`

Επίδοξος νταβατζής

Ούτε ένα τσιγάρο δεν προλάβαινα να κάνω. 
Ίσα που το άναβα, μια τζούρα στα γρήγορα...
και το υπόλοιπο καιγόταν στο γυάλινο τασάκι. 

Φυλής 1993, καλοκαίρι. Αδύνατη, μαυρισμένη με ένα μικροσκοπικό μπικίνι σε πράσινο φλούο χρώμα, ήταν της μόδας. Στο πάνω μέρος...τίποτα. Το φρέσκο σιλικονάτο στήθος μου έστεκε περήφανο προς τέρψη κάθε αντρικού ματιού. Άλλωστε γιατί το χρυσοπλήρωσα;

Βγαίνω φουριόζα από ένα δωμάτιο, μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, μια υποψία τζούρας από ότι απέμεινε απ το προηγούμενο τσιγάρο, μια ακόμη πιο γρήγορη ματιά στους πελάτες στο σαλόνι, αρπάζω ένα προφυλακτικό και μπουκάρω στο δεύτερο δωμάτιο.
Έμεινα εμβρόντητη από την ομορφιά. Ένα σιδερένιο μαύρο κρεββάτι, γεμάτο ομορφιά. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να δείξω θαυμασμό.

Σηκώθηκε απότομα μπροστά μου. Πανήψηλος, αειθαλής, κλασσάτος μες στη γύμνια του μου προτάσσει το χέρι του.
«Νίκος».
«Άννα», ψέλλισα και κράτησα με το ζόρι τη φράση μη βγει από μέσα μου.-Να του δώσω τα λεφτά του πίσω; Είναι δυνατόν αυτό το πλάσμα να με πληρώσει;

Καμμία λέξη δεν θα μπορούσε να περιγράψει τον τρόπο που έβαλε ελαφρώς βίαια τα χέρια του στα μαλλιά μου και μου ρούφηξε τα χείλη. Ακόμη θυμάμαι τη γεύση. Ακόμη και τώρα θυμάμαι πως χτύπησα στα δόντια του και μάτωσα στο κάτω χείλος. Αίμα και καργιόν ένα χρώμα, μια γεύση, μια τρέλλα. Την κίνηση των χεριών μου προς στο στήθος του, τάχα μου να τον απομακρύνω. Μα με τι δύναμη; Λύγισαν τα γόνατα μου. Ανταλλάσαμε ηδονή μ ένα ατέρμονο λυσσασμένο φιλί, σχεδόν απόγνωσης. Κάηκα. Ένοιωθα τη στύση του στο στομάχι μου και λύγιζα ακόμη πιο πολύ. Καινούρια γυναίκα-ούτε 3 μήνες, έμπειρος πανέμορφος εραστής. Ήμουν χαμένη από χέρι.

Σταμάτησε με κοίταξε, τράβηξε τα χέρια του από πάνω μου κάπως άτσαλα και μου είπε. «Δεν είσαι για εδώ μέσα εσύ. Φεύγοντας θα αφήσω το τηλέφωνο μου στο παιδί έξω» και ήδη ντυνόταν. Βγήκα σαλεμένη, ξεμαλλιασμένη, χαμένη ,σχεδόν αλλόφρων. Σίγουρα ο επόμενος πέρασε πολύ καλά. Σιγά μην τον θυμάμαι. Εκείνος ο αριθμός είναι ακόμη τυπωμένος, μετά 20 χρόνια. 015445......

Το πρώτο βράδυ με πήγε σε ένα πανάκριβο εστιατόριο στον Πειραιά. Large, αλέγκρος, υπέροχος, μάγκας, έσταζε καύλα ολόκληρος. Το επόμενο στο Λαιμό. Στην άκρη του γκρεμού, απο κάτω η θάλασσα, σαν πιγκουίνοι τα αμάξια στη σειρά, ζευγάρια πολλά. Άλλα αγνάντευαν, άλλα έχυναν, άλλα θύμωναν, κάποιοι γελούσαν κι εμείς πάνω στο καπό του αυτοκινήτου να βάζουμε κόντρα ποιός θα ερεθίσει τον άλλον περισσότερο. Θα ήμασταν ισοπαλία αν δεν έψαχνα τα κουμπιά μου ακόμη.

Είχε περάσει σχεδόν ένας μήνας. Είχα τσιμπηθεί για τα καλά.
Μια νύχτα καθώς πηγαίναμε για Κόρινθο σταμάτησε σε ένα ξενοδοχείο μετά την Ελευσίνα.

Πριν ακόμη μπούμε στο δωμάτιο είχα βγάλει ήδη το φανελάκι μου. Τα μάτια του τόσο υγρά, σχεδόν δακρυσμένα από τον πόθο. Ήμουν σίγουρη πως εκείνο το βράδυ θα είχα οργασμό. Αφού μου το έλεγαν τα μάτια του. Κυριολεκτικά με πέταξε στο κραββάτι. Δεν άφησε εκατοστό του κορμιού μου που να μη φιλήσει, να μη δαγκώσει. Τρυφερός και συνάμα αγρίμι, ιδρωμένος, υπέροχα όμορφος και δυο μάτια πυγολαμπίδες να με εκλιπαρούν να φτιαχτώ κι άλλο. Να ουρλιάξω. Πονούσε το σώμα μου από την ηδονή. Είχα πρηστεί από κάτω, δυο ώρες συνεχόμενες. Σταματούσε, απολάμβανε που σπαρταρούσε το θήραμα του και ξαναέπεφτε στη μάχη. Ερωτευμένη και ερεθισμένη. Η υπέρτατη ευτυχία για μια γυναίκα.

Μα δεν ερχόταν. Και συνέχιζα να πρήζομαι κι αυτό να τον εξιτάρει ακόμη περισσότερο, γιατί...στένευα. Τελείωσε με μια κραυγή απελπισίας και ηδονής, στην κοιλιά μου. Ήμουν τόσο κοντά.

Πήγε κατευθείαν στο ντούς. Έμεινα μόνη να παλεύω με τα σεντόνια, να χώνω τα νύχια στο δέρμα μου, μούσκεμα, τέλη καλοκαιριού σ ενα φτηνό ξενοδοχείο κάπου στην εθνική. Βγήκε σιωπηλός. Στάθηκε στην μπαλκονόπορτα, κοιτούσε έξω. Μόλις άρχισε η νύχτα να δίνει τη σκυτάλη στο αχνό φώς. Ένα τρέμουλο στα πόδια τον πρόδωσε και άπλωσε τα τεράστια χέρια στο κάσωμα για να στηριχτεί. Δεν είχε σκουπίσει το νερό από πάνω του. Εκεί στο γκριζοκίτρινο φως της ανατολής, ένα κορμί που θα ζήλευαν και οι αρχαίοι γλύπτες, στεκόταν ακίνητο. Σχεδόν άκουγα την διαδρομή από τις σταγόνες που έτρεχαν στο δέρμα του ώσπου να πέσουν στη φτηνή μοκέτα. Τίναξε τα μαλλιά του κι ένοιωσα τις ψιχάλες στα πόδια μου. Ομορφότερο πίνακα, που να βρίσκομαι μέσα του, δεν ξαναείδα.

Αρκετές μέρες μετά άρχισε να μου ζητάει δανεικά, να κλαίγεται για οικονομικά προβλήματα. Μια υγρή νύχτα στο σπίτι μου, ενώ με πήγαινε στον παράδεισο πάλι, κάτι είδε, κάτι ένοιωσε, κάτι διαπίστωσε. Ναι, δεν είχε καταλάβει τι ήμουν. Τι υπήρξα. Το πως και το γιατί ποτέ δεν το ρώτησα. Από φόβο και περηφάνια. Κι έκανε αυτή τη λυτρωτική κίνηση, να μου το παίξει νταβατζής. Λες και δεν ήμουν το ίδιο πρόσωπο πρίν λίγες εβδομάδες. Προφανώς δεν ήξερε πως τον μόνο νταβατζή που είχα στη ζωή μου, ήταν ο εαυτός μου. Και ήταν ο χειρότερος απ’ όλους....

www.protagon.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...