`

Ένα Τέρας, δεν ήταν καν Άνθρωπος

Φίλησε τα εγγόνια του 
σταυρωτά,έκλεισε την 
πόρτα και με βαρύ 
σχεδόν ασήκωτο βήμα...
προσπέρασε το γεμάτο από 
φωτογραφίες χωλ, πάντα 
ξεπέρναγε στα βιαστικά, το 
πρώτο στενόμακρο δωμάτιο, 
ειδικά τα βράδια, όταν το 
σκοτάδι ζωντάνευε ακίνητες 
στιγμές.

Ο Μίμης με την γυναικούλα του, μια τρυφερή αγκαλιά, ο Μίμης με την κόρη 
και το γιο, με τα πεθερικά, να και η Ελένη, η ετεροθαλής αδερφή του, σε εκείνη 
τη μοναδική της επίσκεψη, στο Κέηπ Τάουν. Ένα σωρό στιγμές, ένα σωρό 
ξεθωριασμένες μνήμες, ο τοίχος δεν είχε χρώμα, κρύφτηκε πίσω από τα 
παράτερα, διαφορετικά, μικρά και μεγάλα καδράκια, ένα σωρό ξύλινα 
εικονίσματα, κρατούσαν το παρόν δεμένο, σφιχτά πιασμένο, πάνω στον 
περασμένο πεθαμένο χρόνο.

Ο Μίμης γέρασε, πάνε δέκα χρόνια που οι συνάδελφοι του, στη Βουλή, τίμησαν 
την παρουσία και τη θέση του, επιστάτης, καλός εργατικός και αποδοτικός, τόσες 
γλώσσες, τόσα θελήματα, ένας ακούραστος φίλος, ποτέ δεν έκρινε αρνητικά τον 
γείτονα, ποτέ δεν γκρίνιαξε, δεν βόγγηξε για την άχαρη εργασία, ούτε  στα 
βαρετά, ατέλειωτα πήγαινε-έλα, του κλητήρα.

Παντρεύτηκε την Μάϊρα από αγάπη, μεγάλος, παθιασμένος έρωτας, με τους 
γονείς της να διαφωνούν, αλλά δεν έκανε βήμα πίσω, το χρώμα δεν είχε καμμιά 
σημασία, τι κι αν είναι έγχρωμη, μια μαύρη, ενώ εκείνος, ένας κολοράτος, ένας 
μισοέλληνας-μισοπορτογάλλος.

Έμαθε να τραγουδά στις εκκλησιές τους, οι Κυριακάδες δωσμένες, χαρισμένες 
όλες στο Θεό, όμως  οι βδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια, όλα γίναν ιδρώτες, 
αγκαλιές και όνειρα, της οικογένειας του Μίμη Τσαφέντα.

Έτσι θα ήταν, μπορεί να ήταν, τότε λοιπόν ούτε που θα γράφαμε για κείνον, 
μα αλλιώς, διαφορετικά, γράφτηκε η ιστορία του Μίμη Τσαφέντα, επάνω στο 
σύμπαν.

Έσφαξε  στο γόνατο, τον πρωθυπουργό της Νοτίου Αφρικής, τον αρχιτέκτονα του 
απαρχάιντ, κοινωνιολόγο, δόκτορα Φερβούντ.

Ένα σκουλήκι τον έτρωγε, ένα σκουλήκι, έδινε εντολές και τον οδηγούσε, αυτή 
ήταν η απολογία του και οι επίσημες αρχές κατέληξαν, είναι ψυχοπαθής, δεν 
μπορεί να γίνει δίκη.

Φυλακίστηκε, σκληρή απομόνωση και απάνθρωπα βασανιστήρια, το κελί του ήταν 
στο απέναντι κτηριακό συγκρότημα, από αυτό του Μαντέλα.
Μαρτυρίες και μελέτες δεν υπάρχουν, ελάχιστα στοιχεία δεν αποδεικνύουν 
απολύτως τίποτα.

Ένας φονιάς, ένας μοναδικός δολοφόνος, με τα προφανή κίνητρα του να 
γίνονται χαρτοπόλεμος, από μια ανέτοιμη ανθρωπότητα, που ξέρει μονάχα να 
αμφιβάλλει.

Ένας κολοράτος, ο μιγάς, μισός-μισός, μισό άσπρο, μισό μαύρο, έψαχνε
έναν κύκλο που να χωράει, αναζητούσε διαρκώς το περιβάλλον της αποδοχής.

Κέηπ Τάουν, 6/9/1966, στις 14:30, καταφέρνει τέσσερις μαχαιριές στον 
δημοφιλή και σπουδαίο πρωθυπουργό της χώρας, μέσα στη Βουλή, πάνω 
στο βήμα, την ώρα που ο Φερβούντ χαράσσει την πορεία του Απαρτχάιντ και 
κάνει νόμο, δίνει υπόσταση, σάρκα και οστά, στον διαχωρισμό των ανθρώπων 
και την ανωτερότητα της λευκής φυλής.

Τι κατάφερε; Μια τρύπα στο νερό, σε μια ανέτοιμη κοινωνία, όλοι πάγωσαν από 
το απίθανο και ανεπανάληπτο έγκλημα.

Η κοινωνία έμοιαζε ακίνητη, πέταξαν στα βιαστικά τον Τσαφέντα και έθαψαν με 
τιμές και μεγαλεία τον νεκρό. Ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να κλείνουν 
μάτια και αυτιά, ποιός είναι ο δολοφόνος;Ποιος τον έκανε δολοφόνο;

Μπορούμε να βλέπουμε γύρω την αδικία και να κλείνουμε μάτια κι αυτιά και να 
περιμένουμε το καλό από τους κρυφούς, αμίλητους Θεούς;

Σχιζοφρενής ο Μίμης, τι άλλο από έναν παρανοϊκό κάθαρμα,που ατίμασε το 
λογικό μας είδος, ένας απάνθρωπος, τραγικός φονιάς, ανίκανος να βρει ρόλο και 
θέση, να υπάρχει, σε μια κοινωνία που θέλει τους νόμους, αξίες, ήθη και 
πλαίσια, να τα ορίζει μια διαφορετικότητα, με τα μούτρα των ισχυρών, εξώφυλο 
στα Ευαγγέλια και τα Κοράνια.

Έπειτα θα ξεπηδούν, δεκάδες τέτοιοι δολοφόνοι και εμείς «οι νοικοκυραίοι» θα 
φτύνουμε τον κόρφο μας…



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...