`

Το μωβ στρινγκάκι

Για την περιοχή που ζούσε και μεγάλωσε,θα μπορούσες να την πεις έως και σικάτη.

Αν έβγαζες δυο-τρία "παρατράγουδα", όπως το λουλούδι στο πέτο, το μασαζοκαλσόν σε αρκετά πιο ανοιχτή απόχρωση από το δέρμα της, σε συνδυασμό με το πέδιλο, όλο το υπόλοιπο έδενε όμορφα σε ένα αέρινο κορμί, γύρω στα 40, με αρκετά μακριά, φρεσκοβαμμένα μαλλιά, καλοχτενισμένα. Ένα μπεζ ταγιέρ ως το γόνατο την αγκάλιαζε κι ένα φουλάρι προσπαθούσε να κρύψει τα πρώτα σημάδια του χρόνου στο λαιμό της.
Τη συνόδευε ένας άντρας λίγα χρόνια μεγαλύτερός της, καλοβαλμένος και -εκ πρώτης όψεως- φευγάτος. Με την έννοια ότι το μάτι δεν μένει πουθενά σταθερό. Αυτό θα μπορούσες να το πεις και τικ… αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει. Προσπαθούσε, με άνεση μπορώ να πω, να κρατήσει αγκαλιά το λυκόσκυλο που είχε αρρωστήσει από το προηγούμενο βράδυ. Τους είχε πιάσει πανικός και τους δύο, παιδιά δεν είχαν κάνει, οπότε -όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις- όλη η αγάπη και φροντίδα πήγε στη Μάντυ.
Άρχισε με δυσπεψία και κατέληξε σε εμετούς και λιποθυμικές τάσεις. Ο μοναδικός κτηνίατρος της περιοχής, πιο μπρουτάλ δεν έχει, άνετος μέσα στη γνώση του και την υπεροχή της μοναδικότητάς του, προτείνει να κεράσει καφέ. Έξαλλη η μαντάμ, βάζει τις φωνές και τις υστερίες, εναλλάξ.
«Είσαι καλά, χριστιανέ μου; Τι νομίζεις ότι είναι; Το πρόβατο του κυρ Στέλιου στη γωνία; Το παιδί μου είναι αυτό. Το παιδί μου πεθαίνει κι εσύ κερνάς καφέ;».
Ταράχτηκε ο γιατρός, θίχτηκε -βασικά- για τα πρόβατα που κουράρει σε όλη την περιοχή, αλλά τον καφέ για πάρτη του τον παρήγγειλε. Και για το άλλο αρσενικό της παρέας, που πρόλαβε και έδωσε παραγγελιά όσο ωρυόταν η Δέσποινα.
Μέχρι να έρθει το ντελίβερι ακούμπησε, ευλαβικά ομολογώ -μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;- το μισοπεθαμένο ζωντανό στον παγωμένο μεταλλικό πάγκο. Μες στους αφρούς το στόμα του πανέμορφου λύκου.
Του έβγαλε μια ακτινογραφία και βγήκε στο σαλονάκι να πιει λίγο καφέ και να ρωτήσει το ιστορικό του σκυλιού. Η παρουσία μου στο εν λόγω κτηνιατρείο είναι πολύ μεγάλη ιστορία και δεν έχει και σχέση με το θέμα. Η Λούσυ απολάμβανε τα χάδια μου και οσονούπω και τα χάδια του... συζύγου.
«Ένα τέτοιο έπρεπε να σου πάρω, βρε Δεσποινάκι μου! Τι το ήθελες ολόκληρο γομάρι; Κάτι να πάθει, ξεμεσιάστηκα. Ενώ αυτό, μια χούφτα.».
Δεν θέλω να ξαναδώ τέτοιο βλέμμα από άνθρωπο σε σύζυγο! Δεν ξέρω πώς κρατήθηκε και δεν του πέταξε το φαξ που υπήρχε πάνω στο γραφείο. Επενέβη ο γιατρός λέγοντας πως η κατάσταση της Μάντυ είναι πολύ ανησυχητική. Η ακτινογραφία έδειχνε κάτι πολύ σκούρο και μεγάλο στο έντερο και πήρε τηλέφωνο κάποιον - συνάδελφο; τσομπάνη; χασάπη; ειλικρινά, δεν κατάλαβα. Ούτε εγώ, ούτε κανείς. Ήρθε φουριόζος ένας νεαρός γύρω στα τριάντα με καταπράσινα μάτια-φώσφορο, έχουν κάποια μάτια, βρε παιδάκι μου, και λαμποκοπούν έτσι; Έκαναν αναισθησία στο ζώο, πρέπει να είχε γιατρέψει πολλά ζωντανά αυτός ο άνθρωπος. Αγελάδες, πρόβατα, σκυλιά, κατσίκια. Η σιγουριά στις κινήσεις του ήταν συγκλονιστική. Ήταν όμως φανερά ανήσυχος από αυτό που είδε στη κοιλιά του σκύλου.
Καθόμουν έξω και έπινα τον καφέ μου, περιμένοντας να συνέλθει η μικρή μου και παρατηρούσα την αγωνία αυτών των ανθρώπων για το «παιδί» τους. Συγκινούμαι με κάτι τέτοια η ρουφιάνα. Επίσης, μου αρέσει να παρατηρώ συμπεριφορές ακόμη και στις πιο περίεργες συνθήκες. Ειδικά εκεί. Δεν μπορώ να πω ότι δεν έπαιζε το μάτι του αρσενικού, απλά ήταν σε λογικά πλαίσια. Η άλλη είχε λιώσει ήδη τη σόλα απ' τα πανάκριβα παπούτσια, πέρα-δώθε. Προσπαθούσαμε να την ηρεμήσουμε, μπήκα κι εγώ στο χορό, τόση ώρα εκεί μέσα, αλλά με μηδέν αποτέλεσμα.
Έπρεπε να βλέπατε την έκφραση του γιατρού όταν βγήκε μέσα από το, ας πούμε, "χειρουργείο": Έλαμπε! Δεν κατάλαβα αμέσως γιατί. Το προφανές ήταν ότι, το ζωντανό... σώθηκε. Γιατί γελούσαν περιπαιχτικά τα μάτια του, όμως; Και γιατί κοιτούσε εμένα ψάχνοντας σύμμαχο; Δεν άντεξε πολύ και ξέσπασε σε γέλια. Δεν σταματούσε με τίποτα. Υστερικό γέλιο. Από αυτά που ακούς σε κάποιο θέατρο και δεν αφήνουν τους ηθοποιούς να παίξουν. Η Δέσποινα, έτοιμη να τον αρπάξει, τον ρώταγε μέσα από κλάματα και γέλια: «Τι έγινε, γιατρέ; Γιατί γελάτε; Είναι καλά το παιδί μου, ε;».
«Κυρία μου, θα πρέπει να προσέχετε πού αφήνετε τα εσώρουχά σας. Το σκυλί έφαγε ένα βρακάκι σας -το είπε κομψά- και, μάλιστα, μπορώ να σας πω και το χρώμα, αφού το ξέπλυνα απ' τα κόπρανα, είναι μωβ». Εκεί, μου ήρθε ένας εμετός.
Ειλικρινά, αυτή την αντίδραση δεν την περίμενε κανείς.
«Μα, εγώ δεν έχω μωβ στρινγκάκι, το σιχαίνομαι το μωβ» και πριν τελειώσει καν τη φράση γυρνάει το κεφάλι σαν τον εξορκιστή σε έξαρση... στον σύζυγο.
"Ουπς..." σκέφτηκα.  Να την κάνουμε σιγά-σιγά; Σιγά μη με άφηνε η μπρουτάλ επιστήμη να χάσω τέτοιο θέαμα.
«Γιάννηηηηηηηη, μες στο σπίτι την έφερες, ρε καραγκιόζη; Δεν σου έφτανε να πας σε μια πουτάνα;». Εκεί θίχτηκα, αλλά δεν το έδειξα, δεν ήμουν εγώ η προτεραιότητα στη σκηνή.
«Μα τι λες, βρε αγάπη μου; Ποια να πάω στο σπίτι; Στ’ ορκίζομαι στο "παιδί" μας -άλλο όρκο δεν βρήκε;- δεν σ' έχω απατήσει. Είσαι η γυναίκα της ζωής μου, μπλα μπλα μπλα...».

Ποιος είδε το μπεζ ταγιέρ να ωρύεται και δεν το φοβήθηκε! Και τι δεν του πέταξε. Κι ο γιατρός να γελάει. Και ο «βοηθός» με το φώσφορο στα μάτια, το ίδιο. Και το σκυλί ανοιγμένο, παρατημένο, αναίσθητο στον παγωμένο πάγκο.
Είπα να επέμβω. «Κυρία μου, ο άνθρωπος φαίνεται να σας λέει την αλήθεια. (Τι να πω, «Από πού κι ως πού εσύ, μωρή, καταλαβαίνεις την αλήθεια;». Το "σικάτη" το πήρα πίσω, πάραυτα.
«Κυρία μου, μπορεί να έπεσε από το διπλανό μπαλκόνι. Ρωτήστε αν η διπλανή σας έχει μωβ στρινγκάκι». Άλλη μαλακία δεν σκέφτηκα να πω;
«Μπορεί να το έφερε ο αέρας από κάποια μπουγάδα». Μεταξύ μας, αυτό έστεκε, όσο να ‘ναι.
Ξανακάθισα στην καρέκλα μου, να απολαύσω χωρίς καμία ενοχή τη συνέχεια. Δυστυχώς, δεν είχε πολύ.
«Διαζύγιο, διαζύγιο θέλω και έχω και μάρτυρες». Εμένα, ευτυχώς, δεν με κοίταξε.
«Βρε, κυρά-Δέσποινα, λογικέψου, μπορεί να είναι από οπουδήποτε. Είναι λόγος αυτός να χαλάσεις το σπίτι σου;».
Το σκυλί... ανοιγμένο!
«Κεριά και λιβάνια, άντρας δεν είσαι; ποιον θα υποστηρίξεις;».

Πήρε την τσάντα της κι έφυγε. Έκλαιγε ο κακομοίρης ο σύζυγος και ορκιζόταν πως δεν πήγε με καμία άλλη γυναίκα.
Στη γλώσσα μου, μου ήρθε η ερώτηση, αλλά δεν χωρούσαν αστεία: «Με άντρα, μήπως;».
Τον παρακαλούσε ο γιατρός, μεταξύ αντρών -μη χέσω- να του πει την αλήθεια και δεν θα τον κάρφωνε στη γυναίκα του. Ανένδοτος. Δεν την απάτησε. Θα έσκαγε ο γιατρός αν δεν μάθαινε τι έγινε. Τελικά, με τη σκασίλα έμεινε, γιατί δεν μάθαμε ποτέ πώς βρέθηκε το μωβ βρακί στο έντερο της Μάντυ. Μετά από έναν μήνα, περίπου, που ξαναπήγα για τη Λούσυ, μου είπε πως έχει ακόμη το τρόπαιο στο συρτάρι του και πως, τελικά, όντως του ζήτησε διαζύγιο και χώρισαν.
Την αλήθεια δεν θα τη μάθαμε ποτέ. Παιδιά δεν είχαν. Δεν ρωτήσαμε, αν είχαν... υπηρέτρια.

Υ.Γ.: Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή, απλώς έχουν αλλαχθεί τα ονόματα, για ευνόητους λόγους.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...