Έχω την αίσθηση, λόγω και της επαγγελματικής μου διαστροφής, πως η κρίση που βιώνουμε...
σήμερα, πολύπλευρη κατά πως λένε και οι σεβαστοί ειδήμονες, αμφισβητεί με κάθε τρόπο τις ισορροπίες της ψυχής μας και μας σπρώχνει αργά και βασανιστικά στα περίφημα πέντε στάδια του θανάτου, της Elisabeth Ross. Στα στάδια, δηλαδή, εκείνα που περνάει η ψυχή του ασθενούς «άμα τη εμφανίσει» του θλιβερού μαντάτου:
«Έχετε καρκίνο, κύριε».
Άρνηση. Θυμός. Διαπραγμάτευση. Κατάθλιψη. Αποδοχή. Δεν ξέρω αν η ταύτιση αρρώστιας και κρίσης δημόσιου χρέους είναι δόκιμη, ούτε αν οι αναλογίες που γεννά το διεστραμμένο μυαλό μου έχουν την όποια λογική βάση. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν χάθηκε και ο κόσμος αν ο νους ενός παλαβιάρη γεννήσει μια ακόμα υπερβολή. Ειδικά στις μέρες που διανύουμε.
Με την αναγγελία της επικείμενης πτώχευσης έρχεται η άρνηση. Μα δεν είναι δυνατόν. Εμείς; Ο σκληρός πυρήνας της Ευρώπης; Η περήφανη και αξιοθαύμαστη Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων; Η χώρα της ανάπτυξης, της πλέριας αποκατάστασης της Ανδρεϊκού τύπου Δημοκρατίας (ή κομματοκρατίας, εδώ οι γνώμες διίστανται), του Σημιτικού εκσυγχρονισμού και της επανίδρυσης του κράτους από τον Καραμανλή τον νεότερο; Γάματα με κεφαλαία γράμματα δηλαδή, που τραγουδάει και ο Αντύπας. Δεν είναι δυνατόν. Κάποιο λάθος θα έγινε σίγουρα. Μα ναι. Αυτό είναι. Οι Ευρωπαίοι, οι αγορές, οι οίκοι αξιολόγησης και τα τραπεζικά τους συστήματα ευθύνονται για τη σημερινή μας κατάντια. Και το επαχθές του χρέους που το πας; Που πληρώνω ακόμα και σήμερα τόκους για τα δάνεια του προπάππου μου. Και να πεις πως μ’ άφησε και τίποτα ο γεροξεκούτης, πάει και έρχεται. Ένα παλιόσπιτο από πλινθιά στο χωριό και κάτι ξεροχώραφα στα πλαϊνά του όχθου. Ηθελα να’ ξερα τι τα έκανε τα δανεικά αυτός. Τουλάχιστον, εγώ πήρα και δύο τρία αυτοκίνητα γερμανικά, μια δεκάδα κυλότες γαλλικές, ένα διαμέρισμα με αλλοδαπά κουφώματα, κουζίνες, πλακάκια, ηχομονώσεις κτλ κτλ – κατά τα άλλα η οικοδομή ήταν ή ατμομηχανή της χώρας μου- και σπούδασα και δύο παιδιά. Τα δικά μου τα δανεικά σίγουρα έπιασαν τόπο εν αντιθέσει με τα δικά τους. Επαχθές χρέος, λοιπόν, κύριοι….
Ακολουθεί το στάδιο του θυμού. Το «όλοι μάζι τα φάγαμε», προμετωπίδα του πολιτικού κουτσαβακισμού εγκαινιάζει μέσα μας ως στάση ζωής και ως κυρίαρχη συμπεριφορά «το όλα και όλοι μου φταίνε». Μου φταίνε τα λαμόγια οι δημόσιοι υπάλληλοι που κούρνιασαν στην ασφάλεια του Δημοσίου. Μου φταίνε οι γιατροι που τα αρπάζουνε. Μου φταίνε οι εφοριακοί που λαδώνονται. Μου φταίνε οι ταρίφες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που φοροδιαφεύγουν. Μου φταίνε οι άνεργοι που καρπώνονται επιδόματα και ελαφρύνσεις. Μου φταίει όποιος μιλάει ελληνικά σε αυτή τη χώρα. Και πάνω από όλα μου φταίνε οι πολιτικοί. Αυτοί και οι κολητοί τους, άλλωστε, διαγούμισαν το κράτος και λεηλάτησαν τα δημόσια ταμεία. Αυτοί έφτιαξαν και υπηρέτησαν τα πελατειακά δίκτυα και με έμπασαν και μένα τον απονήρευτο στα θλιβερά τους κόλπα. Και τώρα που οι πελατείες φεύγουν έρχονται οι πλατείες. Πφφφφ… Λαουτζίκος. Πλέμπα. Απλυσιά. Κάτι χιλιάδες χαβαλέδων που φωνάζουν, χορεύουν, τραγουδούν, μουντζώνουν και σαβουρώνουν βρώμικα. Και στα διαλείμματα του χαβαλέ τους στήνουν και μια παρτίδα πρέφα, ουπς συγγνώμη, μια λαϊκή συνέλευση εννοώ και λύνουν στο πιτς φιτίλι όλα τα προβλήματα του δήμου.
Οι συνταγές του αμεσοδημοκρατικού τσελεμεντέ, βλέπεις, είναι πάντα βολικές και διαθέσιμες σε όσους επιθυμούν να χτίσουν ανώγια και κατώγια. Τι νομίζεις, δηλαδή, κυρα-Μαρία; Ότι μόλις το κίνημα αποκτήσει δυναμική και εκφραστεί θα σε αφήσουν οι μπροστάρηδες του να κριτικάρεις και να μουτζώνεις; Όταν κυρα-Μαρία η διανομή των σπάνιων πόρων θα τεθεί στο τραπέζι της πολιτικής διαδικασίας εκεί θα καταλάβεις πως τα λόγια τα μεγάλα που σου χαν πει δεν αξίζουν δεκάρα τσακιστή. Γιατί τα πάθη του ανθρώπου και τα χτικιάρικα ένστικτά του, αγορασμένα σήμερα όχι με δεκάρες τσακιστές αλλά με κίβδηλα μεταλλικά νομίσματα, η μόνη που κατάφερε να τους φορέσει χαλινάρι ήταν η πειθώ και η βία. Από αρχαιοτάτων χρόνων. Και την πειθώ, συγγνώμη μάτια μου, δεν την κατέχουν όλοι…..
Κατόπιν έρχεται η διαπραγμάτευση. Οκ. Δεκτόν. Είμαι χρεωκοπημένος μέχρι τα μπούνια. Χρωστάω της Μιχαλούς και τώρα ποιος την ακούει την αθυρόστομη την ταβερνιάρισα. Θα δουλέψω, όμως, σκληρά και θα τα βγάλω πέρα. Περιμένω οδηγίες. Κατευθύνσεις. Πείτε μου τι να κάνω. Το `χω σας λέω. Θα εργαστώ σκληρά και θα τους δείξω εγώ τους σαλτιμπάγκους που με βάζουν στην κατηγορία γουρουνιού, ενώ εγώ μεγάλωσα με τις πάνσοφες τις γλαύκες στην Αθήνα. «Πάμε», που λέει και ο Γιωργάκης. Αν και δεν μας είπε ακόμα, ούτε και αυτός, το προς τα πού.
Σε λίγο καιρό θα έρθουν και τα επόμενα στάδια. Αυτά της κατάθλιψης και της αποδοχής. Θα πέσουμε στα σκληρά αδερφέ, προκειμένου να βρει ο νους μας τις ισορροπίες που του λείπουν. Και αν το τελικό στάδιο της αποδοχής φαντάζει λυτρωτικό στα μάτια μου, μιας και η έλευση του θα σημάνει τον επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων μας και το τακτοποίημα της ζωής μας σε νέες βάσεις, εντούτοις δεν παύει να είναι ένα στάδιο πριν από το τέρμα. Και το τέρμα έμαθα να μην το εύχομαι ούτε στον χειρότερο εχθρό μου.
Πιάνομαι λοιπόν από τον Yalom και στις λέξεις του ευελπιστώ να βρω σανίδα σωτηρίας για το τωρινό ναυάγιο της ζωής μου . Εστω και παραφράζοντάς τον: «ενώ η φύση του χρέους μας καταστρέφει, η ιδέα του μπορεί να μας σώσει». Και αυτό δεν είναι ένα ακόμα φραστικό πυροτέχνημα. Μια κουβέντα να είχαμε να λέγαμε. Είναι η ουσία. Η άμεση και βιωματική, πλέον, επαφή μας με τις συνέπειες του χρέους θα μας επιτρέψει να απελευθερωθούμε, επιτέλους, από τις δουλείες του παρελθόντος και να αλλάξουμε τη ρότα της ζωής μας. Να αφήσουμε πίσω μας τις άχρηστες συνήθειες. Να εγκαταλείψουμε τις καλοθρεμμένες ανάγκες μας. Να στρέψουμε την προσοχή στον διπλανό μας, στη γυναίκα μας, στον συγγενή και φίλο μας και να επαναδιαπραγματευτούμε, όχι τα χρέη μας ,αλλά τα συναισθήματά μας. Να βγάλουμε ευθαρσώς τη γλώσσα μας στο Greek dream της αθηναϊκής πρωτεύουσας και να αποκεντρωθούμε. Να συμφωνήσουμε, επιτέλους, στο ξεκούμπισμα της μετριότητας από παντού. Από τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, τις δημόσιες υπηρεσίες, την πολιτική.
Ένα δημιουργικό ξέσπασμα χρειαζόμαστε. Μακριά από τους μπαχαλάκηδες των άκρων. Μακριά από τους ρακοσυλλέκτες των ελληνικών Πανεπιστημίων. Μακριά από τις ανώνυμες γλίτσες του διαδικτύου. Μακριά από το γκροτέσκο και το γελοίο της κοινοβουλευτικής και αυτοδιοικητικής μας εκπροσώπησης. Μακριά από τα κόμπλεξ, τις ανασφάλειες και τις φοβίες μας. Ειδικά για αυτές τις τελευταίες σας αφιερώνω και τον κάτωθι επίλογο:
Καλοκαίρι του 1985. Τα σχολεία έχουν κλείσει από μέρες και όλη η ζωντάνια μου έχει ξεχυθεί αντάμα με εκείνη των συνομηλίκων μου στις αλάνες, στα πάρκα και στις παιδικές χαρές. Πέφτουμε. Τσακίζουμε ποδάρια. Γδέρνουμε τις σάρκες μας. Ξυλοφορτώνουμε ο ένας τον άλλον και σαν αποκάμουν τα κορμιά μας γυρνάμε σπίτια μας, αργά το σούρουπο, με ξεραμένα τα αίματα πάνω στις πληγές μας. Κάπως έτσι επέστρεψα και εγώ εκείνο το καλοκαίρι σπίτι μου, με το κεφάλι ανοιχτό στα δυο από πέτρα αγαπημένου φίλου. Ακόμα θυμάμαι τη σκηνή με το κεφάλι μου μέσα στην λεκάνη του μπάνιου, το κρύο νερό του ντουζ να πέφτει πάνω μου και τη μάνα να ρίχνει τα μπινελίκια της ζωής της.
Καλοκαίρι του 2009. Επείγοντα Νοσοκομείου Πτολεμαίδας. Η μάνα με το επτάχρονο παιδί στην αγκαλιά ορμούν μέσα στο ιατρείο. «Γιατρέ γρήγορα. Χτύπησε το παιδί». Προσπερνώ τις τυπικότητες και τα πρωτόκολλα (χτύπημα της πόρτας, κάλεσμα και είσοδος) γιατί ξέρω καλά πως μια μάνα με το χτυπημένο παιδί στην αγκαλιά της χιμάει σαν αγρίμι σαν την ψέξεις για αγένεια και πάω προς το μέρος τους. «Γρήγορα γιατρέ». «Που χτύπησε κυρία;» Μου δείχνει το δαχτυλάκι του, ολίγον τι πρησμένο και λιγάκι ερυθρό. Δεν απαντάω γιατί την δική της απάντηση την ξέρω. Εγώ σε πληρώνω και τα λοιπά και τα λοιπά (ευτυχώς, δηλαδή, που ήρθε και το Μνημόνιο και μάθαμε, τελικά, ποιος πραγματικά μας πληρώνει σε αυτή τη χώρα)….
Γιατί στα λέω αυτά; Για να σου δείξω τους φόβους που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Φοβόμαστε να βήξουμε και καταπίνουμε λίτρα αντιβηχικών. Φοβόμαστε να ανεβάσουμε λίγο πυρετό και σαβουρώνουμε αντιβιώσεις και αντιφλεγμονώδη.
Φοβόμαστε να μην κοροϊδέψουν το παιδί μας στο σχολείο οι συμμαθητές του και ακουμπάμε το μηνιάτικο για να του πάρουμε καρό τραπεζομάντηλα- Βurberry μου φαίνεται τα λένε τώρα- και λοιπές πανάκριβες αήδιες. Φοβόμαστε να μην μας κοιτάξουν περιφρονητικά οι ξιπασμένοι καλεσμένοι- για τους οποίους βάζω το χέρι στη φωτιά πως μεγαλώσανε με τραχανά και σαρμαδάκια- και πληρώνουμε το μπον φιλέ στον γάμο του κανακάρη μας 20 και 30 ευρώ. Φοβόμαστε να μην ξεκουμπιστουμε από την πρωτεύουσα και μας κολλήσουν οι φίλοι και οι γνωστοί την ρετσινιά του looser και κάνουμε δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τα φέρουμε βόλτα, μπαστακωμένοι στο πανάκριβο τριαράκι επι της οδού Xαμαιτυπείου.
Φοβόμαστε να μην κατεβάσει μούτρα η γκόμενα επειδή την βάλαμε να κάτσει στο τρίτο τραπέζι πίστα, ενώ ο πρώην της πετάει γαρύφαλλα μυρίζοντας από κοντά την ποδαρίλα της αρτίστας.
Φοβόμαστε να μην κηλιδωθεί το κοινωνικό μας status επειδή στεγάζουμε την οικογενειακή μας ευτυχία στο ενοίκιο, ενώ η κακιασμένη η ξαδέρφη κατάφερε να αγοράσει διαμέρισμα 150 τετραγωνικών για να στεγάσει τον έρωτά της με τον καταπληκτικό…καθρέφτη της . Φοβόμαστε γενικά και αόριστα.
Και αυτές τις φοβίες εκμεταλλεύεται το σύστημα της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης για να μας κρατάει εσαεί αλυσοδεμένους. Και, δυστυχώς, αυτό το σύστημα υπηρετούν και σήμερα οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου. Δανείζονται για να κρατήσουν την κατανάλωση στα προμνημονιακά επίπεδα και για να μπορούμε εμείς να σιγοτραγουδάμε αμέριμνοι στίχους από το «σαν να μην πέρασε μια μέρα». Έφτασε, λοιπόν, η ώρα τις αλυσίδες αυτές να τις αποτινάξουμε από πάνω μας και να στρέψουμε, επιτέλους, το βλέμμα μας προς την άλλη πλευρά του πλατωνικού σπηλαίου. Προς τα εκεί από όπου έρχεται το φως της λυτρωτικής αλήθειας. Και όσοι από εμάς έχουν τα αχαμνά ας τολμήσουν να βγουν και έξω. Όχι τίποτα άλλο αλλα να. Σαν τζαμπατζήδες που είμαστε και κομματάκι λιγόψυχοι, ας βγουν τουλάχιστον αυτοί οι λίγοι να δούν και να μας μεταφέρουν τα μαντάτα. Και ίσως κάποιοι από εμάς να βρούμε τότε τη δύναμη και να τους ακολουθήσουμε στο επόμενο ταξίδι.
ΥΓ: Τι ώρα είπαμε είναι η κηδεία της παλιάς ζωής μου;
*Ο Τάσος Φούντογλου είναι ειδικευόμενος νεφρολόγος στο Γενικό Νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας.