Φανταστείτε ότι αγοράσατε ένα ομόλογο, η μελλοντική αξία του οποίου είναι αβέβαιη. Αν όλα πάνε καλά, και αυτός που το εξέδωσε κερδίσει χρήματα, το ομόλογο θα σας αποφέρει κέρδη.
Αν όχι, ο εκδότης του ομολόγου δεν θα μπορεί να πληρώσει, και εσείς θα χάσετε την αξία της επένδυσής σας.
Αν δεν θέλετε να αντιμετωπίσετε αυτό το ρίσκο, ίσως θελήσετε να αγοράσετε μια ασφάλεια από κάποιον τρίτο, που να προστατεύει την αξία της επένδυσής σας σε περίπτωση χρεοκοπίας του εκδότη του. Αν όλα πάνε καλά, θα κερδίσετε την αξία του ομολόγου, μείον το ποσό που πληρώσατε για τα ασφάλιστρα.
Αν πάνε άσχημα, η ασφαλιστική εταιρία θα σας πληρώσει την αξία του ομολόγου. Αυτό το ασφαλιστικό συμβόλαιο ονομάζεται credit-default swap ή CDS (ασφάλιστρο κινδύνου).
Γιατί όμως ονομάζεται swap, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει αντάλλαγμα, αντί για ασφάλιστρο; Η απάντηση έχει να κάνει με τη νομοθεσία που διέπει την αμερικανική αγορά χρηματοπιστωτικών προϊόντων μετά τον εκσυγχρονισμό της το 2000. Όταν κάτι αποκαλείται ασφάλιστρο, διέπεται από συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις. Δυο από αυτές είναι ιδιαίτερα κρίσιμες για τα CDS.
Πρώτον, υπάρχει νόμος που απαιτεί από τις ασφαλιστικές εταιρίες να διαθέτουν αρκετά κεφάλαια για τις περιπτώσεις αποζημιώσεων.
Δεύτερον, αυτός που αγοράζει ασφάλεια, θα πρέπει να έχει έννομο συμφέρον. Δηλαδή, αν ασφαλίσω μια κατοικία, θα πρέπει να δική μου, ή να έχω συμφέρον στο να είναι ασφαλής. Κι αυτό είναι λογικό. Κανένας δεν θέλει ένα σύστημα που θα επέτρεπε σε εμένα να ασφαλίσω το σπίτι του γείτονα, αφού τότε θα είχα κίνητρο για να το γκρεμίσω!
Χαρακτηρίζοντας λοιπόν τα συμβόλαια αυτά swaps, η αγορά παρακάμπτει τους νομικούς περιορισμούς. Έτσι, ο οποιοσδήποτε μπορεί να προσφέρει ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο, που θα αποζημιώσει σε περίπτωση πιστωτικού συμβάντος (π.χ. χρεοκοπία εκδότη ομολόγου), και οποιοσδήποτε μπορεί να αγοράσει το συγκεκριμένο συμβόλαιο. Στην ουσία, δόθηκε η ευκαιρία στην αγορά να ξεφύγει από τις ρυθμίσεις, και να τζογάρει ελεύθερα και ανεξέλεγκτα.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, μεταξύ 2000-2007, η συγκεκριμένη αγορά των CDS αναπτύχθηκε ταχύτατα, με τα συμβόλαια της να φτάνουν σε αξία στα $60 τρισεκατομμύρια. Τα προβλήματα όμως ξεκίνησαν μόλις η αμερικανική οικονομία, και πιο συγκεκριμένα η αγορά ακινήτων, άρχισε να πέφτει. Αρκετές μεγάλες χρηματοοικονομικές εταιρίες που είχαν αγοράσει CDS για τα επενδυτικά προϊόντα τους, ανακάλυψαν πως ο μεγαλύτερος πωλητής αυτών των «ασφαλίστρων», η AIG, έδειχνε ανήμπορη να ανταποκριθεί σε αποζημιώσεις και όδευε προς πτώχευση. Η κυβέρνηση, προκειμένου να αποτρέψει την ολική κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών, ανέλαβε η ίδια την AIG, και αποφάσισε να καλύψει την πλήρη αξία των συμβολαίων που κατείχε.
Σήμερα, υπάρχει γενικά μια αβεβαιότητα όσο αφορά στο τι μέλλει γενέσθαι με την αγορά των CDS. Οι περισσότεροι θεωρούν πως θα πρέπει επιτέλους να ρυθμιστεί. Οι προτάσεις είναι πολλές, από τη πλήρη απαγόρευση των ασφαλίστρων, έως την ένταξή τους στην ήδη ρυθμισμένη ασφαλιστική αγορά. Το τι τελικά θα αποφασίσει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, θα αποτελέσει τη κρίσιμη καμπή για τη συγκεκριμένη αγορά.