Γεμίσαμε τον τελευταίο καιρό από μετανιωμένους συμπολίτες μας...
μαυροφορεμένες μοιρολογίστρες και «αυτομαστιγούμενους» ζηλωτές, που μην αντέχοντας άλλο το διαχρονικό της ιδιοτέλειας, της λαμογιάς και του ωχαδερφισμού του Νεοέλληνα, που μέχρι σήμερα – κατά πως λένε – καθόριζε την συμπεριφορά και την πρακτική του, βγάζουν σε δημόσιο σεργιάνι την αυτοκριτική τους, αυτομαστιγώνονται με ένταση και πάθος, μέχρι τελικής πτώσεως, και επιστρέφουν ήρεμα και τακτικά στην μιζέρια της καθημερινότητάς τους.Κοντά σε αυτούς, γεμίσαμε και από κάθε είδους χαρτογιακάδες και «χαρτοπόντικες» της έντυπης και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας, που κατηφορίζουν και αυτοί, ανάλαφροι και βιαστικοί,στην ευκολία της διαπόμπευσης του Έλληνα και του ξεθωριάσματος της εικόνας του, έτσι όπως αποδόθηκε, μεστά και αντρίκια, από την πένα του Καζαντζάκη: «Μια ζωντανή κραδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπησε από τη μάνα της, της Γης» προκειμένου να προσφέρουν στο αναγνωστικό τους κοινό, ωσάν λυτρωτικό μάνα εξ ουρανού, έναν ακόμη αποδιοπομπαίο τράγο.
Και το κωμικό του πράγματος είναι πως, μέρα με την μέρα, γεμίζουμε τις δεξαμενές υπομονής μας και με τα γνωστά ψοφοδεή της εξουσίας, που καθώς βλέπουν τον μέσο Έλληνα να βουλιάζει μες στην αυτολύπησή του και να αναλώνεται καθημερινά σε ανούσια ξεκατινιάσματα με τον εξίσου φουκαρά γείτονά του, ξεθαρρεύουν και ξεμυτίζουν από τα λαγούμια τους για να κριτικάρουν και αυτοί την περιβόητη νεοελληνική καμπούρα.
Και εκεί που είσαι έτοιμος να τους πετάξεις ένα μεγαλοπρεπές άντε στο διάολο και να επιστρέψεις και εσύ, άπραγος και καταφρονεμένος, στα γνωστά λημέρια της καθημερινότητάς σου, στρέφεις το βλέμμα πίσω σου και αντλείς επιχειρήματα.
Γιατί ο Έλληνας δεν ήταν πάντα έτσι. Γιατί ο Έλληνας κάποτε ήταν «κουζουλός και σαν λόγιαζε μια δουλειά, άνοιγε όρτσα τα πανιά και δεν την εφοβόταν. Αμολούσε τη νιότη του και δεν την ελυπόταν».
Γιατί ο Έλληνας κάποτε ήτανε δουλευταράς. Φούχτωνε δυο δράμια σκληρό στραγάλι, ξεγελούσε την πείνα του και ριχνόταν με διαολεμένη όρεξη στο φτιάξιμο της ζωής του.
Γιατί ο Έλληνας κάποτε ήτανε φιλότιμος, όσο και αν προσπαθούν κάποιοι γραφικοί να γκρεμίσουν τους μύθους του για να κατευνάσουν τα προοδευτικά τους ανταριάσματα.
Γιατί ο Έλληνας κάποτε ήτανε τίμιος και αξιοπρεπής. Μα πάνω απ’ όλα λεύτερος, μην επιτρέποντας σε δραχμούφαντα περδικοπάνια να κρύβουν απ’ τα μάτια του τις πραγματικές χαρές μιας σύντομης, εξ ορισμού, ζωής.
Γιατί ο Έλληνας κάποτε ήτανε γλεντζές, όσο και αν κάποιες ξενέρωτες φλωράντζες τσιρίζουν συνεχώς μες στα αυτιά μας για τον αλητήριο Έλληνα που γλεντοκοπά την ώρα που ο κακομούτσουνος Γερμαναράς, των νταχάου και των λουκάνικων Φρανκφούρτης, δουλεύει στα εργοστάσια σαν το σκυλί.
Αυτό δεν αγγίζει καθόλου την παλαβιάρα μου ψυχή. Γιατί ζω δεν σημαίνει μονάχα κεφαλαιοποιώ εμπειρίες, γνώσεις και δεξιότητες. Ζω δεν σημαίνει μονάχα μανατζάρω πολυεθνικές εταιρίες, κερδίζω το βραβείο του εργάτη ή υπαλλήλου της χρονιάς και περιμένω λίγες μέρες τον χρόνο για να αποδράσω από τα ασφυκτικά εργασιακά μου πλαίσια και να μεθοκοπήσω μέχρι αηδίας στα στενά των Κυκλάδων.
Ζω σημαίνει επίσης κωλοβαράω, ψευτοφιλοσοφώ με την παρέα μου «πίνοντας μπάφους και παίζοντας pro», αράζω στην ταβέρνα δίπλα στο κύμα και χαζολογώ, γυρνάω ατάραχος το καλαμάκι μες στο φραπόγαλο και κοζάρω άμα μου την καπνίσει και την γκόμενα απέναντι… Ζω σημαίνει χαλνάω και τις πέντε μου αισθήσεις. Γεύομαι, οσφρίζομαι, ακούω, βλέπω και αδράχνω. Και σίγουρα όχι πενηντάευρα…
Ήρθαν, όμως, τα μεταπολιτευτικά λαμόγια και του έμαθαν πως όλα αυτά δεν αξίζουν δεκάρα τσακιστή. Ποια εργατικότητα μωρέ; Γίνε συνδικαλιστής και θα ζήσεις πλουσιοπάροχα. Ποια αξιοκρατία μωρέ; Γράψου στους κομματικούς καταλόγους και θα φροντίσουμε εμείς για την ανέλιξή σου. Ποιο φιλότιμο μωρέ; Πάρε μια αργομισθία και σκάσε. Ποια ικανότητα και ποια αξία; Πες μου το κόμμα σου να σου πω πώς θα ζήσεις. Ποια αλληλεγγύη και ποια κοινωνική ευθύνη; Μην μου πειράζετε την χοληστερίνη και το μπάρμπεκιου στο εξοχικό. Και όλα αυτά ενδεδυμένα το εντυπωσιακό καλυμμαύχι του Ευρωπαίου πολίτη.
Αλλά ακόμα και μέσα σε αυτούς τους συρφετούς αθλιότητας, που σαν τα παλιρροϊκά κύματα έρχονται και φεύγουν από το προσκήνιο ανάλογα με την θεματική ατζέντα των ΜΜΕ, υπάρχουν και τα σπέρματα της αλλαγής. Υπάρχουν νέοι επιχειρηματίες με καινοτόμες και πρωτοποριακές ιδέες. Υπάρχουν νέοι επιστήμονες με το ένα πόδι στην αλλοδαπή, αλλά πάντα έτοιμοι να επαναπατριστούν μόλις δουν κάτι να αλλάζει στην αγαπημένη τους πατρίδα.
Πάνω απ’ όλα όμως, υπάρχουν νέα παιδιά με όνειρα και φιλοδοξίες. Και όσο υπάρχουν αυτοί, εγώ θα φωνάζω. Σταματήστε με τις ηλίθιες γενικεύσεις και τους εύκολους χαρακτηρισμούς. Αρκετά πια με την κακοφορμισμένη θεωρία του κακού Έλληνα πολίτη και του εργατικού Γερμαναρά. Αρκετά με την γελοία θεωρία του Οβελίξ, που θέλει τον Ευρωπαίο να έχει πέσει από μικρός στο καζάνι με το μαγικό φίλτρο της εντιμότητας, της συνέπειας και της υπευθύνοτητας. Απλά οι εκεί φλεγματικοί Δριύδιδες φρόντιζαν όλα αυτά τα χρόνια – από το αιματοκύλισμα εις διπλούν της οικουμενόπολης μας και εντεύθεν- να ψηφίζουν νόμους και να τους εφαρμόζουν, ενώ οι εδώ καρικατούρες τους, ψήφιζαν και ψηφίζουν νόμους για να μπορούν να αναιρούν απλά τις συνέπειες των προηγούμενων, φροντίζοντας ταυτόχρονα και να μην εφαρμόζουν κανέναν.
Σιγά, λοιπόν, μην ντραπώ να δηλώσω Έλληνας και να βροντοφωνάξω παρών στις εξελίξεις που κάποιοι αργυρώνητοι και δραχμοφονιάδες φαντασιώνονται πως «υφαίνουν» ερήμην μου. Σιγά μην σκύψω το κεφάλι επειδή κάποιες χιλιάδες συμπατριωτών μου πούλησαν την ψυχή τους στον κομματικό διάολο και βούλιαξαν το ελληνικό δημόσιο με τις αργομισθίες τους και επειδή κάποια ανίκανα λαμόγια καταχράστηκαν το δημόσιο χρήμα. Θα τους πετάξω και τους μεν και τους δε στον Καιάδα της καταισχύνης και θα προχωρήσω.
Γεια σου αθάνατε Έλληνα. Περήφανε, χαδιάρη και αιώνιε έφηβε. Προχώρα εσύ και άσε τις μοιρολογίστρες των σαλονιών να σε κλαίνε στα αξιοθρήνητα σεργιάνια τους. Που να καταλάβουν οι άσχετοι ότι εσύ δεν πέθανες ακόμα. Πλάκα τους σκαρώνεις μέσα στο σάβανο σου. Χάρη μονάχα σου ζητώ να βιαστείς. Γιατί τα κοράκια και οι τεθλιμμένοι συγγενείς σου, ετοιμάζονται να σε κηδέψουν. Και δεν θέλω ρε Έλληνα να σε δω εκεί κάτω. Ούτε για αστείο…
ΥΓ. Αυτοκριτική σημαίνει αυτό που λέει και η λέξη. Κριτικάρω σιωπηλά τον εαυτό μου και αλλάζω. Δημόσια κριτική σημαίνει αυτό που λέει και η λέξη. Κριτικάρω τα συγκεκριμένα κακώς κείμενα της δημόσιας ζωής και τους συγκεκριμένους υπαίτιους και ζητώ φωναχτά την αλλαγή τους. Το να γενικεύεις και να απαξιώνεις έναν ολόκληρο λαό, φτιαγμένο από τόσα μέταλλα όσα και τα μέλη του, δεν είναι ούτε αυτοκριτική ούτε δημόσια κριτική. Είναι «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν»…
*Ο Τάσος Φούντογλου είναι ειδικευόμενος νεφρολόγος στο Γενικό Νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας.