Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ είχε δηλώσει κάποτε πως «όταν ένας ηθοποιός μου ζητά να του περιγράψω τον ρόλο του, του απαντώ πως ο ρόλος του είναι...
γραμμένος στο σενάριο και αν το διαβάσει θα τον μάθει. Όταν με ρωτάει να του περιγράψω το κίνητρό του, του απαντώ πως το κίνητρό του είναι η αμοιβή του».
Με αυτά τα λόγια ο φλεγματικός βρετανός σκηνοθέτης περιέγραψε άριστα τις σχέσεις που διέπουν την «κεντρική εξουσία» και το εκάστοτε «πόπολο». Τις σχέσεις δηλαδή ανάμεσα σε μία «κυβέρνηση» και τους «πολίτες». Ο σκοπός της κυβέρνησης δεν είναι ούτε να εξηγεί τον ρόλο του πολίτη, άλλωστε υπάρχει το «σενάριο» και ονομάζεται Σύνταγμα, ούτε το κίνητρο, καθώς υπάρχει η «αμοιβή», δηλαδή η ηθική και υλική ικανοποίηση.
Κάθε φορά που διαβάζω πως η ελληνική κυβέρνηση σκέφτεται να προτείνει κίνητρα στους πολίτες για να επιστρέψουν στο κέντρο της Αθήνας- εκεί δηλαδή όπου μένω τα τελευταία 14 χρόνια- , είτε ως κάτοικοι, είτε ως επιχειρηματίες, δεν μπορώ να μην θυμηθώ την παραπάνω δήλωση του «μετρ των ταινιών τρόμου». Είτε επειδή ήταν τόσο εύστοχη στη διατύπωσή της, είτε επειδή κάθε φορά που ακούω μια κυβέρνηση να προτείνει κίνητρα για το προφανές, με κυριεύει τρόμος.
Η κατάσταση που επικρατεί στην πρωτεύουσα είναι επιεικώς τρισάθλια. Αφγανοί πρόσφυγες έχουν κατασκηνώσει μπροστά από το κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου. Αμέτρητοι περιφερόμενοι λαθρομετανάστες δεν διστάζουν να κλέψουν ένα σταυρουδάκι από το λαιμό μιας γυναίκας μέρα μεσημέρι στην Ομόνοια. Το ίδια με τα ίδια μου τα μάτια! Σκηνές που αν κάποιος τις στηλιτεύσει θα θεωρηθεί αυθωρεί «φασίστας», καθώς με αυτά τα κόμπλεξ μεγάλωσε μια αριστερίζουσα γενιά.
Αυτή όμως είναι η μία πλευρά. Διότι η εικόνα συμπληρώνεται με αστυνομικούς που πετάνε στον τοίχο Έλληνα πολίτη και ζητούν τα στοιχεία του, μιλώντας του με τέτοιον τρόπο λες και μόλις είχε εκτελέσει 60 γυναικόπαιδα. Κάτι που αν επίσης στηλιτεύσεις θα θεωρηθείς αμέσως «προδότης» που δεν θυμάται πως «η Αθήνα ήταν κάποτε μια υπέροχη πόλη», άποψη που υποστηρίζουν όσοι ξεχνούν πως η Αθήνα τους φαινόταν κάποτε «όμορφη», όχι διότι ήταν, αλλά διότι εκείνοι ήταν νέοι. Και συνήθως όταν νοσταλγείς το παρελθόν, δεν νοσταλγείς την ομορφιά της πόλης σου, αλλά τα νιάτα σου.
Αυτές οι εικόνες όμως είναι το αιτιατό. Διότι το αίτιο είναι άλλο. Είναι η ασχήμια της Αθήνας. Η πρωτεύουσα είναι μια πόλη άσχημη. Και όταν η ασχήμια γίνεται ρουτίνα, αναγκάζεσαι να γίνεις άσχημος για να ταιριάξεις στο περιβάλλον σου. Κανείς δεν ζει άλλωστε μακριά από τους ανθρώπους και το περιβάλλον του. Το πεπρωμένο του ανθρώπου, είναι οι άλλοι άνθρωποι.
Το σπασμένο παράθυρο
Η Αθήνα είναι αυτό που περιγράφει η θεωρία του «σπασμένου παράθυρου» που ανέπτυξαν οι Τζέιμς Γουίλσον και Τζορτζ Κέλιγκ το 1982. Τι υποστηρίζει αυτή η θεωρία; Μα το προφανές! Σκεφτείτε ένα κτήριο με λίγα σπασμένα παράθυρα. Αν τα παράθυρα δεν επισκευαστούν, η τάση βάνδαλων και μικροεγκληματιών να σπάσουν μερικά ακόμα παράθυρα αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Ή ακόμα σκεφτείτε ένα μικρό στενό με λίγα σκουπίδια πεταμένα. Αν δεν μαζευτούν, ολοένα και περισσότερα σκουπίδια θα πετιούνται εκεί και σε λίγο καιρό σακούλες ολόκληρες με απορρίμματα θα αποθέτονται εκεί. Ακούγεται χαζό και απλοϊκό; Και όμως έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά.
Πριν από περίπου ένα χρόνο μια ομάδα με το όνομα «Παρεμπόριο Στοπ» είχε συγκεντρωθεί στην οδό Ερμού για να αντιδράσει για τους παράνομους μικροπωλητές. Τα αίματα άναψαν γρήγορα και ακολούθησε συμπλοκή. Το ποιος την άρχισε λίγη σημασία έχει. Άλλωστε όταν στηθούν αντίπαλα «στρατόπεδα» η σπίθα δεν θα αργήσει να ανάψει. Μια Γαλλίδα συνάδελφος ζήτησε τη βοήθειά μου για να γράψουμε ένα σχετικό ρεπορτάζ. Αφού μιλήσαμε με καταστηματάρχες –σκληρά δοκιμαζόμενους από το ανεξέλεγκτο λαθρεμπόριο- , αρμόδιους αντιδημάρχους και αστυνομικούς, καταλήξαμε να πάρουμε και την άποψη των ίδιων των παράνομων μικροπωλητών. Τριών Σενεγαλέζων με τους οποίους είχαμε πλέον ολοκληρώσει το ρεπορτάζ.
Έτσι φυσικά νομίζαμε. Διότι φεύγοντας από το ραντεβού με τους λαθρομετανάστες κάπου στην πλατεία Κυψέλης, λίγο πριν από τις 12.00 το βράδυ, πέσαμε σε γενική απεργία όλων των μέσων μαζικής μεταφοράς. «Πώς θα γυρίσουμε»; ρώτησε η Γαλλίδα συνάδελφος. Καθώς δεν έχω ούτε αυτοκίνητο, ούτε μηχανή, της απάντησε φυσικότατα «Με τα πόδια». Η έκπληξη που είδα στα μάτια της θα μπορούσε να συγκριθεί με το να της έλεγα «Περίμενε να πεζέψω τη φοράδα να πάμε καλπάζοντας την Πατησίων».
Στα 12 περίπου χιλιόμετρα που περπατήσαμε είδαμε και οι δύο σκηνές απερίγραπτες. Δεκάδες γυναίκες αγνώστου εθνικότητας και υγείας να εκδίδονται χωρίς κανέναν έλεγχο. Λαθρομετανάστες να πουλούν κάθε είδους ναρκωτικά δίπλα ακριβώς στα πόδια μας. Την ίδια στιγμή όμως βλέπαμε κλούβες της αστυνομίας και διμοιρίες των ΜΑΤ με εξοπλισμό πολέμου να έχουν στήσει μπλόκα. Εικόνες που δεν συναντάς σε καμία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, παρά μόνο σε τριτοκοσμικές πόλεις σε εμφύλιο πόλεμο. Ήμασταν και οι δύο φοβισμένοι. Αν όχι τόσο για τις εικόνες αυτές καθαυτές, όσο για το σύνολο που συνέθεταν αυτές οι εικόνες. Ασχήμια, παρακμή και εγκατάλειψη. Και κυρίως φόβος.
Λίγο πριν φθάσουμε στο σπίτι, κάνουμε μια παράκαμψη στην Πλάκα. Καθισμένοι στα βαγόνια αυτού του κόκκινου τρένου που μεταφέρει τουρίστες τα πρωινά και που εκείνη την ώρα είχε σταθμεύσει στους «Αέρηδες» κοιτούσαμε την Ακρόπολη καπνίζοντας σιωπηλοί. «Η Αθήνα είναι η πιο όμορφη πόλη του κόσμου» είπε κάποια στιγμή η Γαλλίδα συνάδελφος. Γύρισα να κοιτάξω τα μάτια της, να δω αν σοβαρολογεί. Είχε σκοτάδι. Δεν έμαθα ποτέ. Δεν ρώτησα. Δεν φοβόμασταν πια.
Υ.Γ. Αφορμή για αυτές τις σκέψεις, στάθηκε μια κοπέλα στο ΜΕΤΡΟ. Κατεβαίνοντας τις σκάλες νιώθω κάτι να αγγίζει την πλάτη μου. Ήταν απλώς η τσάντα μιας γυναίκας. «Μην κάνεις έτσι κύριε. Ξένη είμαι. Δεν είμαι κλέφτρα. Δεν πήγα να σε κλέψω. Πολύς ρατσισμός στην Ελλάδα με εμάς τους ξένους». Πριν προλάβω να της εξηγήσω πως το να με κλέψει κανείς, είναι το τελευταίο πράγμα που θα με απασχολούσε –άλλωστε 5 ευρώ στο πορτοφόλι μου χαμένος κόπος θα ήταν-είχε φύγει. Κατάλαβα πως ο φόβος εξακολουθεί στην Αθήνα Και τα κίνητρα που οραματίζεται μια κυβέρνηση για να κάνει τον κόσμο να επιστρέψει στο κέντρο, δηλαδή να ξεπεράσει τους φόβους του, δεν θα μπορούσε να τα βρει ούτε ο «μετρ του φόβου», ο Χίτσκοκ. Προφανώς γιατί στον παραλογισμό αυτής της ασχήμιας που ονομάζουμε Αθήνα δεν ταιριάζει ο Χίτσκοκ, αλλά ο σουρεαλισμός του Αλμοδοβάρ.
http://www.protothema.gr/gnomes/?aid=127885
γραμμένος στο σενάριο και αν το διαβάσει θα τον μάθει. Όταν με ρωτάει να του περιγράψω το κίνητρό του, του απαντώ πως το κίνητρό του είναι η αμοιβή του».
Με αυτά τα λόγια ο φλεγματικός βρετανός σκηνοθέτης περιέγραψε άριστα τις σχέσεις που διέπουν την «κεντρική εξουσία» και το εκάστοτε «πόπολο». Τις σχέσεις δηλαδή ανάμεσα σε μία «κυβέρνηση» και τους «πολίτες». Ο σκοπός της κυβέρνησης δεν είναι ούτε να εξηγεί τον ρόλο του πολίτη, άλλωστε υπάρχει το «σενάριο» και ονομάζεται Σύνταγμα, ούτε το κίνητρο, καθώς υπάρχει η «αμοιβή», δηλαδή η ηθική και υλική ικανοποίηση.
Κάθε φορά που διαβάζω πως η ελληνική κυβέρνηση σκέφτεται να προτείνει κίνητρα στους πολίτες για να επιστρέψουν στο κέντρο της Αθήνας- εκεί δηλαδή όπου μένω τα τελευταία 14 χρόνια- , είτε ως κάτοικοι, είτε ως επιχειρηματίες, δεν μπορώ να μην θυμηθώ την παραπάνω δήλωση του «μετρ των ταινιών τρόμου». Είτε επειδή ήταν τόσο εύστοχη στη διατύπωσή της, είτε επειδή κάθε φορά που ακούω μια κυβέρνηση να προτείνει κίνητρα για το προφανές, με κυριεύει τρόμος.
Η κατάσταση που επικρατεί στην πρωτεύουσα είναι επιεικώς τρισάθλια. Αφγανοί πρόσφυγες έχουν κατασκηνώσει μπροστά από το κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου. Αμέτρητοι περιφερόμενοι λαθρομετανάστες δεν διστάζουν να κλέψουν ένα σταυρουδάκι από το λαιμό μιας γυναίκας μέρα μεσημέρι στην Ομόνοια. Το ίδια με τα ίδια μου τα μάτια! Σκηνές που αν κάποιος τις στηλιτεύσει θα θεωρηθεί αυθωρεί «φασίστας», καθώς με αυτά τα κόμπλεξ μεγάλωσε μια αριστερίζουσα γενιά.
Αυτή όμως είναι η μία πλευρά. Διότι η εικόνα συμπληρώνεται με αστυνομικούς που πετάνε στον τοίχο Έλληνα πολίτη και ζητούν τα στοιχεία του, μιλώντας του με τέτοιον τρόπο λες και μόλις είχε εκτελέσει 60 γυναικόπαιδα. Κάτι που αν επίσης στηλιτεύσεις θα θεωρηθείς αμέσως «προδότης» που δεν θυμάται πως «η Αθήνα ήταν κάποτε μια υπέροχη πόλη», άποψη που υποστηρίζουν όσοι ξεχνούν πως η Αθήνα τους φαινόταν κάποτε «όμορφη», όχι διότι ήταν, αλλά διότι εκείνοι ήταν νέοι. Και συνήθως όταν νοσταλγείς το παρελθόν, δεν νοσταλγείς την ομορφιά της πόλης σου, αλλά τα νιάτα σου.
Αυτές οι εικόνες όμως είναι το αιτιατό. Διότι το αίτιο είναι άλλο. Είναι η ασχήμια της Αθήνας. Η πρωτεύουσα είναι μια πόλη άσχημη. Και όταν η ασχήμια γίνεται ρουτίνα, αναγκάζεσαι να γίνεις άσχημος για να ταιριάξεις στο περιβάλλον σου. Κανείς δεν ζει άλλωστε μακριά από τους ανθρώπους και το περιβάλλον του. Το πεπρωμένο του ανθρώπου, είναι οι άλλοι άνθρωποι.
Το σπασμένο παράθυρο
Η Αθήνα είναι αυτό που περιγράφει η θεωρία του «σπασμένου παράθυρου» που ανέπτυξαν οι Τζέιμς Γουίλσον και Τζορτζ Κέλιγκ το 1982. Τι υποστηρίζει αυτή η θεωρία; Μα το προφανές! Σκεφτείτε ένα κτήριο με λίγα σπασμένα παράθυρα. Αν τα παράθυρα δεν επισκευαστούν, η τάση βάνδαλων και μικροεγκληματιών να σπάσουν μερικά ακόμα παράθυρα αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Ή ακόμα σκεφτείτε ένα μικρό στενό με λίγα σκουπίδια πεταμένα. Αν δεν μαζευτούν, ολοένα και περισσότερα σκουπίδια θα πετιούνται εκεί και σε λίγο καιρό σακούλες ολόκληρες με απορρίμματα θα αποθέτονται εκεί. Ακούγεται χαζό και απλοϊκό; Και όμως έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά.
Πριν από περίπου ένα χρόνο μια ομάδα με το όνομα «Παρεμπόριο Στοπ» είχε συγκεντρωθεί στην οδό Ερμού για να αντιδράσει για τους παράνομους μικροπωλητές. Τα αίματα άναψαν γρήγορα και ακολούθησε συμπλοκή. Το ποιος την άρχισε λίγη σημασία έχει. Άλλωστε όταν στηθούν αντίπαλα «στρατόπεδα» η σπίθα δεν θα αργήσει να ανάψει. Μια Γαλλίδα συνάδελφος ζήτησε τη βοήθειά μου για να γράψουμε ένα σχετικό ρεπορτάζ. Αφού μιλήσαμε με καταστηματάρχες –σκληρά δοκιμαζόμενους από το ανεξέλεγκτο λαθρεμπόριο- , αρμόδιους αντιδημάρχους και αστυνομικούς, καταλήξαμε να πάρουμε και την άποψη των ίδιων των παράνομων μικροπωλητών. Τριών Σενεγαλέζων με τους οποίους είχαμε πλέον ολοκληρώσει το ρεπορτάζ.
Έτσι φυσικά νομίζαμε. Διότι φεύγοντας από το ραντεβού με τους λαθρομετανάστες κάπου στην πλατεία Κυψέλης, λίγο πριν από τις 12.00 το βράδυ, πέσαμε σε γενική απεργία όλων των μέσων μαζικής μεταφοράς. «Πώς θα γυρίσουμε»; ρώτησε η Γαλλίδα συνάδελφος. Καθώς δεν έχω ούτε αυτοκίνητο, ούτε μηχανή, της απάντησε φυσικότατα «Με τα πόδια». Η έκπληξη που είδα στα μάτια της θα μπορούσε να συγκριθεί με το να της έλεγα «Περίμενε να πεζέψω τη φοράδα να πάμε καλπάζοντας την Πατησίων».
Στα 12 περίπου χιλιόμετρα που περπατήσαμε είδαμε και οι δύο σκηνές απερίγραπτες. Δεκάδες γυναίκες αγνώστου εθνικότητας και υγείας να εκδίδονται χωρίς κανέναν έλεγχο. Λαθρομετανάστες να πουλούν κάθε είδους ναρκωτικά δίπλα ακριβώς στα πόδια μας. Την ίδια στιγμή όμως βλέπαμε κλούβες της αστυνομίας και διμοιρίες των ΜΑΤ με εξοπλισμό πολέμου να έχουν στήσει μπλόκα. Εικόνες που δεν συναντάς σε καμία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, παρά μόνο σε τριτοκοσμικές πόλεις σε εμφύλιο πόλεμο. Ήμασταν και οι δύο φοβισμένοι. Αν όχι τόσο για τις εικόνες αυτές καθαυτές, όσο για το σύνολο που συνέθεταν αυτές οι εικόνες. Ασχήμια, παρακμή και εγκατάλειψη. Και κυρίως φόβος.
Λίγο πριν φθάσουμε στο σπίτι, κάνουμε μια παράκαμψη στην Πλάκα. Καθισμένοι στα βαγόνια αυτού του κόκκινου τρένου που μεταφέρει τουρίστες τα πρωινά και που εκείνη την ώρα είχε σταθμεύσει στους «Αέρηδες» κοιτούσαμε την Ακρόπολη καπνίζοντας σιωπηλοί. «Η Αθήνα είναι η πιο όμορφη πόλη του κόσμου» είπε κάποια στιγμή η Γαλλίδα συνάδελφος. Γύρισα να κοιτάξω τα μάτια της, να δω αν σοβαρολογεί. Είχε σκοτάδι. Δεν έμαθα ποτέ. Δεν ρώτησα. Δεν φοβόμασταν πια.
Υ.Γ. Αφορμή για αυτές τις σκέψεις, στάθηκε μια κοπέλα στο ΜΕΤΡΟ. Κατεβαίνοντας τις σκάλες νιώθω κάτι να αγγίζει την πλάτη μου. Ήταν απλώς η τσάντα μιας γυναίκας. «Μην κάνεις έτσι κύριε. Ξένη είμαι. Δεν είμαι κλέφτρα. Δεν πήγα να σε κλέψω. Πολύς ρατσισμός στην Ελλάδα με εμάς τους ξένους». Πριν προλάβω να της εξηγήσω πως το να με κλέψει κανείς, είναι το τελευταίο πράγμα που θα με απασχολούσε –άλλωστε 5 ευρώ στο πορτοφόλι μου χαμένος κόπος θα ήταν-είχε φύγει. Κατάλαβα πως ο φόβος εξακολουθεί στην Αθήνα Και τα κίνητρα που οραματίζεται μια κυβέρνηση για να κάνει τον κόσμο να επιστρέψει στο κέντρο, δηλαδή να ξεπεράσει τους φόβους του, δεν θα μπορούσε να τα βρει ούτε ο «μετρ του φόβου», ο Χίτσκοκ. Προφανώς γιατί στον παραλογισμό αυτής της ασχήμιας που ονομάζουμε Αθήνα δεν ταιριάζει ο Χίτσκοκ, αλλά ο σουρεαλισμός του Αλμοδοβάρ.
Β.Δαλιάνης
http://www.protothema.gr/gnomes/?aid=127885