`

Η σάρκα της πατρίδας μου.. του Αύγουστου Κορτώ

Τα πιο ατρόμητα είναι 
τα ρούχα. Κλεισμένα 
στην ντουλάπα τους, φρεσκοπλυμένα...
και σιδερωμένα, συζητούν χαμηλόφωνα στα Καντονέζικα, χωρίς η φωνή τους να προδίδει το παραμικρό ίχνος ανησυχίας. 

Τις προάλλες οι αρβύλες -δυο κακοπαθημένες Τουρκάλες, στοιχειωμένες από μιαν επίμονη ποδαρίλα- ρώτησαν το φασόν Levi’s που κρεμόταν διπλωμένο στην καρέκλα του υπολογιστή πώς είναι δυνατόν να μη φοβάται: «Βρισκόμαστε στο σπίτι του εχθρού», του είπαν. «Είσαι ξένος και, μάλιστα, με εβραϊκό όνομα». Όμως το τζιν τους αποκρίθηκε ψύχραιμα, σε άπταιστα αγγλικά γραφείου, ότι δεν ισχύουν οι ίδιοι κανόνες γι’ αυτό και τους συντρόφους του. «Είμαστε πολλοί, και πολύ πλούσιοι, για να φοβόμαστε», τους είπε χαρακτηριστικά. «Εχθρός βαφτίζεται μονάχα ο φτωχός».

Κι ωστόσο, οι αρβύλες έχουν δίκιο. Η ζωή μας κυλά γύρω από έναν άνθρωπο που μισεί όποιον δεν έχει την ίδια καταγωγή και το ίδιο χρώμα μ’ αυτόν. Άλλο που η μάνα του, χήρα, καθαρίστρια, εξήντα ετών, ψωνίζει ρούχα και πράγματα φτιαγμένα σε άλλες χώρες -χώρες εχθρικές, χώρες βαρβάρων, έτσι τις λέει ο γιος της- επειδή είναι τα μόνα που μπορεί να αγοράσει με τα πενιχρά της έσοδα. «Η ένδεια φταίει για όλα», λέει ο σοφός Ινδονήσιος υπολογιστής, που έχοντας πρόσβαση στο ίντερνετ ξέρει πολύ περισσότερα από μας. «Ο καπιταλισμός, και η παρούσα κρίση του, είναι η πηγή όλων των δεινών». Βέβαια, αυτά τα λέει μόνο όταν είμαστε μόνοι στο δωμάτιο, διότι είναι "κομμουνιστικά", και ο ιδιοκτήτης μας μισεί τους κομμουνιστές, όπως και τους ομοφυλόφιλους. (Αν και το mp3 player, ένα νεαρό προϊόν απ’ την Ταϊβάν, ισχυρίζεται πως η λίστα των τραγουδιών του περιλαμβάνει πολλά κομμάτια εξαιρετικά δημοφιλή στους γκέι. Η μουσική είναι το πιο μεγάλο μυστήριο, όπως λέει κι ο υπολογιστής). Ωστόσο, όλες αυτές οι θεωρητικές κουβέντες ελάχιστα με αφορούν, και συχνά δεν φτάνουν καν στ’ αυτιά μου, αφού σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αποκτήματα, που ζουν στον έξω κόσμο, εγώ περνώ τις περισσότερες μέρες και νύχτες μου καταχωνιασμένο στο τελευταίο συρτάρι ενός παιδικού γραφείου ή κρυμμένο κάτω απ’ το στρώμα -Πακιστανός στην καταγωγή- που πνίγει τις φωνές με το πάχος του. Όχι, δεν θα ’θελα να ζω φανερά. Θα ’θελα να μη ζω καθόλου.

Το ίδιο έλεγε κι ο Σοφοκλής -σύμφωνα μ’ ένα παλιό σχολικό βιβλίο, που έχει μείνει χρόνια ανέγγιχτο- και όταν το πιάνουν μοναξιές, μας αφηγείται αποσπάσματά του. Μη φανταστείτε βέβαια πως η ύπαρξή μας είναι κάποια ασύλληπτη τραγωδία - στην πραγματικότητα είναι μια φευγαλέα αίσθηση, ένας ανθρωπομορφισμός που διαρκεί όσο βρισκόμαστε σε τριβή με το σώμα και την παρουσία του ανθρώπου για τον οποίο φτιαχτήκαμε κι αγοραστήκαμε. Αλλά όπως και κάθε τι, έστω κι ελάχιστα ενσυνείδητο, πλασμένο από ανθρώπινα χέρια, έχουμε κι εμείς καταγωγή, και μνήμες, και καμιά φορά μέχρι και όνειρα. Καθώς και φόβο, πανικό θνητότητας.

Για τα ρούχα, τα παπούτσια και τα αναλώσιμα αντικείμενα, ο μεγαλύτερος τρόμος είναι τα σκουπίδια, η Κόλαση της χωματερής. Για τον υπολογιστή, το επόμενο μοντέλο. Και για μένα, που έχω ήδη ζήσει τον χειρότερο εφιάλτη μου, η σκέψη πως θα πρέπει να κουβαλάω την ανάμνησή του για δεκαετίες, μπορεί και για αιώνες, καθώς προς μεγάλη μου λύπη δεν είμαι τόσο φθαρτό όσο θα ήθελα.

Μα ας γυρίσουμε στα όνειρα, που μας απασχολούν τις γαλήνιες ώρες της νύχτας, όταν ο αφέντης κι ορκισμένος μας εχθρός αλωνίζει με την παρέα του. Τα ρούχα και πάλι ξεχωρίζουν, καθώς είναι τα πλέον ματαιόδοξα: ιδίως αυτά που είναι απομιμήσεις μεγάλων οίκων μόδας, φαντάζονται βεγγέρες όπου παρευρίσκονται μεταμορφωμένα σε σικάτα κοστούμια, πουκάμισα με μανικετόκουμπα, και γραβάτες από μετάξι. Τα αθλητικά ονειρεύονται πως ξυπνούν ως σκαρπίνια από νάπα Ιταλίας, ο υπολογιστής (που ως παντογνώστης έχει κι αυτός τις στιγμές φιλαυτίας του) πως γίνεται ένας στυλάτος λάπτοπ, Κινέζος εξ Αμερικής, κι εγώ - εγώ κάθομαι κι ακούω και δεν τολμώ να ονειρευτώ, γιατί αν αφήσω τον νου μου να ξεστρατίσει σε εικόνες μιας άλλης, καλύτερης ζωής (όπου με κρατούν άνθρωποι γεμάτοι αγάπη, σ’ ένα παιδικό πάρτι την ώρα της τούρτας, λόγου χάρη, ή στην κουζίνα ενός ερωτευμένου ζευγαριού που μαγειρεύει) το μαρτύριο της ύπαρξής μου θα γίνει ακόμα πιο βαρύ.

Γιατί, βλέπετε, θυμάμαι. Θυμάμαι τη σάρκα της πατρίδας μου, τα ανθρώπινα χέρια που με συναρμολόγησαν, κρατώντας με δύναμη τη λαβή μου, και θυμάμαι ότι τα ίδια εκείνα χέρια -τραχιά και μελαψά- μ’ έφτιαξαν για να κρατήσουν τα λιγοστά χαρτονομίσματα του μηνιάτικου, ώστε να μπορούν να χαϊδέψουν τα κεφάλια μικρών, σκουρόχρωμων παιδιών, να ενωθούν σε προσευχή, να κάνουν όσο καλό μπορούσαν για να αντισταθμίσουν το γεγονός ότι είχαν δώσει μορφή σε ένα όργανο του κακού.

Δεν έχω άλλη χρήση, δυστυχώς: η εμφάνισή μου προδίδει μονομιάς τη φρικαλεότητα των πράξεων για τις οποίες προορίζομαι. Και το μόνο που ήλπιζα, όταν ξενιτεμένος βρέθηκα στο σπίτι και στα χέρια του ανθρώπου που έβλεπε την πατρίδα μου ως τόπο εχθρών που πρέπει να εξοντωθούν, ήταν να μη φτάσει ποτέ η στιγμή που θα ’βγαινα απ’ την τσέπη του για να επιτελέσω τον αδιανόητο ρόλο μου. Ευχόμουν μέχρι να πέσω στα χέρια της αστυνομίας πριν προλάβω να μετέχω στο κακό.

Ατύχησα. Χτες βράδυ, ξαφνικά, το κίτρινο φως ενός έρημου δρόμου άστραψε πάνω μου, και βρέθηκα ως τη μέση χωμένο στο στήθος ενός ανθρώπου, η αιχμή μου άγγιξε και διαπέρασε την καρδιά του, κι όταν με τράβηξαν έξω ήμουν μούσκεμα στο αίμα, ένα αίμα οικείο όσο και το χρώμα του ήδη ασάλευτου προσώπου, που ο κύριός μου έφτυσε, προτού σκύψει να σκουπίσει τη λεπίδα μου στο μπουφάν του νεκρού.

Κι ούτε που νοιάστηκε να με καθαρίσει, να ξεπλύνει από πάνω μου το κρίμα που άθελά μου διέπραξα. Τώρα με αναζητούν, κι αν με βρουν, θα με φυλάξουν άθικτο, και θα κουβαλάω πάνω μου το αίμα του νέου παιδιού (που θα μπορούσε να ’ναι γιος ή αδελφός του δημιουργού μου) για πάντα.
Θα μπορούσα να απεκδυθώ της ευθύνης, φυσικά. Να δηλώσω αθώο θύμα, εργαλείο χωρίς δική του βούληση, άμοιρο ενοχής για τη δολοφονία στην οποία χρησιμοποιήθηκα. Ή θα μπορούσα να απαλλαγώ μια και καλή από κάθε τέτοια έγνοια, και να ασπαστώ το μίσος του ιδιοκτήτη μου, που μοιάζει να τον τρέφει και να τον λυτρώνει από πάσης φύσεως τύψεις. Μα δεν μπορώ, κι ούτε θέλω.

Γιατί δεν φτάνει ο πόνος και το πένθος των ζωντανών, των έμψυχων, και οι άψυχοι νεκροί πια δεν πονούν. Τουλάχιστον ας πονέσω εγώ στη θέση τους.


www.protagon.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...