`

Πού πάει ο έρωτας όταν τελειώνει;

Φαίνεται το σήκωνε η ώρα. Γιατί δεν ακούστηκε παράταιρο το ερώτημα του νεαρού άνδρα «Πού πάει 
ο έρωτας όταν τελειώνει;».


Τόσα που είχαμε πει και ξαφνικά το ερώτημά του... Τρικλοποδιά στο μυαλό. «Πού πάει ο έρωτας όταν τελειώνει;». Συνειρμικά θυμήθηκα ένα άρωμα. Μην τους ψάχνεις τους συνειρμούς του νου μου... Ένα άρωμα σ΄ ένα παλιομοδίτικο μπουκάλι. Πάνω σε μια «τουαλέτα» εποχής. Τι έπιπλο! Ύμνος στη λαγνεία. Συνοδεύονταν από ασορτί καθρέπτη και σκαμπό. Απέναντι από κρεβάτι. Λες βολική θέση για να κατασκοπεύει κάποιος από κει. Και κάποια ν΄ απολαμβάνει την κατασκοπεία του ενώ προσποιούνταν ότι δεν έβλεπε... Πόσο βλέπουν οι άνθρωποι ενώ δεν βλέπουν!
Οι κινήσεις έπαιρναν χρόνο... το να χτενίζει τα μαλλιά... να απλώνει κρέμα στα χέρια. Όλα αργά, ηδονικά αργά. Πάνω λοιπόν στην «τουαλέτα» υπήρχε ένα μπουκάλι αρώματος. Μπουκάλι περίτεχνο, από χοντρό κρύσταλλο, γεμάτο εσοχές και εξοχές, αλλά χωρίς αιχμηρές γωνίες. Σαν να χαϊδεύεις καμπύλες θελκτικού σώματος. Είχε ένα πώμα, δύσκολο ν΄ ανοίξει. Έτσι κι αλλιώς δεν το άνοιγε, ούτε το φόραγε κανείς... Περιέργως.
Το άρωμα έμενε στην ίδια στάθμη. Μόνο το χρώμα βάθαινε στα χρόνια. Σαν από κονιάκ. Χρυσοκαφέ, με ένα τσακ κόκκινο βαθύ. Δεν το είχα μυρίσει. Γιατί; Πώς κι έτσι; Έλα μου ντε! Νομίζω κανένας δεν το μύριζε εκείνο το άρωμα. Μια μέρα μπήκε ο διάολος μέσα μου. Θα το άνοιγα. Θα το μύριζα. Τόσο ωραίο, τόσο συγκλονιστικό μπουκάλι όφειλε ένα μεθυστικό άρωμα. Να με πεθάνει. Να με μεθύσει. Μέχρι και να το σπάσω! Θα το άνοιγα. Το πώμα είχε κολλήσει από τα χρόνια. Το πάλεψα. Συμμάχησα με τον διάολο. Μπήκε, σας λέω, μέσα μου. Μέχρι τιρμπουσόν έφερα. Και ναι!
Τα κατάφερα. Το θεώρησα μέγα κατόρθωμα. Πλησίασα ανυπόμονα τη μύτη μου. Πήρε θέση το ρουθούνι, φάρδυνε. Σνίφαρα. Ίχνος μυρουδιάς. Τέλος. Τόσο απλά. Το άρωμα δεν είχε, πια, άρωμα.
Πού πάει ο έρωτας όταν τελειώνει; Τουλάχιστον ν΄ αφήνει ένα μπουκάλι... όλο εσοχές, εξοχές... σαν να χαϊδεύεις σώμα... Μακάρι χωρίς αιχμηρές γωνίες. Κάποτε...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...