`

Μια φορά κι έναν καιρό, ας πω κι εγώ ένα παραμύθι διαφορετικό…

Μια φορά κι έναν καιρό 
μια ιστορία θα σου πω, 
για μια χώρα μαγική 
όπου ζούσαν οι Θεοί.


Ξεκινούν όλα από εκεί, 
τόσους αιώνες κι άλλα 
χρόνια πριν, είναι μύθος ή 
παραμύθι με κουκί και το 
ρεβίθι;… Ποιος να ξέρει, 
ποιος μπορεί, την απάντηση 
να βρει; Και τι σημασία έχει;… Αυτή την απάντηση γυρεύουμε όλοι, στη χώρα 
του Αισώπου όπου το παραμύθι ζει και βασιλεύει, σαν τον ήλιο, που κάθε 
μέρα δύει και ανατέλλει …

Παραμυθάδες έρχονται και πάνε, ο Οδυσσέας πάντα ψάχνει την όποια Ιθάκη 
του να βρει, ο μίτος της Αριάδνης ξετυλίγεται και μαζεύεται χωρίς κανείς να 
μπορεί να βρει την αρχή κι έτσι -με τη σειρά μου- ας πω κι εγώ ένα παραμύθι 
διαφορετικό.

Μια φορά κι έναν καιρό, άκου τι έχω να σου πω. Σε μια χώρα φανταστική, 
προικισμένη από φυσικές ομορφιές, σοφία και αρετές, ζούσαν πολλά μυρμήγκια 
μέσα σε φωλιές. Δούλευαν ασταμάτητα, φρόντιζαν τη φωλιά τους και το 
μόνο που λαχταρούσαν ήταν να κρατήσουν τον κάθε εισβολέα μακριά τους. 
Και όμως τα κατάφερναν, αν και ήταν πολύ μικρά, τα εργατικά μυρμήγκια 
κράτησαν της ελευθερίας τη σημαία ψηλά. Μερικοί ήταν παράξενοι, τους 
άρεσε “η βαβούρα”, δεν ήθελαν να δουλεύουν, είχαν “άλλη κουλτούρα”…  
Κάθονταν στον ήλιο ξάπλα, ζούσαν χαλαρά, οπότε για να τρώνε έκλεβαν ξένη 
φωλιά. Μια μέρα ένας τζίτζικας -μαζί με την παρέα του- είδε τα εργατικά 
μυρμήγκια και σκέφτηκε μια ιδέα.

“Ας συστηθώ ως φίλος, που θέλει το καλό τους, τη μουσική μου θα δανείσω για 
το χαμόγελό τους. Ωραία μου μυρμήγκια, δουλέψτε εσείς καλά, εγώ με το βιολί 
μου, στο δέντρο από ψηλά, τραγούδι σας προσφέρω, σας δίνω λίγη χαρά, μια 
μελωδία καλή, βάλσαμο για την ψυχή. Το μόνο που ζητάω είναι να με 
φροντίσετε στο κρύο του χειμώνα, δώστε μου κάτι να φάω, ένα ζεστό ξενώνα. 
Αυτή είναι η αμοιβή μου, μεγάλη προσφορά, θα εργάζεστε καλύτερα, με χάρη 
και χαρά.” Και αυτό ακριβώς έγινε, δούλευαν όλοι γοργά, απολαμβάνοντας τις 
νότες σαν όμορφη πινελιά.

Μα όλα ήταν σκόπιμα κι άλλαξαν ξαφνικά, η μουσική αγρίεψε κι έγινε πιο 
βαριά. Βασανιστική για τα μυρμήγκια, δεν την άντεχαν πια, ήθελαν να 
σταματήσει, να ήταν όπως παλιά. Μα ήταν πλέον αιχμάλωτοι, τους πήραν και τα
αυτιά, η μουσική ασταμάτητα την έκανε τη ζημιά.

Καημένα μου μυρμήγκια, μεγάλη συμφορά, χάσανε τις φωλιές τους, όλη τη 
σοδιάΧάσανε και την υγειά τους, τον ύπνο, τη χαρά, με όλα αυτά τα 
βάσανα κανείς δεν χαμογελούσε πια. Κάποιοι πήραν το δρόμο, άλλαξαν και 
χωριά, άλλοι για να γλιτώνουν βούτηξαν στου ποταμού τα νερά.

“Αχ, πώς την πατήσαμε”, σκεφτήκαν μερικοί, “ εμείς, τι τη θέλαμε την ξένη 
μουσική; Ώρα να απαλλαχτούμε απ’ το ανυπόφορο βιολί. Ελάτε να 
οργανωθούμε, φωνάξτε από τα διπλανά χωριά, να έρθουν να μας βοηθήσουν να 
σταματάει η σκλαβιά.” Έτσι είπαν κι έγινε, “εμπρός όλοι μαζί, του τύραννου να 
σπάσουμε το βασανιστικό βιολί. Ας φύγει σε άλλο δέντρο, αλλού να τραγουδά, 
ξύπνησαν τα κορόιδα και δεν τον θέλουν πια.” Χαλάστε τους το σχέδιο, ποτέ 
δεν είναι αργά, η νίκη πάντα ανήκει σε όποιον στη ζωή τολμά…. Αφού και τα 
μυρμήγκια κατάφεραν αυτά, εσύ ακόμα κάθεσαι; Σήκω και πολέμα όποιον 
σου στερήσει την όμορφη χαρά! Χαρά για τη ζωή σου και όσα αγαπάς, άκου 
τι σου λέω… μην τα παρατάς! Στο χέρι σου είναι η ζωή σου, μαζί κι η 
ελευθερία μοιάζει με παραμύθι, αλλά είναι αληθινή ιστορία. Φτιάξε κι εσύ
καρδιά μου το δικό σου παραμύθι, για να μη χανόμαστε… μόνο έτσι θα
πούμε: “ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

”Ψάξε το αόρατο νησί, αυτό που φανερώνεται μόνο στις αθώες ψυχές και βρες 
εκεί καταφύγιο με όσους αγαπάς. Εκεί δε θα κινδυνέψεις από κακούς δράκους 
και κακές μάγισσες, γιατί τα ξόρκια τους δε θα πιάσουν. Είναι πράγματι τυχεροί 
αυτοί που θα κατοικούν εκεί. Ένα πέπλο σκεπάζει αυτό το μαγικό νησί και το 
κάνει αόρατο. Είναι η αγάπη -η αληθινή- που όλα τα νικάει,όλα τα μπορεί και 
απλώνεται από ουρανό σε γη και μόνο αυτοί που έχουν παιδικά μάτια γνωρίζουν 
το μονοπάτι που οδηγεί εκεί, στο μαγικό νησί…

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...