Πρόσφατα παρακολούθησα online το τηλεοπτικό, αλλά και γραπτό, ξέσπασμα του Α.Κανάκη για το τσουχτερό πρόστιμο...
των 50.000 ευρώ που επέβαλε το ΕΣΡ στο «Ράδιο Αρβύλα» για τη σάτιρα που ατύχησε να κάνει για τους 300 της Βουλής.Δεν με εξέπληξε το γεγονός, καθώς είναι γνωστά τα «φάουλ» του δικού μας Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου. Εκείνα που μάλλον δεν είναι γνωστά στην Ελλάδα, είναι τα «φάουλ» του αντίστοιχου γαλλικού CSA.
Ακούστε, λοιπόν, το τελευταίο «κατόρθωμα» του CSA: Με τη δικαιολογία της ισότιμης ανάδειξης των λιγότερο γνωστών social networks και επικαλούμενο μια νομοθεσία του 1992 για την προστασία του ανταγωνισμού, απαγόρευσε την τηλεοπτική και ραδιοφωνική αναφορά των λέξεων Facebook και Τwitter λόγω της θεώρησής τους ως εμπορικών προϊόντων.
Συνεπώς, δεν επιτρέπεται πλέον η αναφορά τους από τα γαλλικά ειδησεογραφικά προγράμματα, παρά μόνο στην περίπτωση που τα δύο αυτά κοινωνικά δίκτυα αποτελούν μέρος της είδησης!
Το γεγονός πέρασε σχεδόν απαρατήρητο και ασχολίαστο στη Γαλλία. Ποιος τολμά, άλλωστε, να τα βάλει με ένα τόσο αυστηρό θεσμικό όργανο;
Δεν συνέβη το ίδιο στον αγγλοσαξονικό Τύπο που, τις τελευταίες μέρες, διακωμωδεί τον παραλογισμό της γαλλικής Ραδιοτηλεοπτικής Αρχής, ενώ παράλληλα αφήνει αιχμές για προσπάθεια φίμωσης του διαδικτυακού κοινωνικού οικοσυστήματος. Γιατί παρόλο που, τυπικά, η απαγόρευση έχει να κάνει με θέματα δικαιοσύνης και αξιοκρατίας, η συγκεκριμένη παρέμβαση του CSA, της Αρχής δηλαδή που επιθυμεί να λέγεται ανεξάρτητη αν και δημόσια, στην πράξη αποδεικνύει ότι η διοικητική και πολιτική ελίτ της Γαλλίας είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα των ραγδαίων αλλαγών που συμβαίνουν παγκοσμίως.
Αγνοεί επιδεικτικά ότι το Facebook και το Τwitter έχουν εισβάλει τόσο πολύ στην καθημερινότητά μας, ώστε πλέον να θεωρούνται δημόσιοι χώροι και όχι εμπορικά brands, με 600 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, μέσω των οποίων εκατοντάδες δημοσιογράφοι και πολιτικοί συζητούν και ανταλλάσσουν πληροφορίες σε real time. Η ελίτ αυτή επιχειρεί να δαιμονοποιήσει τα εργαλεία τους και να τους ρίξει φταίξιμο, ακόμη και εκεί που προδήλως δεν έχουν, όπως για παράδειγμα όταν βγήκε στη δημοσιότητα σκάνδαλο παιδοφιλίας με κορυφαίο πρώην υπουργό. Facebook και Twitter κατηγορήθηκαν για καλλιέργεια φημών, τη στιγμή που το θέμα απασφαλίστηκε από την τηλεόραση.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η ενόχληση που προκαλεί η συμβολή των κοινωνικών δικτύων στην μετάδοση επαληθευμένων πληροφοριών, που δεν διακινούνται από τα επίσημα ΜΜΕ εξαιτίας της δεδομένης λογοκρισίας. Για παράδειγμα, στον πόλεμο της Λιβύης όπου η Γαλλία είναι πρωτεργάτης της επέμβασης του ΝΑΤΟ, οι ανατριχιαστικές ακρότητες των ανταρτών εις βάρος των υποστηρικτών του Καντάφι, όπως βασανισμοί ακόμα και βιασμοί γυναικών και ανηλίκων μπροστά στα μάτια των ίδιων των οικογενειών τους, αποσιωπούνται από τα παραδοσιακά Μέσα Ενημέρωσης όχι όμως και από τις διαδικτυακές κοινωνικές κυψέλες.
Τέλος, διαπιστωμένα εκείνο που τρομάζει περισσότερο και πάνω απ’ όλα -και όχι μόνο τις γαλλικές αρχές- είναι η απώλεια του δημόσιου ελέγχου που επιφέρουν τα μεγάλα οργανωμένα κοινωνικά δίκτυα. Πόσο τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω απαγόρευση ανακοινώθηκε τη στιγμή που απανταχού αγανακτισμένοι πολίτες της γηραιάς Ηπείρου καλούσαν σε Πανευρωπαϊκή Κινητοποίηση την Κυριακή 5 Ιουνίου;
Και δεν υπονοώ κάτι, αλλά ως υποψιασμένη πολίτης μιας ευρωπαϊκής χώρας αποτυπώνω στο χαρτί ξεκάθαρα τη σκέψη μου, που τυγχάνει να συγκλίνει με την ανάρτηση ενός πασίγνωστου και αποδεκτού Γάλλου blogger, του δικηγόρου Eolas που σε ένα twit του δεν μάσησε τα λόγια του. «Χάρη στο CSA, υπογραμμίζει, η Γαλλία συμπεριλαμβάνεται στην ίδια λίστα με το Ιράν και τη Λιβύη, όπου δεν έχουμε το δικαίωμα να αναφέρουμε την λέξη Twitter και FB στα ΜΜΕ»!
Τα συμπεράσματα δικά σας!