`

Φιλμάροντας σβέρκους

Θεωρούμαι ηλικιωμένος, 
πια,αλλά δε θα μεγαλώσω ποτέ κατά τα φαινόμενα 
γιατί ψάχνω πολύ ανάμεσα στα νεανικά σκουπίδια.


Και τι πιο γοητευτικός σκουπιδότοπος απ' το σύγχρονο σινεμά. Χαίρομαι την πρωτοτυπία και μ' αρέσει το μοντέρνο. Μια δόση από «Οικογενειακές Ιστορίες» πραγματικά με στέλνει. Το MAD MEN και το BREAKING BAD είναι στα μεταμεσονύχτια ενδιαφέροντά μου. Θα ‘θελα να είμαι μίνιμαλ. Μ αρέσει το στυλ σε όποιον το κατέχει. Μ' αρέσει το Σινεμά, η Αρχαιολογία του, η Ιστορία του. Παθιάζομαι με την εικόνα και ψάχνω πάντα με μανία το καινούριο, το καθαρό, το αμόλυντο πλάνο, ακόμα και μέσα στο Oblivion. Ψάχνω τον αμήχανο μεγάλο ηθοποιό ή σκηνοθέτη που δεν είναι ακόμα. Ακολουθώ τα ίχνη του μέχρι να με διαψεύσει, αλλά και μέχρι να γίνει γνωστός. Μετά ψάχνω άλλον!

Έχω κατάθλιψη ή είμαι αυτό που λένε «λάτρης»; Μάλλον θύμα κάποιας διαφημιστικής καμπάνιας για σκηνοθέτη, που με φυλάκισε απ' το γυμνάσιο κιόλας. Με γοήτευσαν οι ανατολικές γεύσεις του σινεμά. Το κορεάτικο σπλάτερ και η ανελέητη φτώχεια του ιρανικού τοπίου μιας ταινίας του Φαραντί. Αυτή η αύρα της αθωότητας που παλεύει να γίνει Χόλιγουντ, αλλά δεν είναι. Και την καταβρίσκω με την υποκρισία του υστερόβουλου σινεμά. Αυτό της κόκκινης μοκέτας που πάει αντάμα με το ντραπέ ξώπλατο κουρτινάτο φόρεμα μιας Τζέσικα Τσάστεϊν και το αντρικό λακαρισμένο ξεχτένιστο μαλλί κομμωτηρίου ενός Τιμ Μπάρτον. Το κυνήγι των βραβείων. Εφήμερη δόξα που, όταν δεν συμβαδίζει με το περιεχόμενο, ξεχνιέται άσπλαχνα στα βάθη της μνήμης.

Αναρωτιέμαι γιατί οι περισσότεροι απ' τη φυλή μας, καταφεύγουμε ξανά κάποιο βράδυ στον κλασικό Χίτσκοκ. Στους Γουέλες, Βινε Ρενέ, Στάρτζες και Γουάιλερ και Φορντ και Μιτζοκούσι. Αν και υπάρχουν εκατομμύρια ταινίες δίπλα μας. Με το πάτημα ενός κουμπιού στο pc μας. Όλες με συνοδεία καλών κριτικών. Και διαβάζουμε τη συγκρατημένα ενθουσιώδη κριτική και βλέπουμε και τα βραβεία φάτσα κάρτα στο τρέιλερ. Και παραμυθιαζόμαστε. Και σαν τις bitches που πέφτουν στο κρεβάτι παρθένες, μπαίνουμε πάλι στη σκοτεινή αίθουσα με παρθένο, σχεδόν παιδικό βλέμμα. Αθώοι και μόνοι μας ανάμεσα σε πολλούς. Και κλείνουν τα φώτα και ξαναγεννιόμαστε σιγά-σιγά μαζί με το φως της οθόνης. Και μόλις τελειώσει η ελληνική ταινία, προσγειωνόμαστε ανώμαλα. Ανάβουν τα φώτα και κοιτάμε ο ένας τον άλλο, όλοι αμήχανοι και όλοι συμφωνούμε πως οι κριτικές και τα βραβεία που μας φλόμωσαν δεν αντιστοιχούν σε αυτό που είδαμε. Τότε όλοι αλλάζουμε ένοχες ματιές, τα μαζεύουμε και κάπως σαν παράνομοι που μόλις είδαμε ένα έγκλημα, αλλά δε θέλουμε μπλεξίματα με την αστυνομία, βουβοί βγαίνουμε απ' την αίθουσα ψελλίζοντας με απογοήτευση: Ελληνικό σινεμά...

Έπαθα overdose. Είδα τρεις ελληνικές ταινίες αυτή την εβδομάδα. Και είχα μαζί μου και τις περγαμηνές που τις συνοδεύουν. Και τις είδα με προσοχή. (Όση αντέχεται) Κι εκείνο που συνειδητοποίησα ήταν πως έβλεπα ταινίες της μαγείας του τυχαίου. Ήταν φανερό πως οι δημιουργοί πίστευαν στο δωδεκάθεο του σινεμά. Έκαναν σπονδές, αλλά δεν τους έκατσε η μαγεία. Διότι η μαγεία πάει με την προσπάθεια και την αληθινή γνώση. Ακόμα και ο νατουραλισμός θέλει προσπάθεια... Οι ιστορίες ήταν επιφανειακά στημένες με απλοϊκές περιγραφές χωρίς διλήμματα, συγκρούσεις και μεταβάσεις από τη μια κατάσταση στην άλλη. Σαν να ανακάλυπταν μόλις το σινεμά. Μα οι ίδιοι οι σκηνοθέτες δε βλέπουν σύγχρονες ταινίες; Παρκ, Νταρντέν, Πέιν και τόσους άλλους; Ήταν φανερό πως τα φτωχά γυρίσματα ήταν λίγο πριν το άρπα κόλα, με μίνιμαλ σχεδιασμό που κρύβεται καλά πίσω απ' την ποίηση και την εικαστική αναζήτηση. Όχι από άποψη πάντως. Ήταν φανερό πως ο αυτοσχεδιασμός ηθοποιών και σκηνοθετών ήταν το φόρτε της προσπάθειας και πως πολλές σκηνές σώθηκαν στο μοντάζ. Όπως ήταν φανερό πως τα θέματα και οι φιλμικές εικαστικές επεξεργασίες τους ήταν πιο ρηχές κι από νερό που έπεσε στο πάτωμα.

Όλες όμως είχαν ένα χαρακτηριστικό. Ένα αδύναμο σενάριο με χονδροειδή λάθη ανέλιξης. Έμενε η κινηματογράφηση να βγάζει τα κάστανα απ' τη φωτιά. Αλλά κι αυτή είχε εντολές για άλλα πλάνα.
Τα πλάνα του σβέρκου.

Α! Εδώ θα μου επιτρέψετε να παρεκτραπώ κι άλλο! Το θέλω! Η κάμερα ακολουθούσε τους all time άγνωστους πρωταγωνιστές από πίσω. Να δούμε τι, βρε αγόρια; Το αδιέξοδο του ήρωα; Ή να εμπλακούμε στην ιστορία τους; Βλέπαμε τους σβέρκους και τις πλάτες των ηθοποιών σε ατελείωτα μακρόσυρτα πλάνα και σε όλες τις βερσιόν ονείρου και πραγματικότητας. Περπατώντας ή τρέχοντας, από ψηλά, από χαμηλά, κοντά κι ακούνητα στον ώμο ή στο χέρι και πάντα από πίσω. Επίσης το μαγικό one of a kind πανεπιστημιακού επιπέδου «γύρω-γύρω όλοι πλάνο» όπου η κάμερα τριγυρίζει και φιλμάρει την κρυμμένη καλά στοιχειώδη υποκριτική του πρωταγωνιστή! Αυτό ήταν το αγαπημένο μου! Οι πλάτες πρωταγωνιστούσαν καλή ώρα σαν τα πλάνα απ' τις οικογενειακές Super8 των διακοπών του '70. Μα, ναι! Αυτά τα ερασιτεχνικά πλάνα του '70 έγιναν επαγγελματικά 5 δεκαετίες μετά! Και δείχνουν την αδυσώπητη πλευρά της πόλης! Και κάνουν και πυκνό σχόλιο της σημερινής Αθήνας όπως διαβάζω... Ok.

Κι όμως αυτό το σινεμά πάει καλά στα έξω, μας λένε. Γιατί η φτώχεια μας είναι φωτογενής! Είμαστε πια διάσημοι για τη φτώχεια και τα βάσανά μας κι όλοι θέλουν να δουν έστω από περιέργεια στην Ελλάδα τους πεινασμένους της κρίσης. Κι εμείς τους το δίνουμε απλόχερα.

Μήπως έχασα κάποιο τεύχος απ' τη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου; Μήπως με πείραξε που είδα τούρκικη σειρά στην τηλεόραση; Μήπως είμαι επηρεασμένος από τις ταινίες με αληθινή υπόθεση; Αυτές οι ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση. Το σινεμά μας είναι από μόνο του ένα ξεχωριστό είδος. Και το πλάνο του σβέρκου είναι για σφαλιάρες και μόνο.
Εγώ απλώς είμαι «άγουστος», όπως λέει και η 10χρονη απ' τον τρίτο, επειδή δε μου αρέσει η Χάνα Μοντάνα!


www.protagon.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...