Καθώς την είδε να περπατά στο απέναντι πεζοδρόμιο λύγισε η καρδιά του,
τα τυπικά λικνίσματα των γοφών σαν κοφτερή όψη ενος πλανήτη,
ασίγαστη σιωπή της θηλυκότητας,
δεν φώναζε τίποτε πάνω της...
απλά υπήρχε οπως το μετάξι ντύνει ενα πόδι,
ένα χρώμα το πρόσωπο,
ενα κάδρο τον πίνακα.
Ολα ήταν για το μάτι του,
αχόρταγα τα μυστήρια στην καρδιά της,
σιωπή της αιωνιότητας σαν την κοίταξε,
την έβλεπε και αντίκρυζε ενα κινητό θαύμα,
ολα γύρω της στιλπνά και γεμάτα φως,
ιριδόχρους την είπε μέσα του, το ψιθύρισε σαν αεράκι,
συνέχισε να περπατά πίσω της,
αυτή μια ουρά απο χρώματα και νότες, να τα...
εξακοντίζει με βια στα πόδια του,
δεν το έκανε αυτό παρά με φυσικότητα, οπως φυσική είναι η ομορφιά, η γοητεία, η έλξη,
η ημέρα που μπλέκει με την νύχτα.
Για να την μυρίσει περπατούσε πίσω της πότε πότε με κλειστά μάτια,
φλόγες απλωμένες στα βλέφαρα του που ζητούσαν την δροσιά της,
όμως οταν απομόνωσε το άρωμα και βρέθηκε με κλειστά μάτια στην μέση του πεζοδρομίου,
ένιωσε απόλυτα την καταραμένη του ύπαρξη,
να ζει αιώνια δυστυχισμένος,
την φρίκη του υπόγειου διαμερίσματος,
κι ολα έγιναν απο την αρχή ,ενα βέλος της καταραμένης έγνοιας,
πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο ακολουθώντας την ρυπαρή ομίχλη της πόλης,
κλώτσησε αόρατες δυνάμεις και σκέφτηκε πως για πρώτη ισως φορά είχε δει την αθωότητα στο βλέμμα του πιο παλιού ζώου,
κι ήταν αυτό που βαθιά τον τάραξε τόσο ώστε να αφήσει ενα δάκρυ να λιμνάσει στο μάγουλο...
Γράφει η Πόπη Συνοδινού
http://press-gr.blogspot.com/2011/07/blog-post_3846.html