`

Δυο χέρια... μια ιστορία

Αυτοκίνητα διέσχιζαν 
με ταχύτητα τη μεγάλη λεωφόρο.


Του έδινα το χέρι και κείνος το έσφιγγε για να περάσουμε. Στην αρχή θυμάμαι, με τραβούσε προς τα πίσω, για να οπισθοχωρήσουμε. Τότε εγώ του έλεγα «μη φοβάσαι, σε κρατάω» και προχώραγε. Έτσι, χέρι-χέρι, πορευτήκαμε σε πολλά! Μπήκαμε στη θάλασσα, στο αεροπλάνο, στο σχολικό, διασχίσαμε δρόμους και μονοπάτια... Και μήνα τον μήνα... Χρόνο τον χρόνο... Το χέρι αλάφρωνε. Ξέσφιγγε. Μέχρι εκείνο το απόγευμα.
Ήμασταν θυμάμαι στο Παρίσι. Είχε εκείνη τη φίνα του βροχή. Περπατούσαμε στο Τροκαντερό. Μπροστά μας ο Πύργος του Άιφελ, δεξιά εκείνο το πανέμορφο καρουσέλ και παιδάκια να στροβιλίζονται. «Ούτε ξέρω πόσες φορές γύρισες γύρω-γύρω, στο πρώτο μας ταξίδι. Εσύ θυμάμαι, ανέβαινες πάντα στο άσπρο άλογο και η αδελφή σου στο μαύρο. Και δώστου “άλλη μια φορά, μαμά” και “μόνο μια φορά ακόμα, στο ορκίζομαι” και άντε πάλι...». Αυτά του έλεγα και γελάγαμε. Μετά, σαν γνήσιοι Ρωμιοί, αγνοήσαμε το φανάρι και πήγαμε να περάσουμε απέναντι. Ασυναίσθητα, άπλωσα το χέρι, να πιάσω το δικό του. Μου το απώθησε με δύναμη. Ξανάπλωσα το χέρι σαν για να επιβεβαιώσω την απώθηση. «Ρε, μάνα! Μπορώ και μόνος μου». Αυτό ήταν! Λίγα δευτερόλεπτα... Δυο χέρια που δε συναντήθηκαν. Μια κουβέντα που ειπώθηκε και άλλες χίλιες που εννοήθηκαν. Ο γιος μου μεγάλωσε! 
Πάντα τα μικρά, τα ελάχιστα, οι λεπτομέρειες. Να οριοθετούν, να σημαίνουν, να αγαλλιάζουν ή να πονάνε, να υποσημειώνουν. Σαν συμβόλαιο, ασφάλειας ζωής... Πάντα τα μικρά γράμματα. Αυτά τα μικρά-απέραντα. Κι όμως τα παιδιά μεγαλώνουν μπροστά στα μάτια μας. Ψηλώνουν, αλλάζει η φωνή τους, μεταμορφώνονται... Μπροστά στα μάτια μας... Και μεις... Αόμματοι!
Κι έρχεται ένα τόσο δα μικρούλι-απέραντο και μας ξυπνάει! Ένα πόδι μέσα στη τρίχα, που περισσεύει από το σεντόνι, ένα «μη και με πάρεις εσύ, θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σας», ένα «σου έχω πει να χτυπάς», μια σφαλιάρα που δεν κατάφερε να βρει το στόχο της, γιατί απλούστατα ήταν πολύ ψηλότερος από το δικό σου μπόι!
Σήμερα είναι η αποφοίτηση του γιου μας. Μα πώς πέρασε ο καιρός! Από τον Peter Pan, στο International Baccalaureate. Μια δρασκελιά το χθες από το σήμερα. Κι όλα αυτά τα παιδιά μπροστά μας! Ο Αλέξανδρος, ο Γρηγορίου... Πόσο άλλαξαν! Με τα κοστούμια τους και τα κορίτσια με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια! (Άγιο είχαν, δεν παραπάτησε ούτε μία!). Με αυτά τα λαμπερά μάτια! Μα πώς πέρασε ο χρόνος! Κι ας είχα ορθάνοιχτα τα μάτια και ξεκούμπωτες τις αισθήσεις... Κι ας προσπάθησα μ΄ όλες μου τις δυνάμεις να μη χάσω δευτερόλεπτο... Μη και έχω χρωστούμενα στη ζωή. Πάντα με άγχωνε η χρονοτριβή των προκαταρκτικών. Μη και δεν προλαβαίνω τα "ευχαριστώ", τα "συγνώμη", τα "σ΄ αγαπώ". Πίστευα ότι τα είχα καταφέρει... Μα σήμερα! Καθώς τον είδα στον καθρέπτη να δένει τη γραβάτα του και μου έκλεισε το μάτι και μου έριξε εκείνο το γλυκό χαμόγελο και είπε «τι συμβαίνει, κυρία Ρίτσα; Θα 'χουμε κλάματα; Μη με κάνεις ρεζίλι!»... Αυτό ήταν! Σαν να γλίστρησε μέσα από τη χούφτα μου ο άτιμος ο χρόνος. Με ξεπέρασε. Μου την έφερε! Ο γιος μας αποφοιτεί σήμερα. Ο Αρίστος μεγάλωσε. Πάει... Πέταξε. Τι ωραία που πέταξε! Ούριος άνεμος στην πτήση του, στη γραβάτα που έδεσε, στο χαμόγελο, στη φόρα του! Και μεις εδώ. Η πίστα προσγειώσεων και αναχωρήσεων. Ανοιχτοί 24 hours a day! Καλό δρόμο, λοιπόν... Και τσιμουδιά αν με πιάσουν τα κλάματα. Άκου -ΑΝ με πιάσουν!-. Και βέβαια θα με πιάσουν και θα πλαντάξω και θα πω «τα μαύρα γυαλιά με μάραναν» και άι στην ευχή... Θα κάνω ό,τι θέλω και γω και ο πατέρας σου... Και δεν θέλω κουβέντα παραπάνω.
Υ.Γ.: Το κείμενο γράφτηκε πριν πολλά-πολλά χρόνια. Ο Αρίστος του κειμένου ζει και εργάζεται χρόνια στο εξωτερικό. Αλλά τα ανίψια μου Αριστείδης και Δημήτρης φέτος αποφοίτησαν. Και το βαφτιστήρι μου ο Ορέστης. Και σκέφτηκα να το αφιερώσω στους γονείς τους. Γιατί. Καταλαβαίνω.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...