`

Το μυστήριο τραίνο. Για τους Δασκάλους της ζωής μας

Σαν να γεννήθηκε μεγάλη, μεσήλικας..., σαν να μην έζησε ποτέ νέα, έντονη, ευθυτενής, με λαμπερά μαλλιά και δέρμα.

Σαν να μην την ενδιέφεραν τα εγκόσμια, τα ρούχα, η μόδα, τα παπούτσια, το κομμωτήριο, τα κοσμήματα, η γυναικεία φιλαρέσκεια..., κι αυτό το κατάλαβα όταν την είδα μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια τυχαία μέσα στο σουπερμάρκετ των Εξαρχείων.

Η ίδια ακριβώς φιγούρα, με το ίδιο κούρεμα, τα ίδια μπέζ ρούχα και το καμηλό φθαρμένο -ίσως και μοναδικό- πανωφόρι της, περπατούσε αργά, κουβαλώντας την σκυφτή αβρότητα και αξιοπρέπεια της και στα ζαρωμένα χέρια της κρατούσε δύο γιαούρτια.

Στάθηκε πίσω μου υπομονετικά, βλέποντας την πλάτη μου, να αδειάζω το καρότσι με τα ψώνια της εβδομάδος και να τα τοποθετώ στις σακούλες – και μόνο όταν έστρεψα τον κορμό μου, την είδα, αμέσως αναγνώρισα την αγαπημένη φιγούρα της νιότης μου και έλαμψαν τα μάτια μου. Η Αιμιλία! Η φιλόλογος μου!



Αιμιλία! αναφώνησα κι αμέσως παραμέρισα καρότσια και πράγματα και πήγα κοντά της και την αγκάλιασα. Της το είπα αμέσως, ότι δεν περιμένω να με θυμάται..., όμως τη θυμάμαι εγώ και αυτό είναι που μετράει. Την αγκάλιασα ζεστά και τη φίλησα, ότι δεν μπόρεσα να κάνω στα χρόνια του σχολείου..που μας χώριζε το αόρατο νήμα κι αμέσως είπα στην ταμία να κτυπήσει και να βάλει στο λογαριασμό μου και τα δύο γιαούρτια της ‘Κυρίας’. Η ίδια σαστισμένη και αμήχανη, προσπάθησε να αρνηθεί με την απαλή και ζεστή φωνή της όμως δεν της έδωσα περιθώριο να αντισταθεί για την πληρωμή των δυόμιση επιπλέον ευρώ λέγοντας της ..άσε με... είναι το ελάχιστο, το τίποτα, που μπορώ να κάνω για σένα... δεν το ξέρεις..., όμως αυτό που εγώ είμαι σήμερα, οφείλεται σε Σένα!
Είσαι εσύ αυτή, που κατάφερες με τα λόγια σου που ακούγονταν σαν την πιο μελωδική μουσική, να σε περιμένω, να μπεις στην αίθουσα για να αρχίσει το υπέροχο ταξίδι πλέοντας στα γαλάζια νερά της λογοτεχνίας, της ποίησης, των κειμένων, των διηγημάτων, και προσπαθούσες με όλο σου το μυαλό και τη ψυχή να μας αναδείξεις τη δύναμη της ελληνικής γλώσσας και τραβούσες σαν να ξερίζωνες αγριόχορτα και μας αποκάλυπτες τις ρίζες μας στα αρχαία κείμενα και όπως τραβούσες, έβγαιναν και αποκαλυπτόταν από το χώμα οι πιο ζουμερές εύγεστες ρίζες και ρέβες.

Εσύ είσαι αυτή που με ξύπνησες, κι άλλες πολλές, ξύπνησες πιστεύω, από το βαθύ λήθαργο της εφηβικής αδιαφορίας, και καθολικής άρνησης και απαξίωσης, και κατάφερες να εμφυσήσεις την αγάπη για τον Νίκο, τον Γιάννη, τον Οδυσσέα, τον Ηλία, Μενέλαο, Ανδρέα, Κωνσταντίνο Στρατή, Αλέξανδρο, Μάρω, Θεανώ, Μαρία, Ελένη.... και άλλους τόσους και τόσους Έλληνες σύγχρονους λογοτέχνες συγγραφείς και ποιητές αλλά και πιο παλιούς που δεν τους καταλαβαίναμε και μας έκανες να τους νιώθουμε κι αναδείκνυες με μοναδικό τρόπο τα κείμενα τους, τα νοήματα, και μυρίζαμε τις εικόνες και γευόμασταν τους στίχους.

Κι όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά μας εισήγαγες και στα νοήματα που κήρυττε ο Φρειδερίκος Νίτσε – όσο επέτρεπε το νεαρό της ηλικίας μας- στην νέα αρετή της αγάπης που δωρίζει, ευεργετεί χωρίς να υπολογίζει την ανταμοιβή..

Εσύ είσαι αυτή που μας επανέφερες στην τάξη όταν ξεχνιόμασταν και σε αποκαλούσαμε ‘Κυρία’ ,.... «Δεν θα μου υπενθυμίζετε, έλεγες, κάθε λίγο και λιγάκι ότι είμαι ζωντανή και κυρία του εαυτού μου! Το ξέρω! Να με αποκαλείται με το όνομα μου!» Στην « Κυρία Χ» θα αναφέρεστε όταν αυτή δεν είναι παρούσα. Να μάθετε να χρησιμοποιείται σωστά τα Ελληνικά.» κι εγώ κι οι άλλες σε θεωρούσαμε sui generis και μυστήριο τραίνο. Ένα μυστήριο τραίνο που επιβιβαζόμασταν και στην διαδρομή μας μάθαινες να πίνουμε το ποιητικό νέκταρ και να βλέπουμε την αισιόδοξη πλευρά της ζωής, και με έντυσες γαμπρό με το κοστούμι του κοντού σου άντρα και της Λίλης της ψηλής, της φόρεσες το νυφικό σου, την Ειρήνη την έντυσες αθίγγανο και την Κατερίνα γυφτοπούλα και παρουσίασες μπροστά σε ολόκληρο το σχολείο όλα τα τραγούδια, τις μουσικές και τα έθιμα του γάμου, από την πόλη ως την επαρχία τα νησιά και την ύπαιθρο – σε μια γιορτή που δημιούργησες κι έστησες εσύ- μόνη σου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως μας έντυσες στρατιώτες πολεμήσαμε και ζήσαμε τις κακουχίες στα ελληνοαλβανικά βουνά μέσα από το άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας... «.....[Π]ουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του, Άνθρωποι τον φωνάζουν του φαίνονται συντρόφοι του, «πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»

«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!» Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του – Μακριά κτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο – Αύριο, αύριο, αύριο: Το Πάσχα του Θεού!.»

Αιμιλία, θέλω να σου πω πως εσύ και όλες οι άλλες Αιμιλίες και οι Αιμίλιοι , που πέρασαν από τις αίθουσες των σχολείων και κατάφεραν να ταρακουνήσουν κοιμισμένα μυαλά και πνεύματα, ανέδειξαν κρυμμένα ταλέντα, βοήθησαν φοβισμένα παιδιά, νοιάστηκαν, και απέτρεψαν κινδύνους, εμψύχωσαν δειλές καρδιές, εσείς όλοι, ήσασταν που ξεχωρίσατε από άλλους υπηρεσιακούς και διεκπεραιωτικούς συναδέλφους σας – πολλές φορές ασχολούμενοι αποκλειστικά και μόνον με τα προβλήματα του κλάδου.....- εσείς που με την δουλειά σας, την αγάπη σας, με ανιδιοτέλεια, με τον χρόνο που στερήσατε από τα δικά σας παιδιά, σε συνθήκες δύσκολες, με ελάχιστα μέσα, καμιά φορά και με καθόλου μέσα, έχετε καταφέρει αυτό το Τραίνο να ταξιδεύει αέναα, να προσφέρει πρώτης θέσης πνευματικές υπηρεσίες και να σταματά όποτε δει σηκωμένο χέρι ώστε να επιβιβάζεται ένας ακόμη νέος ταξιδιώτης.

Τώρα Αιμιλία, που βρίσκεσαι στο διαμέρισμα της οδού Μαυρικίου, μόνη, με μοναδική συντροφιά τα βιβλία σου, τα γαμήλια έπιπλα σου και τις αφιερωμένες φωτογραφίες του μοναχογιού και των εγγονιών σου, που ζουν στο Βερολίνο, θέλω να σου πω ότι σήμερα κι άλλες Αιμιλίες και Αιμίλιοι είναι έξω, ντυμένοι στρατιώτες, άντρες και γυναίκες επιστρατευμένοι, πολλοί είναι φίλοι μου, κι αγωνίζονται και προσπαθούν να ζήσουν στις συνθήκες του σήμερα και με ψαλιδισμένα τα φτερά τους προσπαθούν να εμφυσήσουν στα νέα παιδιά την Ομορφιά και το Καλό και να τα κάνουν να Αλλάξουν τα πράγματα, κι ελπίζω να είναι πολλοί, στρατός ολόκληρος.

Αιμιλία, σε σκέφτομαι που και που, κι ακόμα κι αν δεν σε σκέφτομαι είσαι εσύ που με ανέβασες στο τραίνο και με έμαθες να σκέφτομαι και να κρίνω – κι ακόμα μαθαίνω...Αιμιλία, δεν είσαι απλώς μυστήριο τραίνο, είσαι one of a kind όπως θα έλεγαν οι σημερινοί παγκοσμιοποιημένοι μαθητές σου, Είσαι Μοναδική!

Άννα Σαφού

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...