`

Για το βιβλίο της Ρέας.. του Οδυσσέα Ιωάννου

Όσες φορές γύρισα πίσω, 
το έκανα γιατί κάποιος 
άλλος με πήγε πάλι εκεί.


Ποτέ μόνος μου. Έχω αφεθεί στις αφορμές των άλλων και σαν να περιμένω το επόμενο τρόλεϊ που θα ανεβοκατέβει την Πατησίων, αρπάζομαι από τις ανάγκες τους για μιλήσουν για τη γειτονιά τους, τα παιδιά της, τα χρόνια της, και κάνω τη διαδρομή σχεδόν τζάμπα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, σε εκείνες τις περιοχές της Αθήνας συμβίωνε αρμονικά όλη η διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας. Ας με συγχωρέσουν οι επιστήθιοι Αριστεροί φίλοι μου για την «ύποπτη» διατύπωση “συμβίωνε αρμονικά”, αλλά οφείλω να γράψω ό,τι έζησα όπως το θυμάμαι, με τα μάτια εκείνης της ηλικίας.
Στις πολυκατοικίες της Πατησίων, της Κεφαλληνίας, της Ιθάκης, της Πιπίνου, της Φυλής, της Αλεξάνδρας, στα ημιυπόγεια και στα ισόγεια μισθωτοί και μεροκαματιάρηδες, και από τον τέταρτο και πάνω πλούσιοι. Δεν είχαν ακόμη αποσυρθεί στους πύργους τους, σε άλλα προάστια. Ήταν αλλιώς. Πηγαίναμε με τα παιδιά τους στο ίδιο δημόσιο σχολείο, κάναμε παρέα, ήταν οι φίλοι μας. Ένα σινεμά, ένα σουβλάκι και πέντε δραχμές για την εκδρομή τα διαθέταμε όλοι. Μόνο σε κάτι ρούχα φαινόταν μια διαφορά, αλλά ακόμη κι αυτήν τη σκέπαζε η ποδιά. Ποια παραπάνω χλίδα και επίδειξη να μας διαχωρίσουν σε τέτοια ηλικία; Φαντάζομαι ότι στον κόσμο των μεγάλων, η ταξική διαφορά επέβαλε τους νόμους της και ήταν σκληροί. Κάπως έτσι εξηγούνται οι πληθυντικοί των γονιών μου σε κάποιους γονείς συμμαθητών μου, ενώ εκείνοι απαντούσαν μονίμως στον ενικό. Την είχαν την πετριά του πλούτου...
Η Ρέα γεννήθηκε πλούσια. Στην Αλεξάνδρας. Είχαν και αυτοκίνητο. Για την ακρίβεια, όλα τα Toyota που εισάγονταν στην Ελλάδα... Ο πατέρας της ένας “διάολος” των επιχειρήσεων που κατάφερνε να υλοποιήσει όποια “παράξενη” και τολμηρή για την εποχή ιδέα του καρφωνόταν στο μυαλό. Χαρισματικός και φυσικά ο Θεός της. Πέθανε πριν κλείσει τα σαράντα.
Μεταίχμιο. Μεταπολίτευση. Τραγούδια. Από τα απαγορευμένα του Μίκη μέχρι Τζένη Βάνου. Και ένα μικρό παιδί που έπρεπε να “απολογηθεί” γιατί είχαν λεφτά επί Χούντας. Τότε που γέμισε η Ελλάδα αντιστασιακούς. Όλοι είχαν μια πράξη αντίστασης να αφηγηθούν. Εννέα εκατομμύρια αντιστέκονταν σθεναρά, αλλά αυτή η ρημάδα η Χούντα άντεχε! Αλίμονο στους εκτοπισμένους στα ξερονήσια και στους βασανισμένους, εκείνους που σακατεύτηκαν αλλά δεν το εξαργύρωσαν.
Τέτοιου είδους βιβλία τα γράφεις με τα μάτια του παιδιού ή του ενήλικα; Ποιο είναι το ζητούμενο; Να είσαι δίκαιος ή να είσαι αληθινός ως προς το αίσθημά σου εκείνης της εποχής; Το δεύτερο, ασυζητητί! Το πρώτο, ας το κάνουν οι Ιστορικοί. Η αλήθεια της Ρέας σε αυτό το βιβλίο, είναι ένας κόσμος. Είναι η αγάπη που μένει πίσω να διαχειριστεί το κάταγμα ενός ξαφνικού θανάτου. Κι ένα πείσμα για ζωή, όχι επειδή ξεκινάς από προνομιακή αφετηρία, αλλά επειδή το να ζήσουμε είναι η καλύτερη πρόταση που είχαμε μέχρι τώρα...
Είμαι κι εγώ που μέτραγα τα κέρματά μου έξω από την Πανελλήνιο Αγορά, για να πάρω μία ομάδα Subbuteo. Και μετά, ένα σκέιτμπορντ για να μετρήσω με το σαγόνι μου όλους τους αρμούς από τα μάρμαρα στο άγαλμα της Αθηνάς στην Αλεξάνδρας. Ακριβώς απέναντι από το διαμέρισμα της Ρέας. Σίγουρα με είδε...
Το ξεκίνησα απογευματάκι και δεν το άφησα μέχρι τα μεσάνυχτα. Αποκαλύπτοντάς σας προσωπικά μου δεδομένα, της έστειλα στις δώδεκα ένα μήνυμα:
“Ίσως θα ήθελα να ήταν πολλές πίστες χειρότερο το βιβλίο σου για να σου στείλω ένα τυπικό και ευγενικό μπράβο. Αλλά με ξεπέρασε. Σε σημεία με έσκισε. Ίδια περιοχή ζήσαμε. Εγώ ζαχάρωνα Μούγιερ και Τσοκά και δεν μπορούσα να τα έχω, αλλά θέλω να πιστεύω πως δεν μου έμεινε κανένα απωθημένο. Αγαπούσα και τους πλούσιους φίλους μου...
Η αλήθεια σου σε αυτό το βιβλίο σε χτυπάει στα μούτρα και σε ζαλίζει. Η γραφή σου απλά γαμεί και η περιγραφή αρρώστιας και θανάτου πατέρα, δεν ξέρω πόσες αντίστοιχες έχει στην ελληνική λογοτεχνία. Θέλεις να γίνουμε φίλοι;”.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...