`

BEIRUT - GULAG ORKESTAR..Γράφει η Μαρία Βασιλείου

Όταν άκουσα για πρώτη φορά το "Postcards from Italy" από το ραδιόφωνο, νόμιζα πως ο David Byrne (η ηγετική μορφή των Talking Heads) άφησε στην άκρη τους electro-pop, rock, fanky και λοιπούς ...
πειραματισμούς και το 'ριξε στις καντάδες, επιστρέφοντας εκεί απ' όπου όλοι ανεξαιρέτως οι μουσικοί ξεκινούν το μοναχικό ταξίδι τους, σκαλίζοντας μια ακουστική κιθάρα, ένα πιάνο, ένα πρόχειρο πνευστό ή ένα αυτοσχέδιο κρουστό, στο εν είδει στούντιο ηχογραφήσεως δωματιάκι τους. "Πλάκα θα 'χει, τώρα στα γεράματα..." σκέφτηκα. Μέχρι το τέλος του τραγουδιού, παρήλασαν απ' τ' αυτιά μου ζουρνάδες, τρομπέτες, μαντολίνα, λαούτα, γιουκαλίλι και η κόρνα του βιαστικού φορτηγατζή που με προσπερνούσε, σ' ένα συνονθύλευμα ήχων που δεν μπορούσα να βάλω σε τάξη και να προσδιορίσω που ακριβώς παραπέμπει. Ακολούθησε, ως συνήθως, το σχόλιο του παραγωγού, ένα ξερό "ακούσαμε Beirut" που και πάλι με μπέρδεψε, καθώς το εξέλαβα ως τίτλο δίσκου και βάλθηκα να ψάχνω στο δίκτυο για πληροφορίες. Στο my space άκουσα τρία ακόμα, άκρως ενδιαφέροντα (από μουσικής απόψεως) τραγούδια, είδα φωτογραφίες και φιλμάκια από ζωντανές εμφανίσεις και διάβασα τα σχόλια των fans του γκρουπ για τους δημιουργούς. Ε, δε χρειαζόμουν περισσότερα για να πεισθώ να δώσω τα τελευταία μου ευρουλάκια και ν' αποκτήσω το πολυπόθητο "Gulag Orkestar", που έκτοτε δεν έχει εγκαταλείψει το συρταράκι της σιντιέρας... Φαίνεται πως εσχάτως, τ' αυτιά μου αρέσκονται περισσότερο στην ακρόαση ήχων από φυσικά όργανα και σε μελωδίες ταξιδιάρικες και νοσταλγικές, παρά σε φρενιασμένες ηλεκτρικές κιθάρες και ηλεκτρονικά επεξεργασμένα βιολιά, ντραμς και πιάνα. Αισθάνομαι σαν να βρίσκω το σπίτι μου, αλλά παράλληλα να θέλω να το ξαναχάσω, ακούγοντας στροβιλιστικά βαλσάκια, με ακορντεόν και ντέφια σαν το "Mount Wroclai", το τραγούδι που αγάπησα περισσότερο απ' αυτό το άλμπουμ, παρότι η εισαγωγή του μου θύμισε λίγο το soundtrack της γλυκύτατης Amelie του Yann Tiersen... ή ίσως, ακριβώς γι αυτό. Ίσως πάλι να είναι και το βαλκανικό DNA που ξυπνάει στο άκουσμα των χάλκινων πνευστών και των ρυθμών που παραπέμπουν στον παραδοσιακό Μακεδονίτικο συρτό και σε άλλους αντικριστούς χορούς της Μεσογείου. Το "Gulag Orkestar" είναι μια σύνθεση από βαλκανικά, μεξικάνικα και κεντροευρωπαϊκά ηχοχρώματα, ανατολίτικους αμανέδες και τσιγγάνικα μοιρολόγια. Φωνητικά, θα το χαρακτήριζε κανείς χορωδιακό, με κυρίαρχη τη ζεστή και μελαγχολική φωνή του Zach Condon, στις παρεμβαλλόμενες μονωδίες. Στιχουργικά απλό και λιγόλογο, ως όφειλε να κρατήσει το παραδοσιακό του ύφος, μιλά για την αλυσίδα της ζωής, το παρελθόν, τον έρωτα, τον πόλεμο, τη φυγή και τη νομαδική ζωή. Το ομότιτλο κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ, είναι ένα παραληρηματικό κάλεσμα σε τσιγγάνικη λιτανεία, σαν κι εκείνη που κινηματογράφησε μοναδικά πριν από μια εικοσαετία περίπου, ο Εμίρ Κουστουρίτσα.  Το "Prenzlauerberg", ένα μεθυσμένο αργό βαλς μ' ένα σχεδόν εμβατηριακό επαναλαμβανόμενο μοτίβο, λύνει σιγά σιγά τα χέρια και τα πόδια, για να 'ρθει το γρήγορο πια "Brandenburg", να ξεσηκώσει ολόκληρο το σώμα, σε κάτι που μοιάζει να έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού... κάτι που μυρίζει καπνό από ινδιάνικα σινιάλα κάποιας κορφής των ’νδεων, όπως το "Rhineland" και το "Canals of our city" παρακάτω. Το καθαρόαιμο, πανηγυριώτικο "Bratislava" μας επαναφέρει στα Βαλκάνια, ενώ το "Scenic wold" και το ζωντανά ηχογραφημένο "After the curtain" που κλείνει και το άλμπουμ, μας προδιαθέτουν για πιθανούς μελλοντικούς πειραματισμούς του Condon σε λατινοαμερικάνικα ακούσματα, με σημείο αναφοράς τη Βραζιλιάνικη "τροπικάλια" και τις Πορτογαλικής επιρροής μπαλάντες. Εδώ γίνεται χρήση και κάποιων υποτυπωδών ηλεκτρονικών οργάνων, που ξενίζει κάπως, αν αναλογιστεί κανείς το ύφος του υπόλοιπου άλμπουμ.Το πως στο καλό συναντιούνται και δένονται όλα αυτά, γίνεται κατανοητό αν λάβει κανείς υπ' όψη του τη διαδρομή του δημιουργού της μπάντας Zach Condon, ενός εικοσάχρονου Αλβανικής καταγωγής νεαρού, που μεγάλωσε στο Αλμπουκέρκι των ΗΠΑ. Επηρεασμένος από την jazz δισκοθήκη του πατέρα του, τις σπουδές τρομπέτας των εφηβικών του χρόνων και τις μουσικές του Boban Markovic, των Taraf de Haïdouks και του Goran Bregovic (όπως αναφέρει το βιογραφικό του), ο Condon παράτησε το σχολείο και την προοπτική πανεπιστημιακών σπουδών στα 18 του κι έφυγε απ' το Αλμπουκέρκι. Ξόδεψε όλες του τις οικονομίες ταξιδεύοντας αρχικά στο ’μστερνταμ και μένοντας στη μικρή γκαρσονιέρα του ξαδέλφου του, όπου κατά τύχη διέμενε επίσης κι ένας Σέρβος ζωγράφος που ξυπνούσε και κοιμόταν με τον ήχο των χάλκινων πνευστών στα αυτιά του. Η σπίθα στο μυαλό του Condon άναψε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, αλλά η φωτιά "αναζωπυρώθηκε" όταν κατόπιν μετακόμισε για λίγους μήνες στο Παρίσι. Εκεί βρήκε μια τοπική μπάντα που έπαιζε τσιγγάνικες μουσικές, ενσωματώθηκε στο σχήμα τους, συνεισφέροντας με την τρομπέτα του και περιόδευσε μαζί τους στην Πράγα και τη Μόσχα για μια σειρά συναυλιών.Κάπου μεταξύ Πράγας, Λονδίνου και Νέας Υόρκης, γνωρίζεται με τον έτερο πλέον μουσικό συνοδοιπόρο του, τον Jeremy Barnes, ντράμερ των πάλαι ποτέ Neutral Milk Hotel, που μετά τη διάλυσή τους, έπιασε δουλειά ως ταχυδρόμος στο Λέστερ των αγγλικών Μίντλαντς, ενώ παράλληλα εργαζόταν εθελοντικά σε ένα καταφύγιο μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία, οι οποίοι και του μετέδωσαν το μικρόβιο της ανατολικότροπης μουσικής. Ο Barnes κι ο Condon, μοιράζονται την αγάπη τους για τους κάθε λογής μουσικούς απόκληρους, από τους νομάδες της Σαχάραρας μέχρι τους πλανόδιους οργανοπαίχτες του Παρισιού, από τους μουσικούς στις Σέρβικες φιλαρμονικές μέχρι τους Εβραίους τσιγγάνους της Μεσογείου και της κεντρικής Ευρώπης ή του πρώην ανατολικού μπλοκ. Μετά από ατέλειωτες περιπλανήσεις και ηχογραφήσεις σε απομονωμένα χωριά της Ρουμανίας και της Μολδαβίας, μαζί με τσιγγάνους κι άλλους ντόπιους μουσικούς, ο Condon έπιασε ένα διαμέρισμα στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και άρχισε να ηχογραφεί το "Gulag Orkestar", με τη σύμπραξη και των υπολοίπων. Για το εξώφυλλο του CD, επέλεξε μια φωτογραφία αγνώστου δημιουργού, από μια βιβλιοθήκη της Λειψίας, που θυμίζει αμυδρά το Wild at heart του David Lynch και κάπως έτσι, μπήκε στην ιστορία... σαν ένα soundtrack του μέλλοντος με γερά θεμέλια στο παρελθόν, ένα σύνολο τραγουδιών για τη μνήμη και τη νοσταλγία σε έναν κόσμο διαρκώς μεταλλασσόμενο, όπου η αναζήτηση της ταυτότητας γίνεται δυσκολότερη. Το μόνο σίγουρο πάντως, είναι πως αυτή η παιχνιδιάρικη και αλήτικη διάθεση των Beirut (που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκφραστές ενός νέου gypsy-rock κινήματος, όπως το αποκαλούν κάποιοι) καλά κρατεί. 
Δυστυχώς, δεν έχω να πω τα ίδια καλά λόγια και για τη ζωντανή εμφάνιση της μπάντας στην Αθήνα, στα πλαίσια του Gagarin Open Air Festival της 10ης Ιουλίου. Δε μπορώ να πω πως έδειχναν να μην το ευχαριστιούνται οι ίδιοι, αλλά κάποιες στιγμές ακούγονταν σαν ξεκούρδιστο σχολικό συγκρότημα, με επί κεφαλής έναν ερασιτέχνη τραγουδιστή που προσπαθούσε εναγωνίως να ελέγξει τους λαρυγγισμούς και τις ανάσες του. Και εντάξει, ως έναν βαθμό, ο καλώς νοούμενος ερασιτεχνισμός ασκεί τη γοητεία της ελευθερίας και του αυθορμητισμού, αλλά δε θέλει πολύ να περάσει τη λεπτή γραμμή του κακώς νοούμενου ερασιτεχνισμού και να γίνει ένα πρόχειρα στημένο πανηγυράκι, μ' ένα τσούρμο αλαλάζοντες πιτσιρικάδες να κοπανάνε κατσαρόλια στο δρόμο. Πράγμα που, βέβαια, αν συνέβαινε όντως στο δρόμο, δεν θα είχε κανένας αντίρρηση... ίσα ίσα, θα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, ν' αρπάξουμε κι εμείς οι από κάτω ό,τι τσουμπλέκι βρούμε και να χορέψουμε ξυπόλητοι μαζί τους. Σε οργανωμένη συναυλία όμως, που για να μπεις και μόνο, χρειάζεται να σκάσεις μια σαραντάρα ευρώ, είναι κάτι τουλάχιστον στενάχωρο. Ελπίζω στις επόμενες, που φυσικά θα υπάρξουν, να είναι περισσότερο συντονισμένοι και εύηχοι, για να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.


 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...