`

Δεν θέλω να γίνω μάνα

Η καταγωγή μου, λένε, 
είναι από την Περσία. 
Από τότε που γεννήθηκα μέχρι πριν δυο μήνες, 
έχω πάθει αμνησία.


Πολύ αμυδρά θυμάμαι πρόσωπα χαρούμενα γύρω μου που με έπαιρναν στα χέρια τους για να με χαϊδέψουν και να βλέπω λάμψη και ευτυχία στα μάτια τους. Ούτε το όνομά μου δεν θυμάμαι, πλέον. Οι μνήμες μου επέστρεψαν πολύ πρόσφατα μετά από κάποιο σοκ που έπαθα. Κι αυτό, μη φανταστείτε. Αμυδρά το θυμάμαι.
Ήταν οι «μέρες» μου. Είχα όρεξη να βρεθώ με αρσενικό. Αλλά δεν είχαμε στο σπίτι. Αλλιώς, αν είχαμε, θα τον εκμεταλλευόμουν.
Μια κυρία είχε βγάλει το σκυλάκι της στο πάρκο βόλτα. Και ξαφνικά σταμάτησε έντρομη σχεδόν μπροστά μου. Ήμουν σε μια γωνιά στριμωγμένη και καμιά δεκαριά άντρες τριγύρω μου. Το ασημένιο μου τρίχωμα είχε σκουρύνει από τη βρωμιά και τα χώματα. Οι αναμνήσεις είναι πολύ αχνές για να μπορέσω να περιγράψω με ακρίβεια τι συνέβη. Είμαι πολύ όμορφη, το ξέρω. Πάντα τραβούσα τα αρσενικά και κορδωνόμουν γι' αυτό. Εκείνο το βράδυ μύριζα ολόκληρη ηδονή. Με βίασαν. Είμαι σίγουρη. Δεν μπορεί να μου άρεσαν αυτοί οι αλήτες, οι παρακατιανοί. Ίσως κανα-δυο να μου έκαναν κλικ, αλλά ως εκεί.
Με πήρε αγκαλιά αυτή η κυρία και με πήγε στο σπίτι της. Προφανώς, δεν ήξερε τι μου είχε συμβεί. Η πρόθεσή της ήταν να με προστατέψει. Αλλά ήρθε λίγο αργά στη ζωή μου. Ήταν να συμβεί.
Δεν μπορούσε να με κρατήσει. Είχε ήδη δυο ζωντανά στην αγκαλιά της. Έψαξε και βρήκε το γιο μιας φίλης της, που ήξερε ότι αγαπάει πολύ τα πονεμένα πλάσματα και με έδωσε, με την προϋπόθεση να μου βρει κάποια ζεστή και τρυφερή αγκαλιά, γιατί έτσι ήμουν μάλλον μαθημένη.
Κάτι θα ήξερε αυτή, αλλά δεν είχα φωνή να ρωτήσω.
Ξαφνικά βρέθηκα σε ένα πολύ όμορφο σπίτι με ένα σχετικά μικρό μπαλκόνι. Ήταν ψηλά και είχε ένα δροσερό αεράκι και πολύ μου άρεσε εκεί.
Μια σχεδόν ξανθιά κυρία με παράξενη φωνή προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή μου. Ήταν πολύ σκεφτική και προβληματισμένη. Να με κρατήσει; Είχε και ένα σκυλάκι, ίδιο χρώμα με μένα, αλλά πιο μικρό μέγεθος, οπότε δεν διέτρεχα κίνδυνο, υπέθεσα. Πολύ ιδιότροπο σκυλί. Γριά, δέκα χρονών περίπου. Αλλά ήταν η κυρία του σπιτιού. Το έδειχνε με κάθε τρόπο. Αλλά δεν με πείραξε ποτέ. Κάτι θα διαισθάνθηκε από την περιπέτειά μου. Με τον καιρό άκουσα πως δεν ήθελε ποτέ κανένα άλλο ζώο δίπλα του. Σπαστικό, σας λέω. Αλλά με μένα σαν να ταίριαξε. Μπορεί να έφταιγε και το ίδιο χρώμα. Τι να σας πω; Όποτε διασταυρώνονταν οι δρόμοι μας, κοιταζόμασταν με εξεταστικό βλέμμα και συνεχίζαμε την πορεία μας στο μικρό δυάρι του έκτου.
Τελικά, με κράτησε. Άκουσα που έλεγε στο τηλέφωνο «αποκλείεται να τη δώσω. Είναι καλλονή και πολύ ήσυχη. Θα έχει παρέα και το Λουσάκι μου».
Εγώ πάλι δεν είχα καμία όρεξη να βλέπω τα μούτρα της ξινής και καθόμουν συνέχεια στο μπαλκόνι. Ένα βράδυ πήδηξα τα κάγκελα -εκεί έφαγα μια μικρή αναλαμπή απ' το παρελθόν μου, πρέπει να το έσκασα από εκεί που ζούσα, ήταν και οι ορμόνες μου στο κόκκινο- και πήγα κεραμίδι-κεραμίδι στο διπλανό διαμέρισμα. Ένας νεαρός ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και μόλις με είδε πετάχτηκε σαν αερικό. Τρόμαξε πολύ ο καημένος. Με έδιωξε και ξαναπήγα στη θέση μου. Η σχεδόν ξανθιά κυρία με χτένιζε κάθε μέρα, μου έδινε καλό φαγητό, μου πήρε και ακριβή άμμο έτσι ώστε όταν κατουρούσα το χρώμα της γινόταν θαλασσί. Άσχετο εγώ αν δεν το καταλάβαινα. Το έλεγε αυτή σε όποιον ερχόταν να δει το νέο μέλος της οικογένειας. Εμένα, δηλαδή. Και σήκωνα την τρίχα μου να με καμαρώσουν και νιαούριζα χαϊδευτικά. Εν ολίγοις, ήμουν σχεδόν ευτυχισμένη. Απλά ένιωθα πολύ κουρασμένη και βαριά. Από την ταλαιπωρία μου, μάλλον. Όλο κοιμόμουν και έτρωγα. Και το άλλο έκανα στην μπλε άμμο, αλλά ντρέπομαι να το πω.
Πέρασαν δυο μήνες με την ίδια βαρετή καθημερινότητα. Η Άννα, έτσι την έλεγαν, καθόταν σε ένα γραφείο κάποιες ώρες, μετά ξάπλωνε στον καναπέ και διάβαζε, σημείωνε, μιλούσε συνέχεια στο τηλέφωνο και όταν άρχισε η δυνατή ζέστη έφευγε απ' το μεσημέρι και γυρνούσε το βραδάκι. Εγώ και η Λούσυ στο σπίτι. Τη βαριόμουν απίστευτα και πήγαινα όλο δίπλα στον νεαρό. Ομολογώ, του έσπασα τα νεύρα.
Ένα τέτοιο ζεστό απόγευμα ένιωσα έναν πόνο στην κοιλιά μου. Σαν κάτι να ήθελε να βγει από μέσα μου. Πίεσα όσο μπορούσα και ένα μαύρο πραγματάκι βγήκε από μέσα μου. Πέθανα στον πόνο. Το παράτησα στη μέση του σαλονιού και πήγα πάλι στο μπαλκόνι. Εκεί ξαναένιωσα τον ίδιο πόνο και έβγαλα ένα δεύτερο, λίγο πιο μεγάλο πράγμα από μέσα μου. Μαύρο κι αυτό. Δεν είμαι ρατσίστρια, αλλά σίγουρα με πήδηξε κάποιος σιχαμερός μαύρος γάτος. Τίποτα δεν πήραν από μένα. Ήρθε η Άννα και βλέποντας αυτό το πράγμα στο σαλόνι, νόμιζε η ηλίθια πως σκότωσα ποντίκι. Για ποια με πέρασε;
Πήγε να το πιάσει με ένα σωρό από χαρτί στα χέρια της να το πετάξει κι αυτό κουνήθηκε. Καταλαβαίνετε τι γέλια έκανα με την αντίδρασή της. Πετάχτηκε απέναντι και ούρλιαξε. Ήταν σειρά της να πάθει το σοκ. Δεν ήξερε πως ήμουν έγκυος. Κανείς δεν το ήξερε. Και στο γιατρό που με πήγε την πρώτη μέρα που με υιοθέτησε, δεν μπορούσε να φανεί κάτι. Με πήγε πάλι τώρα, μαζί με τα μωρά. Μου έκανε μια ένεση ο μαλάκας και άκουσα που της είπε πως έχω άλλο ένα μέσα μου. Α, ρε μαύρε! Δεν θα σε πετύχω πουθενά;
Με το που γυρίσαμε σπίτι έβγαλα ένα πεθαμένο. Ούτε που το κατάλαβα, αφού δεν ασχολήθηκα μαζί του. Μετά καμιά ώρα, άλλο ένα, με πολύ δυσκολία όμως. Αυτή η τρελή πήρε ένα ψαλίδι και κάτι έκοψε που μας ένωνε. Τι ανακούφιση!
Μας έβαλε σε μια μεγάλη κούτα όλους μαζί. Το σκασμό δεν έβγαλαν όλη την ώρα. Προσπαθούσα να βγω αλλά μας είχε κλείσει καλά η άλλη. Κάτι ήθελε να πετύχει που ποτέ δεν το κατάλαβα. Οδηγίες εκτελούσε κι αυτή. Μήπως ήξερε;
Τα ξημερώματα γέννησα το πέμπτο. Νεκρό και αυτό. Γύρισε απ' τη δουλειά της και μόλις το είδε έβαλε τα κλάματα. Τι έφταιγα εγώ;
Πέρασα ένα φρικτό τριήμερο. Να με βάζει με το ζόρι στην κούτα κι αυτά να με μυρίζουν και να ουρλιάζουν. Και να ψάχνουν τα βυζιά μου. Μνήσθητί μου, Κύριε. Δεν ήθελα να μου αγγίζουν τις ρώγες. Και κλάμα. Τι κλάμα! Τα έπαιρνε αυτή και τα τάιζε με μπιμπερό και τα κρατούσε στη χούφτα της και στην αγκαλιά της. Τρία μαύρα στίγματα, σε ροζ φόντο. Και ξανά στην κούτα. Και να παλεύω εγώ. Αφού τους έλεγα, και μάλιστα άγρια, "δεν σας θέλω. Μη με πλησιάζετε". Κι η άλλη μια λύσσα να ζήσουν, λες και ήταν δικά της. Τίποτα δεν καταλάβαινα. Το ένστικτό μου, μου έλεγε, "μακριά". Να ήμουν τόσο ρομαντική στη ζωή μου και να μην το θυμάμαι; Σάμπως θυμόμουν και τίποτα; Μπορεί. Μπορεί να ήθελα τα πρώτα μου παιδιά να είναι παιδιά από έρωτα. Άραγε, πώς να είναι ο έρωτας; Μήπως ερωτεύτηκα κάποιον σε κείνο το δασάκι; Μα, τότε, γιατί δεν τα ήθελα; Γιατί τα έπνιξα το τρίτο βράδυ, όταν η Άννα κοιμόταν;
Το τρίτο, το πιο γκρι, το αγαπούσε περισσότερο. Με το που ακουμπούσε με το δάχτυλο το κεφάλι του, σταματούσε να ουρλιάζει. Αυτό άργησε να πεθάνει. Την έβλεπα συνέχεια με βρεγμένα μάτια να παίρνει τηλέφωνα το γιατρό, να προσπαθεί να το ταϊσει, με γάλα, με ζαχαρόνερο, αλλά μάταια. Στα χέρια της ξεψύχησε, 5-6 ώρες μετά. Το πάλεψε το μπάσταρδο, όμως. Περίμενα τιμωρία. Έτσι ένιωθα. Αλλά δεν το έκανε. Με καθάρισε, με έπλυνε, με χτένισε κλαίγοντας και με χάιδευε. «Δεν φταις εσύ, καρδούλα μου, μου έλεγε. Η φύση διαλέγει για σένα. Και δεν έχει νόμους αυτή».
Αυτό ακριβώς ήθελα να της φωνάξω: «Ποια φύση; Η φύση λέει "κάθε γυναίκα είναι μισή γυναίκα αν δεν γίνει μάνα"; Ή, οι άνθρωποι το λένε και μπερδεύτηκαν κι αυτοί απ' τα στερεότυπα; Ποιος θα μου καθορίσει, λοιπόν, τη φύση μου;».
Για πρώτη φορά μετά δυο μήνες, όπως διάβαζε ένα βράδυ, πήγα και χώθηκα στην αγκαλιά της και άρχισα να χουρχουρίζω ευτυχισμένη. Για πρώτη, αλλά όχι για τελευταία.
Με ονόμασε Μπιζού, από την ομορφιά μου και, ναι, είμαι πλέον ευτυχισμένη. Κάτι για στείρωση ρώτησε τον γιατρό σήμερα... και σαν να χαμογέλασα... και το είδε.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...