`

Η μάνα της μάνας του Τζάμπα

Αφού ελήφθη η απόφαση για απόβαση στην Οία, είπα να πεταχτώ από το σπίτι μου να πάρω κανένα ρουχαλάκι...
πιο λουξ για να μην απομειώσω εγώ η γκρούβαλη την αυξημένη γκλαμουρότητα του νησιού.

Πήγα, λοιπόν, χτύπησα την πόρτα και, δυστυχώς, την άνοιξε η μάνατζερ.

-Βρε καλώς τη μανούλα, πώς από δω;, την πρόλαβα.
-Αν θέλεις τον άχρηστο τον πατέρα σου λείπει, μου απάντησε ξερά.
-Μπα, όχι, από συμβουλές είμαι κομπλέ, κάνα ρουχαλάκι θέλω.
Δεν έπιασε το χιούμορ μου, φυσικά. Παράπονο το 'χω, παίδες, σε αυτό το σπίτι τα προσόντα μου δεν εκτιμώνται ούτε λίγο. (Και σ’ αυτή τη χώρα επίσης.)
Η μάνατζερ μουγκάνισε κι εγώ πήγα κατευθείαν στην ντουλάπα. Ψαχούλεψα πάνω, κάτω, δεξιά κι αριστερά αλλά δεν βρήκα τίποτα της προκοπής, Λογικό, αφού δεν είχα αγοράσει ποτέ τίποτα της προκοπής.
-Δεν έχω τίποτα να βάλω, δήλωσα τελικά.
-Δόξα σοι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου. Μίλησες μια φορά σαν κανονική κόρη, ενθουσιάστηκε η μάνατζερ.
-Φέρσου λοιπόν κι εσύ σαν κανονική μαμά. Πέσε κάνα φράγκο για σόπινγκ.
-Πού να τα βρω; Ξέρεις πόσο μας πετσόκοψαν τον μισθό αυτοί οι κερατάδες;, άρχισε την άτακτη υποχώρηση η γιατρέσσα.
-Το φακελάκι όμως ανέπαφο.
-Ποιο φακελάκι, ρε χαμένο; Πού να τα βρει ο κόσμος; Ο κόσμος πεινάει. Αυτοκτονούν, σου λέει. Πέφτουν απ΄ τα μπαλκόνια οι άνθρωποι.
-Κι εγώ κοντεύω, μη νομίζεις (αλήθεια έλεγα, παίδες. Μόλις την έβλεπα μ΄ έπιανε κατευθείαν πονοκέφαλος και ήδη είχαν περάσει 20 λεπτά).
-Κορόιδευε εσύ, ανόητη. Εγώ όμως είμαι σοσιαλίστρια, πονάω.
Όπα! Η μάνα μου θυμήθηκε ότι είναι σοσιαλίστρια; Ρε συ, λες να έπαθε κάνα Αλτσχάιμερ; Αυτοί δεν είναι που θυμούνται μόνο το βαθύ παρελθόν;
Πριν αρχίσει όμως να μου τραγουδάει τα Κάρμινα Μπουράνα πήγα προς το ψυγείο να πιω λίγο νερό. Το άνοιξα κι έπαθα την πλάκα μου. Τούμπανο το ψυγείο. Βογκούσε λέμε. Τίγκα.
-Τι έγινε, ρε μάνα; Αυτά από το κοινωνικό παντοπωλείο τα ψωνίζεις;
-Ε, δίνουν ό,τι μπορούν οι άνθρωποι, δεν είναι αχάριστοι. Λαδάκι, αστακούς, σολωμουδάκι, αυγοτάραχα, τυρί. Θες κάνα κιλό φέτα βουτυράτη ΑΑ Ηπείρου;
-Μπα, όχι. Φέτος θα φορεθεί η γραβιέρα..
Παίδες, είναι γνωστός πια ο ρεαλισμός μου. Ποτέ δεν τινάζω το δέντρο με τα δαμάσκηνα αν θέλω να μαζέψω ελιές. Φράγκο δεν επρόκειτο να αποσπάσω από τον θηλυκό Σκρουτζ, κάνα τενεκέ λάδι δεν προλάβαινα να ξεπουλήσω στη λαϊκή σαν κρατικό ακίνητο, οπότε άρπαξα ένα καθαρό τζιν και ένα τίσερτ με την Όλγα Κεφαλογιάννη πάνω και την κοπάνησα με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες.
Το ταξίδι μας μέχρι τη Σαντορίνη ήταν αργό και βασανιστικό. Μιλήσαμε ελάχιστα: Εγώ ρώτησα γιατί ο Σάκης πήγε στην Οία. Αυτός μου απάντησε ότι κατάγεται από κει. Κατά τα λοιπά εγώ προσπαθούσα να διαβάσω ένα Marie Claire που βρήκα στο σαλόνι για να μπω λίγο στο κλίμα κι αυτός έγραφε σε κάτι χαρτάκια όλα όσα καταλόγιζε στη λέρα τον συγκάτοικο - δεν ήθελε να τα ξεχάσει την ώρα της σύγκρουσης των δύο γιγάντων, λέει. Στο τρίωρο πάνω μ΄ έπιασε περιέργεια κι έριξα μια ματιά να δω τι στο καλό γράφει. Δεν πολυκατάλαβα, σαν κουνημένη λίστα για το σούπερ μάρκετ ήταν: «Κωλόχαρτο Σάββατο. Αυγά μάνας», και πάει λέγοντας.
-Τι είναι το «κωλόχαρτο Σάββατο», ρε Μανωλάκη;
Λάθος ερώτηση. Τον φούντωσα πάλι.
-Αυτός ο μαλάκας τελειώνει πάντα το κωλόχαρτο το Σάββατο μόλις έχουν κλείσει τα σουπερμάρκετ. Κατάλαβες ο μαλάκας; Σάββατο! Και πρέπει να πηγαίνω εγώ ο μαλάκας να το πληρώνω 2 φορές πάνω στον περιπτερά επειδή ο μαλάκας αποφασίζει να χέσει πάντα Σάββατο βράδυ. Άκου Σάββατο βράδυ!
-Σόρι κιόλας, ρε Μανωλάκη, αλλά εσείς χέζετε βάσει σχεδίου;
-Όλα βάσει σχεδίου τα κάνει αυτός.
Όπως καταλαβαίνετε, παίδες μου αγαπημένοι, δεν ρώτησα για τα αυγά μαμάς. Κάθισα στα αυγά μου και κράτησα μια νοερή σημείωση: Να θυμηθώ να ζητήσω βαρέα ένσημα άμα την πιάσω τελικά τη δουλειά (και να στοκάρω κωλόχαρτα κάθε Παρασκευή).
Όταν φτάσαμε στην Οία με ωτοστόπ (το λεωφορείο αργούσε και δεν είχε υπομονή) πήγαμε καρφί στο πατρικό του ανεκδιήγητου. Ο Εμμανουήλ κόλλησε το ένα του χέρι στο κουδούνι και με το άλλο κοπανούσε την πόρτα.
-Τι κάνεις εκεί, ρε φίλε; Απαγορεύεται να γκρεμίσεις παραδοσιακό.
-Είναι συνθηματικό. Έτσι χτυπάνε οι ΑΑ γκόμενες.
-Οι κανονικοί άνθρωποι πώς χτυπάνε; (έτσι που γυάλιζε το μάτι του, αυτό το «κανονικοί» το είπα για να τον κολακέψω)
-Οι κανονικοί, μόνο κατόπιν ραντεβού.
Βήματα άρχισαν να σέρνονται προς την πόρτα - το κόλπο έπιασε. Όταν όμως άνοιξε επιτέλους η πόρτα είδαμε να ορθώνεται μπροστά μας μια τεράστια αντρογυναίκα, σα θηριοδαμάστρια, με άσπρα μαλλιά και μαύρα ρούχα. Έκανα αυθορμήτως δυο βήματα πίσω και κοίταξα τον Μανώλη. Δεν είχε κωλώσει. Ή την ήξερε ή είχε προϋπηρεσία σε τσίρκο.
-Μανωλάκη; Τι κάνεις, αγορίνα μου;, τον ρώτησε η Ορκα όλο στοργή μετατοπίζοντας τον θρυλικό της όγκο για να μας αφήσει να μπούμε μέσα.
-Ε, εκδρομούλα, ξέρετε, είπε αυτός ύπουλα. Ο Σάκης πού είναι; Κοιμάται;
-Ναι, το πουλάκι μου. Δούλευε μέχρι αργά χτες. Έξι η ώρα το χάραμα ήρθε. Πες του κι εσύ τίποτα που σ΄ ακούει, αγορίνα μου. Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
-Ναι, η αλήθεια είναι πως μας δουλεύει πολύ, είπε συμπονετικά ο Μανώλης.
Α, αυτοί δουλεύονται μεταξύ τους, είπα από μέσα μου εγώ.
-Το κορίτσι; ρώτησε η γυναίκα-γορίλας.
-Το κορίτσι είναι… συνάδελφος του Σάκη.
-Γαμολόγος, συμπλήρωσα επιστημονικά εγώ.
-Καθίστε. Καθίστε. Έχετε πάρει πρωινό;
-Ναι, είπε ο Μανώλης.
-Όχι, είπα εγώ.
-Ωραία, περιμένετε ένα λεπτό να σερβίρω και μετά θα πάω να ξυπνήσω τον Σάκη μου. Μετά στράφηκε σε μένα: Ποτέ δεν τον ξυπνάω αν δεν είναι όλα πάνω στο τραπέζι. Εκνευρίζεται.
-Εγώ εκνευρίζομαι όταν λείπει το τραπέζι, μουρμούρισε ο Μανώλης.
Όταν η γυναίκα-γορίλας έφυγε από το δωμάτιο, στράφηκα για εξηγήσεις στον Μανώλη.
-Μοναχογιός, γρύλισε.
-Ελήφθη, είπα. Μπαμπάς υπάρχει;
-Μπαμπάς έπαθε έμφραγμα όταν ο Σάκης έριξε το καινούριο του αμάξι στην καλντέρα.
-Αντίδραση μαμάς;
-Μη στεναχωριέσαι, αγορίνα μου, θα σου πάρω εγώ αμάξι, μόλις βγει η σύνταξη χηρείας.
-Αντίδραση Σάκη;
-Όχι, μανούλα. Το αυτοκίνητο θα μου θυμίζει τον μπαμπά και θα στεναχωριέμαι. Θα πάρω μια Χάρλεϊ.
-Ελάτε, παιδιά, έτοιμα! ούρλιαξε με αγάπη η γυναίκα-βουνό από την κουζίνα. Και όταν λέμε όλα, παίδες, εννοούμε όλα: Φρέσκες πορτοκαλάδες, κρέπες με σοκολάτα, τοστ ζαμπόν-τυρί, βάφλες με μαρμελάδα φράουλα, κρουασάν, αυγά μάτια και αυγά ομελέτα.
-Παναγία μου, είπα αγχωμένη. Τέσσερις άνθρωποι είμαστε.
-Τι να τόνε κάνω που είναι λίγο ιδιότροπος στο φαϊ; Αν δεν του αρέσει η κρέπα, να βρει τουλάχιστον μια βάφλα.
-Άλλωστε, χαμένα δεν πάν', συμπλήρωσε ύπουλα ο Μανώλης.
-Ναι, αγορίνα μου, τα ρέστα τα τρώω εγώ, τι να κάνω…
Να κάνεις κράτει γιατί σε λίγο θα θέλει κι άλλο σκάψιμο το υπόσκαφο, σκέφτηκα από καθαρή ζήλια. Παίδες, στον λόγο της ανυπάρκτου τιμής μου, δεν θυμάμαι ούτε ένα πρωινό που να ξυπνάω με σερβιρισμένο πρωινό. (Εδώ που τα λέμε δεν θυμάμαι και κανένα πρωινό που να ξυπνάω γενικά.)
Εκείνη τη στιγμή μπήκε σκουντουφλιστά ένας νόστιμος με μαύρο γυαλί, σώβρακο Κάλβιν Κλάιν κόκκινο-άσπρο, μπουρνούζι ανοιχτό και ασορτί παντοφλάκι. Όλα είχαν κεντημένα πάνω τους τα αρχικά του: ΣΚ. (Σάκης Κωλόφαρδος;) Ο τύπος βάρεσε ελαφρώς την πλάτη του Μανώλη μουρμουρίζοντας «Μανωλάκη; Τι λέει, ρε;», και μετά στάθηκε πάνω από μένα. Από τη θέση που βρισκόμουν έβλεπα το δεξί του μπούτι, το οποίο και βαθμολόγησα, νοερά, με άριστα.
-Τι έγινε, κοπελιά; Τι δεν καταλαβαίνεις; είπε αυτός βγάζοντας το γυαλί.
-Τίποτα, είπα. Αυγουλάκι μαμάς;
Ο Σάκης έσκυψε πάνω από το ένα αυγό μάτι, το εξέτασε προσεχτικά και ούρλιαξε:
--Μαμάαααα, αυτό ΔΕΝ είναι αυγό μαμάς!
Η γυναίκα-Κραουνάκης κατέφθασε ασθμαίνουσα.
-Οχι, αγορίνα μου, της μαμάς είναι, αλλά την τάισα σκέτο στάρι χτες και της βγήκε χλωμός ο κρόκος. Να με κάψει ο Θεός, αγορίνα μου, αν σου λέω ψέματα. Να μη σώσω να ξαναφάω τίποτα.
-Μεγάλος όρκος, παρατήρησα. Προτείνω να την πιστέψεις.
Ο Σάκης έδωσε τόπο στην οργή και κάθισε αφού της έχωσε μια χαϊδευτική ξυλιά στον τιτανοτεράστιο κώλο.
-Ποια είναι η μαμά, ρε παιδιά; ρώτησα δειλά.
-Η κότα μας. Τη λέμε μαμά γιατί αυτή γέννησε όλες τις υπόλοιπες. Ο Σάκης μου τρώει μόνο τα δικά της αυγά.
-Όταν δεν μου τα τρώνε οι άλλοι, συμπλήρωσε στριμμένα ο Σάκης, κοιτάζοντας τον Μανώλη με νόημα.
-Πάρτο πίσω γιατί θα τα σπάσω όλα εδώ μέσα, ούρλιαξε ξαφνικά ο Μανώλης.
-Σκάσε, ρε. Τρώμε τώρα.
-Όχι! με προκάλεσες, μαλακισμένο. Αρκετά σε ανέχτηκα. Τελείωσε. Θα τα πω όλα στην κυρά Έλλη. Κυρία Έλλη, ο γιος σου μου έκλεψε την καινούργια μου την τηλεόραση, μόλις την είχα αγοράσει.
Η κυρία Έλλη δάκρυσε. Πόνεσε η καρδιά μου. Δεν είναι πολύ ωραίο θέαμα ο γορίλας που δακρύζει, παίδες. Του ‘χωσα μια κλωτσιά κάτω απ΄ το τραπέζι, μπας και το βουλώσει.
Η κυρά Έλλη σήκωσε αργά και θλιμμένα τον τεράστιο όγκο της, πλησίασε τον γιο της και τον άρπαξε στη θηριώδη αγκαλιά της.
-Τι το 'θελες, αγορίνα μου αυτό; Ήθελες να μου κάνεις έκπληξη για τα γενέθλιά μου; Δεν θέλω δώρα εγώ, μανάρι μου. Εγώ μόνο που σε βλέπω, δώρο είναι, βρε. Μόνο να σε βλέπω να κοιμάσαι είναι σα να κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου.
Ο Μανώλης, ηττημένος κατά κράτος, άρχισε νευρικά να τρώει την ομελέτα. Αλλά και το δικό μου βλέμμα πρέπει να ήταν κάπως γιατί ο Σάκης ξίνισε.
-Τρέχει τίποτα, κοπελιά;
-Απορώ, είπα συλλογισμένη. Κι εγώ λαμόγιο είμαι. Γιατί στο καλό εσύ κατέληξες τζακ ποτ κι εγώ ο λήγοντας;
-Είναι ζήτημα μάρκετιγκ, εξήγησε ο Σάκης σπάζοντας τον κρόκο με το φρεσκοφρυγανισμένο του ψωμάκι.
-Μίλα, δάσκαλε, είπα και άρπαξα την ομελέτα απ΄ τον Μανώλη. Δεν πα' να τελείωνε η σχολική χρονιά; Το ανοιχτό πανεπιστήμιο είχε μόλις αρχίσει για μένα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...