Είναι από εκείνες τις στιγμές της ζωής που σε «γονατίζει» η απογοήτευση και η απελπισία. Τετάρτη πρωί κάπου στην πλατεία Γκύζη.
Χοντρός ταξιτζής (θα μπορούσε να είναι χοντρός δημοσιογράφος, χοντρός δικηγόρος, χοντρός δημόσιος υπάλληλος, χοντρός ηλεκτρολόγος, οποιοσδήποτε χοντρός ή αδύνατος συμπατριώτης μας, αλλά έτυχε να είναι ταξιτζής) πετάει ανερυθρίαστα έξω από το παράθυρο το άδειο πακέτο τσιγάρων, την απόδειξη από τη μπύρα που αγόρασε πριν λίγο και το αλουμινένιο κουτάκι. Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και τον ρωτάω όσο μπορώ πιο ήρεμα «μιλώντας στη γλώσσα του»: «Καλά ρε αδελφέ μου δεν θα μπορούσες να τα πετάξεις όλα αυτά σε ένα κάδο απορριμμάτων;»Η απάντηση εγγράφεται αυτομάτως στο νέο λεξικό εκφράσεων της Ελλάδας που πεθαίνει.«Και σένα ποιο είναι το προβλημά σου ρε»;
Μα αυτό δεν συμβαίνει τον τελευταίο καιρό παντού; Σχεδόν κανείς δεν νοιάζεται για τίποτα. Πλήρης αναρχία και ηθικό χάος σε μια πατρίδα που δίδαξε ευγένεια πολιτισμό.
«Κι εσένα ποιο είναι το προβλημά σου ρε», σου απαντά κάποιος που ρυπαίνει τους δρόμους όλων μας. «Δικιά σου είναι η παραλία ρε;» μου είχε πει κάποιος άλλος λερός τύπος όταν τον παρατήρησα γιατί άφησε το πλαστικό ποτήρι με τη φραπεδιά και το χαρτί της τυρόπιτας πάνω στην άμμο όλων μας. «Κι εσένα τι σε νοιάζει ρε πως οδηγώ;», με είχε αποστομώσει ένας άλλος, όταν τον ρώτησα γιατί τρέχει σαν τρελός και μπορεί να σκοτώσει κανέναν άνθρωπο.
Θα θυμάστε φαντάζομαι τον τζιπάτο με το πούρο από το προηγούμενο κείμενο, όταν του επεσήμανα ότι πάρκαρε πάνω σε ράμπα αναπήρων, ο οποίος με ρώτησε κτηνωδώς αν βλέπω ανάπηρους στο κέντρο της Αθήνας.
Οι ψυχίατροι ονομάζουν αυτή την κατάσταση διπλό αδιέξοδο (double bind). Τόσο οι πολίτες όσο και το κράτος αδιαφορούν για ό,τι συμβαίνει. Και τα στραβά κι ανάποδα πληθαίνουν. Ο νόμος της ζούγκλας στην καθημερινότητα διευρύνεται. Η απανθρωπιά μεγαλώνει. Οι τελευταίοι θύλακοι αντίστασης στην αγένεια καταρρέουν. Δεν είμαι απαισιόδοξος. Μάλλον ρεαλιστής. Ξέρω ότι υπάρχουν δίπλα μου πολλοί που δεν θέλουν αυτή την Ελλάδα. Είμαι σίγουρος ότι αγανακτούν κι άλλοι άνθρωποι με αυτές τις συμπεριφορές που θυμίζουν τους νταήδες της Τρούμπας.
Όμως, όσο και να μην θέλω, τρομάζω όταν βλέπω κάθε μέρα γύρω μου άγρια πρόσωπα. Στη γειτονιά. Στη δουλειά. Στο σούπερ μάρκετ. Στην εφορία.
Ας μη γίνουμε σαν τον τελευταίο άνθρωπο του Νίτσε που χορεύοντας πάνω στα ερείπια διερωτάται με έκπληξη «φεγγάρια, αστέρια, έρωτας τι είναι όλα αυτά»;
Παραφράζοντας, ας μη γίνουμε ο τελευταίος έλληνας που διαδηλώνοντας πάνω στο πτώμα αυτής της όμορφης χώρας θα απορεί «ευγένεια, ήθος, ανθρωπιά τι είναι όλα αυτά»;