,  υποφέρουν, όλα στενάζουν.
Ανοίγει το στόμα και μιλά ο Παναγιώτης, πρόεδρος στους εμπορουπαλήλους του Πειραιά, άνεργος σήμερα, αλλά νωρίτερα εννιά μήνες ήταν στο περίμενε, εννιά μήνες, του έλεγαν πως το ταμείο είναι άδειο και θα πρέπει να περιμένει.
Στο πέρασμα για πληροφορίες από το εργατικό κέντρο Πειραιά,       οι  εκεί εργαζόμενοι βάζουν τα «πικρά» γέλια, απλήρωτοι και οι ίδιοι, από τον ΟΑΕΔ, είναι έτοιμοι να βγάλουν το δικό τους θέμα.
Στην μεγάλη αίθουσα καθαρίστριες μιλούν για μια εταιρία που χρωστά πολλά μεροκάματα, στο άκουσμα της τηλεόρασης, του Μέγκα, η πόρτα κλείνει.
Ο φόβος μυρίζει από μακριά.
Κι αν μάθουν τα αφεντικά πως το είπαμε στα κανάλια, δεν θα μας δώσουν ποτέ ούτε τα δεδουλευμένα.
Μια ομερτά που σαρώνει, αν μιλήσεις μπορεί να χάσεις και όλα τα προηγούμενα μεροκάματα, ίσως κιόλας να χάσεις την δουλειά που πάς και έρχεσαι, φαίνεσαι ένας κανονικός, τακτοποιημένος άνθρωπος.
Μπορεί ξαφνικά από την μια στιγμή στην άλλη, να βρεθείς στην πεζούλα, πλάι στον Γρηγόρη και να μιλάς για την ενδεχόμενη βροχή με δέος.
Η κομψότητα, το τακτ και η αβροφροσύνη χάνονται στην σκιά της ανέχειας, μόνο από το χρώμα ξεχωρίζω την λαθρομετανάστρια που κοιμάται στην κεντρική πλατεία του Πειραιά.
Λιγοστά τα παγκάκια σε λίγο, με μικρά κουπόνια, δελτία, θα ξαπλώνουμε και σε αυτά.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...