`

Το τελευταίο μυστήριο της οικονομικής κρίσης

Εδώ και καιρό υπήρχε 
η υποψία ότι οι οίκοι αξιολόγησης, όπως ο 
Moody και ο Standard 
& Poors...
πυροδότησαν την κατάρρευση. 

Μια νέα συλλογή «ενοχλητικών» εγγράφων, την οποία παρουσιάζει ο Matt Taibbi στο Rolling Stone,  δείχνει πώς το έκαναν. Τι συμβαίνει με τους οίκους αξιολόγησης; Αυτό είναι που αναρωτιούνται πάντα για την οικονομική κρίση και την φωλιά της διαφθοράς που άφησε πίσω της. Όλοι οι άλλοι θεωρήθηκαν αρκετά  υπεύθυνοι: η απληστία των τραπεζών, οι ρυθμιστικές αρχές που κοιμόντουσαν, οι αδίστακτοι πωλητές ενυπόθηκων δανείων, όπως ο καλομαυρισμένος πρώην CEO της Countrywide, Angelo Mozilo.
Αλλά τι γίνεται με τους οίκους αξιολόγησης; Δεν είναι αλήθεια ότι σχεδόν καμία από τις απάτες που κατάπιαν την Wall Street κατά την τελευταία δεκαετία δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς εταιρείες όπως η Moody και η Standard & Poors να βάλουν τη σφραγίδα τους; Δεν είναι και αυτοί ένοχοι; Σίγουρα είναι. Και πολύ περισσότερο από ό,τι ακόμα και ο πιο καχύποπτος από εμάς υποψιάστηκε.
Χάρη σε ένα σωρό αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν για μια σειρά αγωγών από το δικηγορικό γραφείο Robbins Geller Rudman & Dowd με έδρα το Σαν Ντιέγκο, έγγραφα τα οποία ως επί το πλείστον δεν έχουν δει το φως, δείχνουν πως οι δύο κορυφαίοι οίκοι αξιολόγησης των ΗΠΑ, οι Moody και S & P, υπήρξαν εδώ και πολλά χρόνια αναίσχυντα μέσα για τις τράπεζες, πρόθυμοι να δώσουν σε οτιδήποτε μια υψηλή αξιολόγηση με αντάλλαγμα μετρητά.
Σε πολλά ενοχοποιητικά e-mail, στελέχη και αναλυτές από τις εταιρείες αυτές παραδέχονται ότι το επιχειρηματικό μοντέλο τους είναι στραβό. «Θεέ μου, βοήθα τη γαμημένη απάτη μας … Αυτό πρέπει να είναι το πιο χαζό μέρος που έχω εργαστεί», γράφει ένα στέλεχος της Standard & Poors. «Όπως γνωρίζετε, δυσκολεύτηκα να εξηγήσω πώς φτάσαμε σε αυτούς τους αριθμούς, εφόσον δεν υπάρχει επιστήμη πίσω από αυτό», ομολογεί ένας υψηλόβαθμος αναλυτής της S & P. «Ας ελπίσουμε ότι θα είμαστε πλούσιοι και συνταξιούχοι τη στιγμή που αυτό το σπίτι από τραπουλόχαρτα θα καταρρεύσει» γράφει ένας άλλος.
Οι φορείς αξιολόγησης είναι ο συνδετικός κρίκος που κρατά φαινομενικά το σύνολο του χρηματοπιστωτικού κλάδου μαζί. Αυτές οι γιγαντιαίες εταιρείες – επίσης γνωστές ως εθνικά αναγνωρισμένοι οργανισμοί στατιστικής διαβάθμισης, ή NRSROs – έχουν ομάδες εξεταστών οι οποίοι αναλύουν επιχειρήσεις, πόλεις, κωμοπόλεις, χώρες, δανειολήπτες στεγαστικών δανείων, οποιονδήποτε ή οτιδήποτε έχει ένα χρέος ή δημιουργεί ένα επενδυτικό όχημα.
Η κύρια λειτουργία τους είναι να καθορίζον τι είναι ασφαλές να αγοράσεις και τι δεν είναι. Μια βαθμολογία ΑΑΑ είναι για τον οικονομικό κόσμο ό,τι είναι και η σφραγίδα για τους κρεατοφάγους, ή η παρθενία για τους Καθολικούς. Υποτίθεται ότι είναι ιερή και απαραβίαστη: Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Moody, οι AAA επενδύσεις «θα πρέπει να επιβιώσουν σε κάτι αντίστοιχο με τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ».
Δεν είναι τραβηγμένο να πούμε ότι το σύνολο του χρηματοοικονομικού κλάδου περιστρέφεται γύρω από το κομβικό σημείο του απολύτως ασφαλούς ΑΑΑ. Όμως, η οικονομική κρίση συνέβη επειδή οι ΑΑΑ αξιολογήσεις σταμάτησαν να είναι κάτι που έπρεπε να κερδηθεί και μετατράπηκαν σε κάτι που μπορούσε να πληρωθεί.
Το ότι συνέβη αυτό είναι ακόμη πιο εκπληκτικό, διότι οι εταιρείες αυτές έχουν φυσικά ισχυρή επιρροή στους πελάτες τους, δεδομένου ότι αποτελούν μέρος μιας οιονεί-προστατευμένης βιομηχανίας που απολαμβάνει  de facto μαζικές κρατικές επιδοτήσεις. Σε μεγάλο βαθμό αυτό συμβαίνει επειδή οι κρατικές υπηρεσίες, όπως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συχνά υποχρεώνουν τις ιδιωτικές εταιρείες να εκπληρώσουν τις κανονιστικές απαιτήσεις διατηρώντας  σταθερές ποσότητες περιουσιακών στοιχείων – ομόλογα κτλ – που έχουν υψηλή βαθμολογία από «εθνικά αναγνωρισμένο» οίκο αξιολόγησης , όπως τα «τρία Α» του Moody, του S&P και του Fitch. Έτσι, ενώ δεν είναι ακριβώς μέρος της επίσημης ρυθμιστικής υποδομής, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι.
Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται η ανομία των οίκων αξιολόγησης. Η Οικονομική Εξεταστική Επιτροπή Κρίσεων δημοσίευσε μια μελέτη το 2011, του Moody, και αποκάλυψε ότι μεταξύ του 2000 και του 2007 ο οίκος έδωσε σχεδόν 45.000 ενυπόθηκους τίτλους ΑΑΑ. Μία χρονιά, ο Moody μοίρασε ΑΑΑ σε 30 ενυπόθηκους τίτλους κάθε μέρα, το 83 τοις εκατό των οποίων τελικά υποβαθμίστηκαν. «Αυτή η κρίση δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς τους οίκους αξιολόγησης», ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή.
Χάρη σε αυτά τα έγγραφα, τώρα ξέρουμε πώς συνέβη αυτό. Και δείχνουν, όπως τα σκαμπανεβάσματα των κορυφαίων οίκων αξιολόγησης της χώρας και μιας από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες της Αμερικής (Morgan Stanley) πριν από δύο μεγάλες subprime προσφορές, ότι επίσης καθορίζουν λεπτομερώς την εξέλιξη της απάτης της βιομηχανίας που οδήγησε στην κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας – πώς οι τράπεζες, τα hedge funds, οι ενυπόθηκοι δανειστές και οι οίκοι αξιολόγησης, που συνεργάζονται εξαιρετικά, συνεργάστηκαν για να αποκρύψουν και στη συνέχεια να πουλήσουν σχεδόν άνευ αξίας δάνεια ως τίτλους ΑΑΑ. Είναι το μαύρο κουτί στο αμερικανικό οικονομικό αεροπλάνο.
Τον Απρίλιο, οι Moody και Standard & Poors τακτοποίησαν  αγωγές ύψους 225 εκατ. δολαρίων. Οι αγωγές, από διαφορετικές ομάδες εναγόντων με επικεφαλής την King County στην Ουάσινγκτον και την Commercial Bank στο Αμπού Ντάμπι, κατηγόρησαν τους οίκους αξιολόγησης για συνωμοσία, στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000, με την Morgan Stanley να προκαλεί δολίως σημαντικές επενδύσεις σε κάποιες καταδικασμένες subprime προσφορές, στις Cheyne και Rhinebridge.
Οι τιμές των μετοχών των δύο εταιρειών εκτοξεύθηκαν με τον διακανονισμό, με τις αγορές να πιστεύουν ότι οι επιχειρήσεις θα γλίτωσαν κάποια ενοχλητικά αποδεικτικά στοιχεία που θα έρχονταν στο φως με τη δίκη. Αλλά η απόφαση ενός δικαστή νωρίτερα είχε βγάλει ήδη τα περισσότερα έγγραφα στη δημοσιότητα. Αν και μερικές εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων των New York Times, έδωσαν σημασία εκείνη τη χρονική στιγμή, η συντριπτική πλειοψηφία του υλικού δεν ανακοινώθηκε ποτέ. Οι περιπτώσεις περιστράφηκαν γύρω από ένα ιδιαίτερα εξωτικό και πολύπλοκο χρηματοπιστωτικό μέσο που ονομάζεται SIV, ή δομημένο επενδυτικό όχημα.
Το SIV είναι ένας όχι και τόσο μακρινός ξάδελφος της εταιρείας ειδικού σκοπού, ή SPE, η οποία ήταν το κύριο όπλο καταστροφής στο σκάνδαλο της Enron. Η εταιρική απάτη εκείνες τις ημέρες ήταν μια μαζική λογιστική απάτη, κατά την οποία μια εταιρεία θα δημιουργούσε μια φαινομενικά ανεξάρτητη εταιρική δομή που θα μπορούσε να ελέγχεται ουσιαστικά από τα δικά της στελέχη, που στη συνέχεια θα μετέφεραν τις υποχρεώσεις της εταιρείας τους από τα δικά τους βιβλία στην ελεγχόμενη SPE, κρύβοντας τις ζημίες της επιχείρησης.
Το SIV είναι μια παρόμοια ιδέα. Πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, αφού οι τράπεζες ανακάλυψαν ένα κενό στα διεθνή τραπεζικά πρότυπα, που τους επέτρεπε να δημιουργήσουν SPE. […]
Οι οίκοι αξιολόγησης βοήθησαν αυτό το παιχνίδι με δύο τρόπους. Πρώτον, οι τράπεζες αυτές έπρεπε να υπογράφουν για τα ψεύτικα μαθηματικά της subprime εποχής – τα μαθηματικά που επέτρεψαν στις τράπεζες να μετατρέψουν τεράστια ποσά που ανήκαν σε ανθρώπους τόσο άφραγκους που δεν μπορούσαν καν να διαθέσουν πληρωμές, σε κινητές αξίες με υψηλότερες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και από εταιρίες με δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία. Αλλά οι τράπεζες χρειάζονταν επίσης τους οίκους αξιολόγησης για να υπογράφουν για την ασφάλεια και την αξιοπιστία αυτών των εκτός ισολογισμού SIV δομών.
Το πρώτα από τα δύο αμφισβητούμενα δομημένα επενδυτικά οχήματα επινοήθηκε από ένα hedge fund με έδρα το Λονδίνο που ονομάζεται Cheyne Capital Management, που διευθυνόταν από έναν πρώην δίδυμο τραπεζιτών της Morgan Stanley, οι οποίοι  προσέλαβαν την πρώην επιχείρησή τους για να οικοδομήσουν και να αποθηκεύσουν  αυτά τα τεράστια εξωπραγματικά subprime δάνεια.
Η Morgan Stanley είχε πολλαπλά κίνητρα για τη συμφωνία Cheyne. Καταρχήν, κέρδισε τα αποκαλούμενα «προκαταβολικά χοντρά έσοδα», τα οποία εκτιμούνται σε 25-30 εκατομμύρια δολάρια. Ήταν μια προσοδοφόρα επιχείρηση, και τα μεγαλοστελέχη ήθελαν απεγνωσμένα τη συμφωνία. […] Σε κάποια φάση, ένας αναλυτής της Morgan Stanley υποστήριξε ότι η τράπεζα είχε γράψει, στο όνομα του Moody, μια 12σέλιδη αναφορά για το SIV της Cheyne – όπου η  Morgan Stanley φαίνεται να έδωσε στον εαυτό της AAA αξιολογήσεις για μεγάλα κομμάτια της συμφωνίας.
Η Morgan Stanley κατέληξε να κάνει τόσο τον Moodys όσο και τον S&P να αξιολογήσουν τη συμφωνία, κάτι που δεν ήταν απλά κοινό αλλά βασική πρακτική του κλάδου. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για αυτό, αλλά ένας σημαντικός ήταν μια έννοια που ονομάζεται «βαθμολόγηση», στην οποία οι οίκοι έδωσαν κυρώσεις σε κάθε όργανο που δεν είχε αξιολογηθεί από τη δική τους εταιρεία. Εάν ένα SIV περιείχε ένα κάποιους ενυπόθηκους τίτλους με αξιολόγηση ΑΑ από την Standard & Poors, ο Moody θα μπορούσε να «βαθμολογήσει» αρνητικά τις υποκείμενες αξίες με Α, ή ακόμη χαμηλότερα. Αυτό έκανε τις  τράπεζες να προσλάβουν όσο πιο πολλούς οίκους αξιολόγησης μπορούσαν για να αξιολογήσουν κάθε επενδυτικό όχημα που δημιούργησαν.
Τον Σεπτέμβριο του 2004, ο αναλυτής της S&P Lapo Guadagnuolo έστειλε ένα e-mail στον Stephen McCabe, υπεύθυνο της Cheyne για τη συμφωνία, που προφανώς ήταν σε διακοπές. Τα e-mails ήταν ως επί το πλείστον ένα μάτσο κουτσομπολιά γραφείου. Αλλά ανάμεσά τους υπήρχε και ένα αυθόρμητο σχόλιο για το πόσο χάλια ήταν η συμφωνία. «Γεια σου Steve!» έγραφε χαρούμενος ο Guadagnuolo. «Πώς είναι η Αυστραλία και πώς ήταν η Ταϊλάνδη; Όσο για την Cheyne, όπως ξέρεις δυσκολεύτηκα να εξηγήσω πώς φτάσαμε σε αυτούς τους αριθμούς, εφόσον δεν υπάρχει επιστήμη πίσω από αυτό. ..»[…]
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, γιατί κορυφαίοι αναλυτές και από τον Moody και από τον  Standard & Poors αξιολογούν μια τέτοια μαζική συμφωνία όπως η Cheyne χωρίς καμία απόδειξη που να τη στηρίζει; Η απάντηση είναι απλή: το χρήμα. Στα παλιά τα χρόνια, οι οίκοι  αξιολόγησης ζούσαν με συνδρομές που πωλούσαν στους επενδυτές, που σημαίνει ότι αποζημιώνονταν – έμμεσα, παρεμπιπτόντως – από τους ανθρώπους που αγόραζαν τα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, αυτό το μοντέλο μεταμορφώθηκε στο σημερινό «ο εκδότης πληρώνει», στην οποία μια εταιρεία όπως η Moody ή η Standard & Poors πληρώνεται απευθείας από τον «εκδότη» – δηλαδή, την εταιρεία που έχει κάνει το οικονομικό προϊόν.
Για την Cheyne, για παράδειγμα, οι οίκοι είχαν πληρωθεί με 1-1,5 εκατ. δολάρια για να αξιολογήσουν τη συμφωνία με την Morgan Stanley, την ίδια εταιρεία που ενδιαφερόταν για να πάρει υψηλή βαθμολογία. Ο γερουσιαστής Καρλ Λέβιν, ένας από τους λίγους πολιτικούς που επικεντρώθηκαν στη μεταρρύθμιση των οίκων αξιολόγησης μετά τη συντριβή, το έθεσε ως εξής: «Είναι σαν ένα από τα μέρη στο δικαστήριο να πληρώνει το μισθό του δικαστή».
Χάρη σε αυτό το μοντέλο, οι επιχειρήσεις αξιολόγησης έφτασαν στα ύψη την περίοδο της φούσκας. Μια έκθεση της Γερουσίας διαπίστωσε ότι τα τέλη για τα «τρία Α» διπλασιάστηκαν μεταξύ του 2002 και του 2007, από 3 δισεκατομμύρια δολάρια σε 6 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα τέλη για την αξιολόγηση ενυπόθηκων τίτλων τόσο στον Moodys όσο και στον S&P σχεδόν τετραπλασιάστηκαν.
Έτσι, υπήρχαν ισχυρά κίνητρα για να ασχοληθούν με μια υπόθεση όπως η Cheyne. Ο  επόμενος πρόεδρος του Moody, Brian Clarkson, στην πραγματικότητα παραδέχθηκε  αυτή την φρικτή αλήθεια γραπτώς, σε ένα εσωτερικό e-mail το 2004. «Για να το θέσω ωμά» έγραψε, «ο εκδότης θα μπορούσε να πάρει την επιχείρησή του αλλού, εκτός εάν ο οργανισμός αξιολόγησης του δώσει μια υψηλότερη βαθμολογία».
Και στους δύο οίκους, τα στελέχη συζητούσαν πίσω από τις κλειστές πόρτες για  την οικονομική πίεση να δώσουν μη εμπεριστατωμένες αναλύσεις σε προϊόντα που ήθελαν να πουλήσουν οι τράπεζες. Τα πρακτικά από ένα συνέδριο το 2007 με στελέχη της Standard & Poor δείχνουν ότι οι βαθμολογητές γνώριζαν ότι έχουν ξεφύγει. Αποδεχόμενοι ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να υπολογισθεί επακριβώς το ποσοστό, ας πούμε, μιας σύνθετης διαπραγμάτευσης παράγωγου δανείου με υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία στην Κίνα και τη Ρωσία, ένα στέλεχος παραδέχεται με ειλικρίνεια: «Δεν έχουμε την ικανότητα ούτε τις δεξιότητες στο εσωτερικό να αξιολογήσουμε κάτι σαν αυτό».  Ένας άλλος αναφέρει, ότι «οι πιέσεις των αγορών έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω του ‘ζεστού χρήματος’». Ο πρώτος  αντιτάσσει ότι οι τράπεζες πιέζουν ασφυκτικά, ζητώντας από τους βαθμολογητές να τις βοηθήσουν να παίξουν το άκρως κυνικό παιχνίδι της καυτής πατάτας, στο οποίο τα κακά δάνεια έρχονται μαζικά και αμέσως μετά περνούν στα κορόιδα που θα αναλάβουν όλους τους κινδύνους. Το αστείο – ή το τραγικό, ανάλογα με την άποψή σας -, ένα στέλεχος της S&P στο συνέδριο σχεδίασε ένα γρήγορο σκίτσο με το ηθικό δίλημμα της εταιρείας του. Το τερατώδες σκίτσο δείχνει τη βιομηχανία να ταξιδεύει σε έναν δρόμο και να φτάνει σε ένα κομβικό σταυροδρόμι, όπου οι δύο επιλογές είναι «να βαθμολογήσετε», «να μην βαθμολογήσετε».[…]
Εάν η σημασία της Cheyne είναι ότι έδειξε πως οι οίκοι αξιολόγησης ξεπουλιούνται για να έχουν δουλειά, η σημασία της επόμενης συμφωνίας, της Rhinebridge, είναι ότι έδειξε πόσο χαμηλά θα ήταν πρόθυμοι να πέσουν για να κρατήσουν αυτή τη δουλειά. Η Rhinebridge ήταν ένα subprime SIV που έμοιαζε πολύ δομικά με την Cheyne. Η Morgan Stanley δεν επέμενε απλά οι οίκοι αξιολόγησης να επιτρέψουν στην τράπεζα να δώσει στην Rhinebridge μία πολύ μεγαλύτερη ποσότητα subprime σε σχέση με την Cheyne, αλλά επίσης, πίεσε αυτή τη μαζική άμορφη μάζα των τοξικών στεγαστικών δανείων σε μια εποχή που η subprime αγορά πλησίαζε ήδη στην πλήρη κατάρρευση.
Στην πραγματικότητα, η συμφωνία της Rhinebridge ξεκίνησε με υψηλές βαθμολογίες από τους δύο οίκους  στις 27 Ιούνη 2007, και σε λιγότερο από δύο εβδομάδες ο Moody και ο S&P υποβάθμισαν εκατοντάδες των subprime ενυπόθηκους τίτλους. Με άλλα λόγια, τόσο ο Moodys όσο και ο S&P ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι θα υποβαθμίσουν τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού του SIV της Rhinebridge, παρ ‘όλο που ετοιμάζονταν να δώσουν στην  Rhinebridge τρία Α. «Ήταν η συντομότερη αξιολόγηση ΑΑΑ στην ιστορία», λέει ο δικηγόρος των εναγόντων Dan Drosman. «Η Rhinebridge πήγε από ΑΑΑ σε junk μέσα σε μήνες». Υπάρχουν πάρα πολλά ντοκουμέντα  και στους δύο οίκους που αποδεικνύουν ότι αναλυτές και στελέχη γνώριζαν τι θα επακολουθούσε. Ήδη από το 2005, η S&P μιλούσε σε εσωτερικά σημειώματα για «φούσκα» στις αγορές ακινήτων και το 2006 γνώριζε ότι υπήρξε «ανεξέλεγκτη αξιολόγηση και απάτη εδώ και αρκετό καιρό», που προκάλεσε «αύξηση των επισφαλειών» και «υποθήκες εφιάλτες».
Τον Ιούνιο του 2007, όταν ξεκίνησε η Rhinebridge, η αναφορά του  Διοικητικού Συμβουλίου της S&P έκανε λόγο για συνολική κατάρρευση της αγοράς. «Η κατάρρευση των subprime στεγαστικών δανείων θα αυξήσει τόσο τις κατασχέσεις όσο και την υπερπροσφορά κατοικιών προς πώληση». Το ίδιο και στον Moody, όπου τον Ιούνιο του 2007 τα στελέχη συζητούσαν εσωτερικά για «αυξημένες ποσότητες ψεύδους στα εισοδήματα» και για «αυξημένες ποσότητες των ανακριβειών πληρότητας» στις αιτήσεις ενυπόθηκων δανείων. Ωστόσο, οι δύο οίκοι αξιολόγησης όχι μόνο κράτησαν για τον εαυτούς τους τις ανησυχίες αυτές , αλλά έκαναν το παράδοξο βήμα του να δηλώσουν ακριβώς το αντίθετο.
Η Rhinebridge, η Cheyne και ένα σωρό άλλες επενδύσεις subprime τελικά «έσκασαν», παίρνοντας μαζί τους τεράστιες ποσότητες μετρητών – 40 τοις εκατό του παγκόσμιου πλούτου αφανίστηκε μετά το τέλος της φούσκας των ενυπόθηκων δανείων, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Το 2008 ήταν για την αμερικανική οικονομία ό,τι η 9/11 για την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, ενώ η 9/11 ώθησε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να σκίσει το μισό της σύνταγμα στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας, μετά το 2008, οι αρχές πήγαν προς την άλλη κατεύθυνση. Αν μπορείτε να φανταστείτε ένα μετα-τρομοκρατικό σενάριο όπου δεν θα υπήρχαν ανιχνευτές μετάλλων στα αεροδρόμια και οι άνθρωποι θα μπορούσαν να περνάνε με αλυσοπρίονα και μπαλτάδες, μπορείτε να πάρετε μια γενική ιδέα για το τι έγινε για να μεταρρυθμίσουν την διαδικασία της αξιολόγησης.
Συγκεκριμένα, πολύ λίγα έγιναν για να αλλάξει ο τρόπος που δίνεται το ΑΑΑ – το μοντέλο «ο εκδότης πληρώνει» εξακολουθεί να υφίσταται, και τα «τρία Α» διατηρούν περίπου το ίδιο μερίδιο αγοράς. Μια προσπάθεια από του Γερουσιαστής Al Franken να αλλάξει το μοντέλο αποζημίωσης, μέσω μιας νέας προσέγγισης σύμφωνα με την οποία οι οίκοι θα πρέπει να αξιολογούν μέσα από ένα δημόσιο οργανισμό πέρασε με συντριπτική πλειοψηφία στη Γερουσία, αλλά στη Βουλή παραπέμφθηκε σε μια μελέτη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς – η οποία κυκλοφόρησε τα πορίσματά της το περασμένο έτος, ζητώντας. . . περισσότερη μελέτη. «Η σύγκρουση συμφερόντων εξακολουθεί να υπάρχει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο», λέει οργισμένος ο Franken.
Οι εταιρείες επέστρεψαν εκεί που ήταν. Το 2012, για παράδειγμα, τα κέρδη του Moody αυξήθηκαν 22 τοις εκατό, σε 1,18 εκατομμύρια δολάρια. Η McGraw-Hill, η μητρική εταιρεία της Standard & Poors, είχε κέρδη  437 εκατ. δολάρια πέρυσι, με τα κέρδη από την αξιολόγηση να αποτελούν το  70 τοις εκατό των κερδών της εταιρείας.
Τον Φεβρουάριο, το Υπουργείο Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Ομπάμα, σε μια ενέργεια που φαίνεται μάλλον καθυστερημένη, κατέθεσε αστική αγωγή 5 εκατ. δολαρίων κατά της Standard & Poors, αντλώντας κάποια στοιχεία από τα έγγραφα που αποτελούσαν μέρος των υποθέσεων Cheyne και Rhinebridge. Στο πλαίσιο αυτής της δράσης, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του S&P ανακρίθηκαν από τους ερευνητές της κυβέρνησης και παραδέχθηκαν ότι είχαν αλλοιώσει τη μεθοδολογία των αξιολογήσεων  για να προστατεύσουν το μερίδιο αγοράς.
Χρόνια μετά τη συντριβή, είναι λίγο προσβλητικό να βλέπουμε αναλυτές του κλάδου να παραδέχονται με ευχαρίστηση και ενόρκως ότι αντάλλαξαν την επιστήμη για το μερίδιο αγοράς, ιδίως δεδομένου ότι οι εταιρείες συνεχίζουν να διαμαρτύρονται για το αντίθετο δημόσια. Όταν ήρθα σε κάποιες επαφές για αυτή την ιστορία, οι Moody και S & P επέμειναν ότι πολλά από τα έγγραφα σε αυτή την περίπτωση απλώς έχουν ληφθεί έξω από το πλαίσιό τους, καθώς και ότι η ανάλυσή τους συνολικά υπήρξε αυστηρή, αντικειμενική και ανεξάρτητη.
Είναι μια ασθενής άμυνα, αλλά κρατά ακόμα. Η μετοχή της McGraw-Hill υποχώρησε σχεδόν 14 τοις εκατό, όταν βγήκε η είδηση για τη μήνυση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και έπεσε σχεδόν 19 τοις εκατό τον Φεβρουάριο, αλλά έχει ανακτήσει πλέον μεγάλο μέρος της αξίας της – η μετοχή της αυξήθηκε σχεδόν 16 τοις εκατό το Μάρτιο και τον Απρίλιο, καθώς οι αγορές αντέδρασαν θετικά, μεταξύ άλλων, στον πρόσφατο διακανονισμό των Cheyne και Rhinebridge. Οι αγορές πιστεύουν σαφώς ότι οι οίκοι αξιολόγησης θα επιβιώσουν.
Αυτό που είναι καταπληκτικό είναι ότι ακόμη και χωρίς τα τόσα αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν την ανικανότητα και τη διαφθορά τους, οι επιχειρήσεις αυτές θα έπρεπε να είναι εκτός. Ακόμη και αν το έκαναν κατά λάθος, αυτό θα έπρεπε να ήταν αρκετό για να πείσει τις αγορές να στραφούν σε ένα διαφορετικό μοντέλο, διαφορετικές εταιρείες, διαφορετικές μεθοδολογίες αξιολόγησης. Αλλά τώρα γνωρίζουμε ότι δεν ήταν ατύχημα. Αυτό που συνέβη στους οργανισμούς αξιολόγησης κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, και αυτό που πιθανόν εξακολουθεί να συμβαίνει μέσα στους τοίχους τους, είναι ένα φαινόμενο τόσο παλιό όσο και οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Έχοντας την επιλογή ανάμεσα στο χρήμα και την ακεραιότητα, διάλεξαν το χρήμα. Το οποίο δεν θα ήταν τόσο κακό αν δεν είχαν σχέση με την επιχειρηματική ακεραιότητα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...