`

Καλοκαίρι, νομίζω

4.6 Τρiτη   

Θυμάμαι πολύ καλά τα 

πρώτα πράγματα της κάθε εποχής που δοκιμάζω. 

Το πρώτο κεράσι, το πρώτο βερίκοκο, την πρώτη φορά που καθόμαστε έξω για να φάμε και κάνει ακόμα λίγο κρύο αλλά το αντέχουμε, το πρώτο μπάνιο, τον πρώτο σταθμό στη Γλυφάδα για μπιφτέκια και, φυσικά, το πρώτο καρπούζι. Μπορεί να μην το αναζητώ το καλοκαίρι επειδή έμαθα αλλιώς και ήθελα πάντα να βρέχει και να κάνει κρύο, όμως, τώρα πια, μπορώ να το πω. Άλλη εποχή σαν αυτήν δεν υπάρχει. Με το που γυρίζει ο μήνας Μάιος κι έχουμε 1η Ιουνίου, είναι σαν όλα να αλλάζουν. Ακόμα και φέτος που η ΕΜΥ τάζει βροχές το επόμενο διήμερο και την Κυριακή φύγαμε άρον άρον από το μπάνιο επειδή φύσαγε δαιμονισμένα κι έκανε κρύο, ο Ιούνιος δίνει το σήμα: ησύχασε. Τώρα ο ήλιος θα τα κάψει όλα, εσύ θα λιώσεις τρώγοντας κόκκινα φρούτα και θα ξανασκεφτείς γρήγορα και με νεύρο τον επόμενο Οκτώβριο. Καθόλου άσχημα. Ακόμα και τα παράξενα που σου συμβαίνουν το καλοκαίρι είναι κάπως πιο ήπια.   

Tα καλοκαίρια είναι να στέκεσαι στη σκιά πέντε μέτρα μακριά από το φανάρι της διασταύρωσης μέχρι να ανάψει πράσινο και μόνο τότε να βγαίνεις στον καυτό ήλιο. Είναι οι παγωμένοι καφέδες, κι ας θυμώνουν οι γκουρμέδες αυτού του κόσμου. Οι κανάτες με το παγωμένο τσάι μέντας που φτιάχνεις κάθε Κυριακή απόγευμα. Τα πρωινά στο μπαλκόνι που κάνει πρώτα ολοκληρωτική σκιά και μετά, όσο ανεβαίνει ο ήλιος, βλέπεις τα χρυσάφια του να περνάνε μέσα από τις φυλλωσιές των φυτών σου και χαίρεσαι που ήσουνα καλός κηπουρός και φέτος και προνόησες με σωστά κλαδέματα. Είναι εκείνη η στιγμή στη μέση της μέρας που τα κλιματιστικά στη δουλειά τα παίζουν και η ζέστη έξω έρχεται και συναντά τη ζέστη μέσα και το μόνο που θες είναι να πας να κάτσεις στο Θησείο για ούζα κι εύχεσαι να έχει φτάσει η θάλασσα μέχρι εκεί να χώσεις τα πόδια σου στο νερό. Είναι τα τηγανητά καλαμαράκια και η ντοματοσαλάτα, που δεν ξέρω πολλά φαγητά που μπορούν να τα ανταγωνιστούν το καλοκαίρι. Είναι οι ψεύτικοι ζελέδες φρούτων που σε κάνουν να χαμογελάς κάθε που ανοίγεις το ψυγείο και τους βλέπεις έτσι κατακόκκινους. Είναι αυτές οι βόλτες χάραμα στη λαϊκή και το σουρεαλιστικό φόρτωμα του καλαθιού σου με όλα τα φρούτα και το κατηφόρισμα προς το σπίτι, όπου έχεις διαρκώς την απορία «ποιος θα τα φάει όλα αυτά» και «γιατί πήρα τρία καρπούζια». Είναι και το Φεστιβάλ Αθηνών που κολλάς και τρέχεις στην Πειραιώς μετά τη δουλειά να δεις κάτι ωραίο, να ξεπλύνεις το μυαλό σου από την ασχήμια. Είναι κι εκείνη η ψαροταβέρνα στον Ταύρο με τα σαργουδάκια, που στρώνει τραπέζια στο πεζοδρόμιο και κρεμάει φωτάκια από πάνω. Σαν παραμύθι. Είναι και η πρώτη φορά της χρονιάς που μπαίνεις σε καράβι να πας σε νησί. Η στιγμή που ανοίγει η είσοδος του πλοίου και βλέπεις τη γνωστή θέα. Ένα γυμνό βουνό, λευκά σπίτια, θάλασσα και λίγος κόσμος. Και είναι και το πρώτο βράδυ στο νησί, που με το μηχανάκι θα κάνεις τη γνωστή βόλτα και θα φτάσεις στη γνωστή ταβέρνα. Και μόλις κάτσεις θα πεις «ησύχασα», γιατί μόνο αυτό θες πια, να ησυχάσεις κάπως από την τρικυμία. Είναι και οι ταράτσες της πόλης. Λαμπερές, πολυτελείς, με αστραφτερά τραπέζια και θέα που σου κόβει την ανάσα, ή εναλλακτικές και πιο παράξενες, με θέα την Πειραιώς και βιντεοπροβολές στα απέναντι κτίρια και μουσική που δεν καταλαβαίνεις, όμως είσαι εκεί γιατί όλα είναι πολύ ωραία, και είναι και κάτι κήποι και κάτι ωραία ποτά, και τα καλαμπόκια στον δρόμο που μυρίζουν και θες να φας, αλλά φοβάσαι πως θα κολλήσουν στα δόντια.   

Είναι και που σε γνώρισα καλοκαίρι και νομίζω πως από τότε είναι που άρχισα να έχω καλή σχέση με αυτή την εποχή, και που πηγαίνουμε πάντα μπάνιο το βαθύ απόγευμα κι εγώ θα ήθελα λίγο πιο νωρίς, αλλά με έμαθες πως όσο πιο αργά, τόσο πιο πολλή δροσιά σου μένει. Καλό καλοκαίρι. Σας φιλώ. 

Πηγή: www.lifo.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...