`

Δραπετσώνα: Εργοστάσιο Λιπασμάτων.. του Νίκου Ορφανού

Περπατάω κάτω από το μακρόστενο υπόστεγο, 
που πάνω του πηγαινοέρχονταν οι 
γερανοί, στο λιμάνι 
του Πειραιά.


Σπρώχνω τη σιδερένια πόρτα που ψευτοκλείνει την πρόσβαση και περνάω στη μεγάλη έκταση δίπλα, που περιβάλλει το παλιό Εργοστάσιο Λιπασμάτων. Κοιτάζω πίσω. Γέρικα πλοία σαν παρατημένα, κάπνα καραβίσια, σκουπίδια ολοτρόγυρα, γερανοί να σκύβουν σα βαλσαμωμένα πουλιά από πάνω, ο Πειραιάς μαχμουρλής μισανοίγει τα μάτια, η θάλασσα πηχτή σα σούπα, δεν κουνιέται φύλλο, έχει μια ωραία δροσούλα αυτό το κυριακάτικο πρωινό στο τέλος του Μάη, και όλα λαμποκοπούν νωχελικά στο πρώιμο καλοκαιράκι.
Περπατάω στα αγριόχορτα. Στο βάθος το εργοστάσιο με την καμινάδα ξεθωριασμένη, βαμμένη κι αυτή στα χρώματα του Ολυμπιακού. Ο δρόμος, που οδηγεί στο εργοστάσιο, έρημος. Ενενήντα χρόνια βόγκαγε από τα φορτηγά, τα καμιόνια που φορτώνανε τα λιπάσματα, ενενήντα χρόνια, ένα εργοστάσιο που μεγάλωνε, που άλλαζε αφεντικά, που ξέρναγε ντουμάνι το δηλητήριο, τότε που η Δραπετσώνα ξεχείλιζε από τη νεοφερμένη προσφυγιά, τους μετανάστες της τότε εποχής, τότε που η φάμπρικα ήτανε μουτζούρα και κάπνα και ατσάλι και ιδρώτας αφόρητος στα καζάνια δίπλα, μέσα στις αναθυμιάσεις των αερίων, τότε που το λιμάνι ήταν γεμάτο ανθρώπους που ζούσαν σαν γκασταρμπάιτερ.
Τα κτήρια του εργοστασίου ρημάζουν κάτω από το πέρασμα του ανελέητου χρόνου. «Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός / κάθε παράθυρό του κι ουρανός...», έγραφε ο Λειβαδίτης για τη Δραπετσώνα, κι εμένα μου θυμίζει αυτό το αφημένο ρημάδι, που έθρεψε και έλιωσε γενιές εργατών και έγινε σύμβολο της υποβάθμισης της περιοχής.
Περπατάω μέσα από τις σπασμένες πόρτες. Τα τζάμια στα παράθυρα, θρύψαλα. Μια αίσθηση πλιάτσικου, παντού. Γιγάντια γρανάζια στη σκουριά. Ξεχαρβαλωμένα γραφεία. Κιτρινισμένα, μισοσκισμένα βιβλία με ονόματα, χρονολογίες, ζωές που πέρασαν, ανθρώπινα χέρια που τα έπιασαν, τα έγραψαν, τα ποδοπάτησαν.
Κοιτάζω έξω από τις καρφωμένες σανίδες σε ένα παράθυρο. Απέναντι η Ψυτάλλεια και από πίσω η Σαλαμίνα των εξοχικών του λαού. «Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός / κάθε καρπί του φύτρα και λυγμός…». Κατεβαίνω σκάλες που οδηγούν στα έγκατα του εργοστασίου. Παντού σπασμένα γυαλιά και σκουπίδια. Τα καμίνια, γκρεμισμένα. Τα ντουβάρια, ξεφτισμένα - τα τρώει η αρμύρα και ο αέρας, «Το 'δερνε αγέρας κι η βροχή / μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή…».
Το εργοστάσιο έδωσε δουλειά σε πλήθος κόσμου, μια εποχή που η Δραπετσώνα ήταν κομμάτι του Πειραιά, οικισμός για να μένουν κοντά στο λιμάνι οι εργάτες του. Με τον καιρό μεγάλωσε, έγινε Δήμος, και τα σπίτια έφτασαν στις παρυφές του εργοστασίου. Όνειρο για την αναβάθμιση της περιοχής, αφού ελάττωσε την παραγωγή του, αφού έβαλε φίλτρα στα φουγάρα για να μειωθεί η ρύπανση, κάποια στιγμή πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, έβαλε και λουκέτο. Και από τότε σαπίζει, όπως ένα σωρό άλλα στον τόπο αυτό, όπου όλοι και όλα είναι αφημένα στην τύχη τους. Σαν τα παλιά βαγόνια στον σταθμό Θεσσαλονίκης και στον Δομοκό, σαν τα ολυμπιακά κτήρια που μούχλιασαν, σαν… σαν… ένας κρύος και έρημος σταθμός μοιάζει η Ελλάδα.
Μεσημεριάζει. Ο ήλιος ανεβαίνει. Ερασιτέχνες ψαράδες, με πετονιές στον μόλο. Αργόσχολοι περπατάνε και τους χαζεύουν. Από πίσω οι μοντέρνες πολυκατοικίες με θέα τη θάλασσα και τον Σαρωνικό. Ο Ξέρξηςν άμα ξαναρχότανεν σε κάποιο ρετιρέ θα την άραζε να δει τη ναυμαχία. Η μέρα περνάει. Απογευματάκι και ζευγάρια με καρότσια και μωρά για βόλτα. Πιτσιρικαρία που χώνεται στα χαλάσματα για εξερεύνηση. Κοιτάζω ένα ξεδοντιασμένο παλιό γραφείο. «Κύριε προϊστάμενε, τα υπογράψατε τα έγγραφα;», ακούω μια φωνή από άλλη χρονική διάσταση, τη σειρήνα να σημαίνει τη λήξη της βάρδιας, σα μυρμήγκια την εργατιά να επιστρέφει σπίτι της.
Ένα σωρό φορές έχουν εξαγγελθεί σχέδια σωρό για την αξιοποίηση της έκτασης του εργοστασίου. Τι ουρανοξύστες νεοϋορκέζικοι, τι γραφεία και εμπορικά κέντρα, τι πολυτελείς κατοικίες, τι ναυτικά μουσεία, τι περίπατοι και χώροι πρασίνου και αναψυχής. Εγώ πάλι, σκέφτομαι ότι ο σημερινός Πειραιάς ελάχιστα αξιοθέατα έχει να δείξει στον επισκέπτη, οπότε ένα πάρκο σαν την Τεχνόπολη της Αθήνας δε θα με χάλαγε. Αλλά πάλι δεν ξέρω, γιατί μπλέκονται πολλοί κληρονόμοι, καθώς και οι Αριστεροί που θέλουν να γίνει πάρκο και μόνο πάρκο, όπως πάντα και ένα σωρό αρμόδιοι και μη.
Διασχίζω τη Δραπετσώνα στην επιστροφή. Κάποια χαμόσπιτα και ένα τρίκυκλο φορτωμένο με λαμαρίνες. Η κατηφοριά σκάει πάνω σε ένα αδιέξοδο, στρίβω αριστερά, κάνω μια στάση στις γραμμές του τρένου πάνω απ’ τον Άη Διονύση, στην πιο αγαπημένη μου πειραιώτικη γωνιά, εκεί που το τρένο περνάει σύρριζα από τα παλιά τα παραθύρια, εκεί που θαρρείς πως θα περάσει ο Μπάτης με τον Μάρκο πηγαίνοντας στο πάλκο για δουλειά, με τα μπουζούκια στα χέρια.
Μια παρέα παιδιά με προσπερνάει πάνω στα ποδήλατα. «Κι όταν ερχόταν η βραδιά / μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν’ τα παιδιά…». Να και κάτι που μένει ίδιο κι απαράλλαχτο. Το παιδικό ξεφάντωμα στο ανοιξιάτικο βράδυ. Πάνω στην άσφαλτο, που σκεπάζει το αρχαίο λιμάνι…
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...