`

Το ξυπνητήρι του Αρκτικού Ωκεανού μια μέρα θα χτυπήσει στην Ελλάδα

Ο Πήτερ και η Άννα είναι 
ένα ζευγάρι Νορβηγών 
που αγαπούν την Ελλάδα.


Τα τελευταία 32 χρόνια έρχονται κάθε καλοκαίρι στην Πάτμο. Πριν 13 χρόνια αγόρασαν ένα μικρό σπίτι στον Κάμπο και, έτσι, τα καλοκαίρια έγιναν και φθινόπωρα και χειμώνες.

Όντας συνταξιούχοι πια αρέσκονται στο να λαμβάνουν κάρτες και φωτογραφίες ψυχρών πατρίδων από τα εγγόνια τους και να τις διαβάζουν στην παραλία νιώθοντας όλη τη ζέστη και τη λήθη των μεσημεριών της νήσου. Πολλές φορές, μάλιστα, υποψιάστηκα ότι το κάνουν επίτηδες, ότι δηλαδή αισθάνονται σα να συνωμοτούν με δόλο που ζουν σε ένα ζεστό κομμάτι παραδείσου ενώ οι αγαπημένοι τους μουλιάζουν στην υγρασία και τη βροχή του γοητευτικού αλλά και μελαγχολικού Μπέρκεν.

Γνωριστήκαμε στο ταχυδρομείο. Εκείνο το καλοκαίρι του 2002 και της 17Νοέμβρη. Είχα έρθει να δω την γιαγιά μου και να κάνω διακοπές, πρώτη φορά για 2 μόνο ημέρες. Στην πρώτη μέρα εκείνου του συμπυκνωμένου θέρους, κουβαλώντας την αϋπνία και την κούραση από την ολοήμερη μάχη στον Κορυδαλλό και τις ζωντανές συνδέσεις, είδα στο κατώφλι του ταχυδρομείου την Άννα. Μια λεπτή φιγούρα με σγουρά λευκά μαλλιά, φορούσε ένα γκρι φόρεμα από εκείνα τα τουριστικά με το χοντρό λινό, είχε δέσει στο σώμα της μια πάνινη τσάντα και έψαχνε να βρει κάποιον, κοιτούσε διερευνητικά στην πλατεία, ενώ έριχνε γρήγορες ματιές για να μην χάσει τη σειρά της.

Ήμουν η επόμενη της. Ήρθε πίσω στην ουρά και στάθηκε υπομονετικά. Η Άννα γύρισε το σώμα της και με κοίταξε. Μου είπε «καλημέρα» στα ελληνικά, με εκείνη τη συμπαθητική γνωστή προφορά των ξένων που θέλουν να μιλήσουν και να ενσωματωθούν φολκλορικά στις ελληνικές παραθεριστικές ακτές.

Άλλαξε γλώσσα και με υπέροχα αγγλικά με ρώτησε εάν η Ειρήνη η γιατρός θα ήταν σήμερα στο κέντρο Υγείας. Προφανώς ήξερε περισσότερα από εμένα που ήμουν Πάτμια. Ούτε την Ειρήνη τη γιατρό ήξερα ούτε εάν θα ήταν στο κέντρο Υγείας εκείνη την ημέρα. Της απάντησα ευγενικά ότι δεν ήξερα και τότε, ένα άγχος έσπασε τις ενυδατωμένες ρυτίδες του προσώπου της.

Να μην τα πολυλογώ, είχε πέσει και είχε χτυπήσει  με την κόκκινή της βέσπα τις προηγούμενες δύο μέρες. Και η Ειρήνη η γιατρός την είχε αναλάβει. Και έπρεπε να κάνει την «αλλαγή» στο πόδι μέχρι το μεσημέρι.  Και τελικά μάθαμε από τους υπαλλήλους του ταχυδρομείου ότι η Ειρήνη θα ήταν για μισή ώρα ακόμα στο κέντρο Υγείας. Και αφού ταξί δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να την πάω.

Η διαδρομή ήταν αναγνωριστική. Δούλευε στις φυλακές της Νορβηγίας, από εκείνες που οι κρατούμενοι μετρούν την ποινή τους στα μικρά καταπράσινα νησιά της χώρας δουλεύοντας «ελεύθεροι» στην ύπαιθρο. Είχαν αγοράσει σπίτι με τον σύζυγό της, που ήταν δικηγόρος και λάτρευαν το νησί. Μέχρι να φτάσουμε είχα μάθει και την ιστορία του κέντρου υγείας, που δεν γνώριζα, όπου ήταν δωρεά ενός ερωτευμένου με την Πάτμο Ελβετού τουρίστα πριν πολλά χρόνια. Πήγε στην Ειρήνη, έκανε την αλλαγή και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Κάτω στην Σκάλα γνώρισα και τον Πήτερ, έναν γλυκό άντρα στο πρόσωπο του οποίου καθρεφτίζονταν παιδικές σκανταλιές και αθωότητες.

Το βράδυ πήγαμε για φαγητό στην ταβέρνα του Βαγγέλη πάνω στη χώρα. Μου είπαν για το σπίτι που είχαν αποκτήσει, μιλήσαμε πολύ για την Ελλάδα, την Ευρώπη, την Νορβηγία. Τότε δεν υπήρχαν κίνδυνοι, κρίσεις και παρακρούσεις πανικού. Εγώ είχα ελπίδες πολλές για το μέλλον και εκείνοι χαρά μεγάλη που μπορούσαν να ζουν 5 μήνες στο νησί.

Η φιλία μας διατηρήθηκε όλα αυτά τα χρόνια με γράμματα, mail, κάρτες και πορτοκαλί πακέτα που πηγαινοέρχονταν με δώρα και βιβλία κάνοντας ταξίδια πάνω από την παγωμένη Ευρώπη τους χειμώνες.

Φέτος τους βρήκα στο νησί να με περιμένουν με συνταρακτικά νέα. Είχαν αποφασίσει να πουλήσουν το σπίτι και να φύγουν από την Ελλάδα. Το θέμα όμως ήταν ότι είχαν πάρει μια περίεργη απόφαση «με χρονικό ορίζοντα που θα λειτουργούσε σαν ξυπνητήρι!» Έτσι μου είπαν στο τηλέφωνο. Ενώ περίμενα με αγωνία να έρθει το βράδυ.

Συναντηθήκαμε στον Αρίωνα. Αγκαλιαστήκαμε, καθήσαμε στα έξω τραπέζια και κάναμε ,όπως κάθε φορά, την απαραίτητη εισαγωγή: εκείνο το ωραίο δεκάλεπτο σαν καλομονταρισμένο βίντεο με λιτά εφέ. Μου παρουσίαζαν με φωτογραφίες την ανάπτυξη των δύο ξανθών εγγονών τους. Και κάθε φορά  πάνω στο φωτογραφικό χαρτί ήταν αποτυπωμένη όλη η παιδεία και το μέλλον των παιδιών εκείνης της χώρας, οι γιορτές, τα σχολεία, οι δραστηριότητες, οι ευκαιρίες για ανάπτυξη και εξέλιξη που μπορούσε να κάνει ηλιόλουστη κάθε παγωμένη μέρα με λιγοστό φως.

Δεν άντεξα από στενοχώρια και περιέργεια, διέκοψα το «βίντεο» και τους ρώτησα απότομα σχεδόν για την απόφασή τους, τον ορίζοντα και το ξυπνητήρι. Μου είπαν, λοιπόν, ότι είχαν αποφασίσει να πουλήσουν το σπίτι, να φύγουν από το νησί και να επιστρέψουν μετά από τουλάχιστον δύο εκλογικές αναμετρήσεις! Σάστισα, ζήτησα εξηγήσεις αφού τους θύμισα ότι εδώ στην Ελλάδα οι εκλογικές αναμετρήσεις μπορεί να έχουν απόσταση μεταξύ τους μόλις ένα μήνα! Χαμογέλασαν για την παρατήρησή μου και άρχισαν να μου εξηγούν τι εννοούσαν…

Δεν άντεχαν πια την φορολογία, οι φόροι για το σπίτι του Κάμπου άρχισαν να γίνονται ασφυκτικοί. Και, όμως, αυτό το έλεγαν Νορβηγοί. Πολίτες μιας χώρας που προς το παρόν δεν έχει παρουσιάσει σοβαρά συ­μπτώματα κρίσης και ύφεσης που κα­τατρέχουν όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης, μικρές και μεγάλες.

Πολίτες μιας οικονομίας που δεν συμμετέχει ού­τε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε στην Ευρωζώνη. Και που έχει διατηρήσει την ανεξαρτησία της που την έχει προστατέψει από τις οξείες εκδηλώσεις της κρίσης. Πολίτες μιας ανεξάρτητης χώρας με μια προστατευμένη εθνική οι­κονομία που έχει κατά κεφαλή ΑΕΠ που φτάνει τα 95 χιλιάδες δολάρια. Πολίτες μιας Νορβηγίας, αν και με πληθυσμό λιγότερο από τον μισό της Ελλάδας, που παράγει ΑΕΠ κατά 20% με­γαλύτερο από αυτό της χώρας μας. Οι συνταξιούχοι Πήτερ και Άννα χωρίς πετσοκομμένες συντάξεις, άρρωστα ασφαλιστικά ταμεία και σοβαρά προβλήματα επιβίωσης δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στον ελληνικό φορολογικό κυκεώνα. Συνεχώς ελάμβαναν νέους φόρους, με νέα ονόματα και ευφάνταστες δικαιολογίες, όπως μου είπαν. Για το μικρό σπίτι των δύο δωματίων πλήρωναν φόρους που αντιστοιχούσαν στο σπίτι τους έξω από το παγωμένο Μπέργκεν και που ήταν πολύ μεγαλύτερο.

Δεν άντεχαν τα σάπια μυαλά των υπαλλήλων της Πολεοδομίας που λιγουρεύονταν παράνομα χρήματα, δεν μπορούσαν άλλο τα βλέμματα των εποπτών αυτής της υπηρεσίας που προσπαθούσαν μόλις πριν από δύο χρόνια να τους ξεζουμίσουν ζητώντας τους λαδώματα για το τοιχάκι που είχαν ανεβάσει 2 πόντους στην αυλή, ενώ ο Πήτερ και η Άννα ήθελαν να καταβάλουν το πρόστιμο που τους αντιστοιχούσε και να πληρώσουν την άγνοιά τους. Όχι, οι υπάλληλοι της πολεοδομίας επέμεναν, να πάρουν χρήματα κάτω από το τραπέζι γιατί έτσι η δουλειά «θα γίνονταν καλύτερα».

Όταν άκουσα αυτούς τους λόγους είχα ήδη συμπεριλάβει με μεγάλη λύπη τον εαυτό μου στους απατημένους αυτού του συστήματος. Μόνο που εγώ ήμουν Ελληνίδα και δεν με περίμενε πουθενά κανένα κράτος δικαίου άμα την προσγείωση ενός αεροπλάνου. Εξακολουθούσα, όμως, να μην έχω  καταλάβει το ρόλο των εκλογικών αναμετρήσεων και το ξυπνητήρι.

Οι δύο Νορβηγοί συνταξιούχοι φίλοι μου δεν άντεχαν την αύξηση της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα που αγαπούσαν τόσο πολύ, γι΄αυτό ήθελαν να φύγουν πιο πολύ από τους άλλους λόγους. Και μου υποσχέθηκαν να είναι υπομονετικοί, να περιμένουν -όχι στις εκλογές που θα έρθουν αλλά στις επόμενες- μήπως αυτό αλλάξει. Τους πλήγωνε γιατί πίστευαν πως «στη χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία, τώρα έβλεπαν να πεθαίνει». Δεν ήθελαν άλλο να συνομιλούν με τους ντόπιους και να τους εκφράζουν την μεγάλη τους επιθυμία και απόφαση να ψηφίσουν την Χρυσή Αυγή την επόμενη φορά με την αιτιολογία «μωρέ, αυτό τους χρειάζεται, Χρυσή Αυγή». Δεν το άντεχαν συναισθηματικά μου είπαν, τους έπνιγε αυτό το κομμάτι νοοτροπίας των Ελλήνων φίλων τους περισσότερο από τα άλλα.

«Και για το ξυπνητήρι;», ρώτησα. «Το ξυπνητήρι θα το «βάλουμε» μεθαύριο που θα φύγουμε. Γιατί η ψυχή μας και η αγάπη μας για την Ελλάδα πρέπει να πέσει σε λήθαργο. Είναι ανάγκη να κοιμήσουμε την λατρεία μας για την Πάτμο. Και μια μέρα το ξυπνητήρι θα χτυπήσει και εμείς πιο μεγάλοι και, ίσως, με περισσότερα προβλήματα υγείας αλλά πάντα με νεανική ψυχή να ξυπνήσουμε και να πάρουμε σαν τσουλήθρα το δρόμο της επιστροφής.

Μα ακόμη και αν το ξυπνητήρι χτυπήσει και εμείς δεν βρισκόμαστε στη ζωή θα το κάνουν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Θα το κλείσουν και θα κατηφορήσουν, θα ψάξουν και θα αγοράσουν ξανά το σπίτι του παππού και της γιαγιάς στο νησί. Σε μια αληθινά δημοκρατική χώρα που θα προστατεύει τους μεγάλους ανθρώπους, θα φροντίζει για την Υγεία και την Παιδεία, δεν θα αλλάζει κυβερνήσεις με ταχύτητες φωτός,  δεν θα κλείνει την δημόσια τηλεόραση έτσι και το σπουδαιότερο; Δεν θα αυξάνονται μέσα στο «σώμα» της τα άκρα!»

Μου άφησαν για ενθύμιο τις πέτρες από την Λάμπη που είχαν στο πίσω μπαλκόνι. Τις  είχαν μαζέψει το πρώτο καλοκαίρι που ήρθαν, όταν εγώ ήμουν 6 μηνών και δεν είχαμε γνωριστεί. Όταν περνάω από τον  Κάμπο δεν κοιτάω το σπίτι γιατί ξέρω ότι δεν θα βγάλω το χέρι από το παράθυρο να τους χαιρετήσω. Ο Πήτερ και η Άννα είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ευαίσθητων και σκεπτόμενων ανθρώπων που βλέπουν παντού καλοσύνη και διαύγεια και που τους προσβάλλουν η πονηριά, η σάπια νοοτροπία και η εκμετάλλευση.

Και κάπως έτσι έκλεισα μέσα μου το καλοκαίρι. Και ήρθαν στο νου μου παγωμένα βουνά και κρυσταλλικές άσπρες θάλασσες. Και ένα μεγάλο ξυπνητήρι, που θέλω απελπισμένα να χτυπήσει. Σύντομα.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...